Το 1966, δυο πολεμικά αεροπλάνα των ΗΠΑ συγκρούστηκαν επάνω από τη Θάλασσα του Αλμποράν στην Ισπανία. Στις κοιλιές τους, μετέφεραν τέσσερις βόμβες υδρογόνου τύπου Β28 που σκορπίστηκαν στα Παλομάρες. Οι βόμβες που προσγειώθηκαν στη γη, εντοπίστηκαν και συλλέχθηκαν σύντομα. Η τέταρτη, βυθίστηκε κάπου στη Μεσόγειο – μαζί με την πυρηνική κεφαλή της των 1,1 μεγατόνων και την εκρηκτική της ισχύ που αντιστοιχεί σε 1.100.000 τόνους ΤΝΤ.
Το γεγονός είχε προκαλέσει αίσθηση εκείνη την περίοδο, σε βαθμό που ο Φίλιπ Μέιερς, που εκείνη την εποχή εργαζόταν ως πυροτεχνουργός στην Αεροπορική Βάση της Σιγκονέλα στην ανατολική Σικελία, δεν κατάφερε να κρύψει από τους φίλους του ποια ήταν η μυστική έκτακτη ανάγκη που τον έστελνε κατεπειγόντως στην Ισπανία.
Εκείνη την περίοδο, στην καρδιά του Ψυχρού Πολέμου, τα ατυχήματα με πυρηνικά όπλα, με την κωδική ονομασία «Σπασμένο Βέλος» δεν ήταν και τόσο σπάνια. Για την ακρίβεια, από το 1950 έχουν σημειωθεί τουλάχιστον 32 ακόμη. Εκείνη την εποχή, οι ΗΠΑ στηρίζονταν στην αρχή της Βέβαιης Αμοιβαίας Καταστροφής στο πλαίσιο του γεωπολιτικού ανταγωνισμού τους με τη Σοβιετική Ένωση, με αποτέλεσμα στους διεθνείς ουρανούς να πετούν μονίμως αμερικανικά μαχητικά φορτωμένα με πυρηνικά – με την κωδική ονομασία, αυτή τη φορά, να είναι «Θόλος Χρωμίου».
Γνωστά και άγνωστα ατυχήματα
Ωστόσο, η κύρια διαφορά των αμερικανικών πυρηνικών ατυχημάτων, είναι ότι μας είναι γνωστά μέσα από αποχαρακτηρισμένα απόρρητα έγγραφα. Άλλες χώρες, όπως η Βρετανία, η Γαλλία, η Ρωσία και η Κίνα, απλώς δεν έχουν δημοσιοποιήσει σχετικά στοιχεία.
Σε ό,τι αφορά την ΕΣΣΔ, είναι γνωστό ότι υπάρχουν μεν χαμένες πυρηνικές βόμβες, όμως καθώς μεταφέρονταν κυρίως στο εσωτερικό πυρηνικών υποβρυχίων, μπορεί να μην έχουν μεν ανασυρθεί, είναι όμως γνωστή η τοποθεσία τους.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει η περίπτωση ενός πυρηνικού υποβρυχίου Κ-8, το οποίο καταστράφηκε από πυρκαγιά στον Κόλπο του Μπσκέι, παίρνοντας μαζί του στον βυθό και τέσσερις πυρηνικές τορπίλες.
Οι ΗΠΑ σύντομα ενημερώθηκαν για το γεγονός και αποφάσισαν να επιχειρήσουν μυστικά την ανάσυρσή του, με τη βοήθεια του εκκεντρικού αμερικανού μεγιστάνα Χάουαρντ Χιουζ. Ο Χιουζ υποστήριξε ότι ενδιαφερόταν για την εξόρυξη μετάλλων από τον βυθό, προκειμένου να κατασκευάσει μια γιγάντια δαγκάνα που θα έφτανε μέχρι τον βυθό, θα άρπαζε το υποβρύχιο και θα το έφερνε στη στεριά.
Η επιχείρηση με το κωδικό όνομα «Πρόγραμμα των Αζόρων» απέτυχε, αφού το υποβρύχιο έσπασε στην διάρκεια της ανάσυρσής του.
Μέχρι σήμερα, λοιπόν, τρεις χαμένες αμερικανικές βόμβες υδρογόνου βρίσκονται σε άγνωστα σημεία του ωκεανού. Γιατί δεν έχουν εντοπιστεί ακόμη; Υπάρχει κίνδυνος να εκραγούν; Και θα καταστεί ποτέ εφικτή η ανάσυρσή τους;
Μια πετυχημένη απόπειρα
Ας επιστρέψουμε στη βόμβα που αναζητούσε ο Μέιερς και η ομάδα του. Για τον εντοπισμό της, είχαν δυο κύρια εργαλεία: τη μπεϋζιανή συμπερασματολογία, ένα παράξενο θεώρημα του 18ου αιώνα, το οποίο χρησιμοποιεί πληροφορίες για παρελθοντικά γεγονότα για εκτιμήσει την πιθανότητα της επανάληψής τους, και ένα εξαιρετικά προηγμένο για την εποχή υποβρύχιο, που μπορούσε να φτάσει σε πρωτόγνωρο βάθος.
Το θεώρημα τους βοήθησε να περιορίσουν την περιοχή που θα ερευνούσαν, ενώ μέσα από το υποβρύχιο μπορούσαν να κινηθούν στα βάθη της Μεσογείου, μέχρι που εντόπισαν τη βόμβα, συνδεδεμένη ακόμη με το αλεξίπτωτό της. Έπειτα από μια επιτυχημένη προσπάθεια «ψαρέματός» της με ένα τεράστιο αυτοσχέδιο δίχτυ, μια άλλη ομάδα, με ένα άλλο υποβρύχιο, κατάφερε να την βγάλει στη στεριά. Ανατριχιαστική λεπτομέρεια: η βόμβα είχε κουνηθεί στο εσωτερικό της θήκης της, με αποτέλεσμα να χρειαστεί ο αφοπλισμός της… από μέσα. Με άλλα λόγια, οι πυροτεχνουργοί χρειάστηκε να τρυπήσουν μια ατομική βόμβα με τρυπάνι.
Ισχυρές βόμβες, ισχυρή ασφάλεια
Οι βόμβες των ‘50s και των ‘60s δεν ήταν όπως οι ατομικές βόμβες που ισοπέδωσαν τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι. Ήταν πολύ πιο ισχυρές, αφού η ενέργεια της πρώτης ατομικής έκρηξης, πυροδοτούσε την έκρηξη ενός δεύτερου πυρήνα που περιλάμβανε ισότοπα υδρογόνου (δευτέριο και τρίτιο), τα οποία συγκρούονταν και απελευθέρωναν ακόμη περισσότερη ενέργεια. Το γεγονός αυτό, είχε οδηγήσει και σε πρόσθετα μέτρα ασφαλείας.
Πάρτε για παράδειγμα τη βόμβα που χάθηκε στη νήσο Τίμπι, και παραμένει βυθισμένη κάπου στο Wassaw Sound. Στις 5 Φεβρουαρίου, η θερμοπυρηνική βόμβα τύπου Mark 15, βάρους 3.400 κιλών φορτώθηκε σε ένα βομβαρδιστικό Β-47, το οποίο επρόκειτο να συναντήσει ένα άλλο Β-47 σε μια μεγάλη εκπαιδευτική αποστολή. Στόχος ήταν η προσομοίωση μιας επίθεσης στη Σοβιετική Ένωση. Οι πιλότοι ξεκίνησαν από τη Φλόριντα και διένυσαν την απόσταση μέχρι τον στόχο τους (το Ράντφορντ της Βιρτζίνια που έπαιζε τον ρόλο της Μόσχας) για να ελέγξουν την ικανότητά τους να πετάξουν επί ώρες με βαριά όπλα.
Στην επιστροφή, συνάντησαν μια άλλη εκπαιδευτική αποστολή από τη Νότια Καρολίνα. Στόχος αυτής της ομάδας ήταν να αναχαιτίσουν ένα από τα Β-47. Όμως υπήρξε κάποια σύγχυση και δεν είδαν το δεύτερο αεροσκάφος που μετέφερε το πυρηνικό όπλο. Ακολούθησε σύγκρουση και το Β-47 που μετέφερε τη βόμβα δέχτηκε πλήγμα.
Πώς σώθηκε η βόμβα του Τίμπι
Ο πιλότος αποφάσισε να πετάξει τη βόμβα στο νερό και έπειτα να πραγματοποιήσει αναγκαστική προσγείωση. Παρά το γεγονός ότι διένυσε 9.144 μέτρα για να πέσει στο νερό έξω από το νησί Τίμπι, η βόμβα δεν εξερράγη. Για την ακρίβεια, το εντυπωσιακό είναι ότι σε κανένα από τα ατυχήματα Σπασμένο Βέλος δεν υπήρξε έκρηξη πυρηνικών στοιχείων – αν και σε δυο περιπτώσεις οι περιοχές μολύνθηκαν με ραδιενεργά υλικά.
Ένας λόγος ενδέχεται να είναι το σύστημα της διατήρησης του πυρηνικού υλικού που είναι απαραίτητο για τη σχάση, χωριστά από το ίδιο το όπλο. Η κορυφή της κεφαλής, που αποτελείται από πλουτώνιο, μπορεί στη συνέχεια να προστεθεί στο όπλο την τελευταία στιγμή. Επομένως, ακόμη και αν το συμβατικό όπλο που συναποτελεί τη βόμβα εκραγεί εν μέσω πτήσης, το ραδιενεργό υλικό δεν ζεσταίνεται αρκετά ώστε να προκαλέσει ατομική σχάση.
Άλλη αιτία θα μπορούσε να είναι ο ίδιος ο ωκεανός, αλλά και για το γεγονός ότι τα πυρηνικά όπλα είναι σχεδιασμένα ώστε, αν εκραγούν χωρίς να ενεργοποιηθούν, το ραδιενεργό υλικό να μην εκπυρσοκροτεί, αλλά να χύνεται έξω.
Παραλίγο ολοκαύτωμα
Προφανώς, τα πολλαπλά μέτρα ασφαλείας είναι απολύτως απαραίτητα. Κυρίως, επειδή δεν λειτουργούν πάντα. Σε μια περίπτωση, το 1961, ένα Β-52 παρουσίασε βλάβη ενώ πετούσε πάνω από το Γκόλντσμπορο της Βόρειας Καρολίνα, ρίχνοντας στο έδαφος δυο ατομικές βόμβες. Η μία σε γενικές γραμμές δεν έπαθε τίποτα, εξαιτίας του αλεξίπτωτού της, όμως αργότερα η εξέτασή τους απέδειξε ότι τρία από τα τέσσερα μέτρα ασφαλείας είχαν αποτύχει. Η πυρηνική έκρηξη αποφεύχθηκε στο παρά πέντε.
Η άλλη βόμβα έπεσε ελεύθερα στο έδαφος, όπου έσπασε και κατέληξε να καρφώνεται σε ένα χωράφι. Τα περισσότερα τμήματά της βρέθηκαν, όμως ένα εξ αυτών, εκείνο που περιείχε το ουράνιο, παραμένει καρφωμένο κάτω από περισσότερα από 15 μέτρα λάσπης. Η αμερικανική αεροπορία αγόρασε τη γη γύρω του για να αποτρέψει τους τυχοδιώκτες από το σκάψιμο.
Άλλα περιστατικά είναι τόσο παράξενα που ακούγονται ψεύτικα. Ίσως το πιο εντυπωσιακό ήταν εκείνο κατά τη διάρκεια μιας εκπαιδευτικής άσκησης το 1965. Ένα Α4Ε Skyhawk μεταφερόταν προς έναν ανελκυστήρα αεροσκαφών, ενώ στο εσωτερικό του είχε μια πυρηνική βόμβα τύπου Β-43. Ήταν μια καταστροφή σε αργή κίνηση: σύντομα το προσωπικό συνειδητοποίησε ότι το αεροπλάνο θα έπεφτε και έκανε σήμα στον πιλότο να φρενάρει. Δυστυχώς, εκείνος δεν τους είδε με αποτέλεσμα να εξαφανιστεί στη Θάλασσα των Φιλιππίνων μαζί με το αεροσκάφος και τη βόμβα. Παραμένουν εκεί μέχρι και σήμερα, κάτω από 4.900 μέτρα νερού, κοντά σε ένα νησί της Ιαπωνίας.
Πόσο επικίνδυνες είναι οι χαμένες πυρηνικές βόμβες;
Εξαρτάται. Για παράδειγμα, όσον αφορά στη βόμβα της νήσου Τίμπι, η επίσημη θέση του αμερικανικού στρατού είναι ότι η κάψουλα με το πλουτώνιο δεν είχε προστεθεί στο όπλο πριν τη ρίψη του. Αν ισχύει κάτι τέτοιο, είναι αδύνατον να προκαλέσει θερμοπυρηνική έκρηξη – ωστόσο, υπάρχουν ενδείξεις ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά.
Ταυτόχρονα, τα συμβατικά εκρηκτικά που περιλαμβάνει, θα μπορούσαν να προκαλέσουν έκρηξη αρκετά ισχυρή, ώστε οι προσπάθειες για ανάσυρσή της να θεωρούνται πιο επικίνδυνες από την παραμονή της στον βυθό.
Άλλωστε, οι πυρηνικές βόμβες δεν έχουν κάποιο σύστημα εντοπισμού σε περίπτωσηυ απώλειας. Πράγμα που σημαίνει ότι ο μόνος τρόπος ανεύρεσής τους είναι… ψάχνοντας την άμμο. Ακόμη και τα επίπεδα ραδιενέργειας δεν αποτελούν ασφαλή ένδειξη, αφού η κατασκευή των βομβών επιδιώκει να τις καταστήσει όσο το δυνατόν πιο ακίνδυνες για τους ανθρώπους που θα πρέπει να τις διαχειριστούν.
Ποιοι χειρίζονται τα πυρηνικά;
Για τον Τζέφρι Λιούις, διευθυντή του Προγράμματος μη Διάδοσης των Πυρηνικών στη Νοτιοανατολική Ασία στο Κέντρο James Martin για τις Σπουδές Μη Διάδοσης των Πυρηνικών στην Καλιφόρνια, το πιο ενδιαφέρον με τα χαμένα πυρηνικά δεν είναι ο πιθανός κίνδυνος, αλλά το μήνυμα που εκπροσωπούν. «Πιστεύω ότι έχουμε αυτή τη φαντασίωση ότι οι άνθρωποι που χειρίζονται τα πυρηνικά είναι κατά κάποιο τρόπο διαφορετικοί από όλους τους ανθρώπους που ξέρουμε, κάνουν λιγότερα λάθη ή είναι πιο έξυπνοι. Όμως στην πραγματικότητα, οι οργανισμοί που είναι υποχρεωμένοι να χειρίζονται πυρηνικά όπλα είναι όπως και κάθε άλλος ανθρώπινος οργανισμός. Κάνουν λάθη. Δεν είναι τέτοιοι», τονίζει μιλώντας στο BBC.
Η περίπτωση του Παλομάρες
Ακόμη και στο Παλομάρες, όπου όλες οι πυρηνικές βόμβες εντοπίστηκαν και ανασύρθηκαν, η γη παραμένει μολυσμένη με ραδιενέργεια από τις δυο βόμβες π[ου εκπυρσοκρότησαν. Μέρος του προσωπικού του αμερικανικού στρατού που συμμετείχε στις πρώτες προσπάθειες εξυγίανσης της περιοχής (μεταξύ άλλων, κλείνοντας το χώμα της επιφάνειας σε βαρέλια) έκτοτε έχει αναπτύξει μυστηριώδεις καρκίνους, που πιστεύουν ότι συνδέονται με την υπόθεση. Και το 2020, μια ομάδα επιζώντων υπέβαλε μήνυση κατά της Γραμματείας Υποθέσεων Βετεράνων – παρά το γεγονός ότι πολλοί από τους μηνυτές είναι πλέον 70 ή και 80 ετών.
Ταυτόχρονα, η τοπική κοινότητα διεκδικεί βαθύτερο καθαρισμό της περιοχής εδώ και δεκαετίες. Το Παλομάρες έχει χαρακτηριστεί ως «η πιο ραδιενεργή πόλη στην Ευρώπη» και τοπικοί ακτιβιστές για το περιβάλλον, αυτή την περίοδο διαδηλώνουν κατά των σχεδίων μιας βρετανικής εταιρείας να χτίσει τουριστικό θέρετρο στην περιοχή.
Ο Λιούις αισθάνεται βέβαιος ότι οι απώλειες του Ψυχρού Πολέμου δύσκολα θα επαναληφθούν, κυρίως γιατί το 1968 δόθηκε τέλος στην επιχείρηση Θόλος Χρωμίου και τα αεροπλάνα που μεταφέρουν πυρηνικά δεν πετούν πια σε τακτικές εκπαιδευτικές ασκήσεις, εξαιτίας ακριβώς της επικινδυνότητας της πρακτικής.
Κίνδυνοι στο σήμερα
Η εξαίρεση σε αυτή τη διαδικασία είναι, φυσικά, τα πυρηνικά υποβρύχια – και ακόμη και σήμερα σε πολλές περιπτώσεις τα ατυχήματα αποφεύγονται τελευταία στιγμή. Αυτή τη στιγμή, οι ΗΠΑ έχουν 14 υποβρύχια με βαλλιστικούς πυραύλους εν ενεργεία, ενώ η Γαλλία και η Βρετανία από τέσσερα.
Για να λειτουργήσουν αποτρεπτικά, τα υποβρύχια πρέπει να παραμείνουν αόρατα στη διάρκεια των θαλάσσιων επιχειρήσεων, πράγμα που σημαίνει ότι δεν μπορούν να στείλουν σήμα στην επιφάνεια για τον εντοπισμό τους. Αντ’ αυτού, πλοηγούνται κυρίως μέσα από γυροσκόπια και την εμπειρία του προσωπικού, που υπολογίζει τον χρόνο από την τελευταία τοποθεσία, την κατεύθυνση της κίνησης και την ταχύτητα. Πρόκειται για ένα σύστημα που μπορεί να αποδειχθεί ανακριβές, με αποτέλεσμα μια σειρά από περιστατικά, όπως το 2018, όταν ένα βρετανικό πυρηνικό υποβρύχιο κόντεψε να συγκρουστεί με ένα φέρι μποτ.
Πηγή: BBC