Η Ελένη Βαλλιάνου (Hélène Vagliano) γεννήθηκε το 1909 στο Παρίσι. Ήταν κόρη του κεφαλλονίτη πλοιοκτήτη Μαρίνου Βαλλιάνου και της Δανάης Βαλλιάνου. Η οικογένειά της ζούσε σε ένα πολυτελέστατο σπίτι στο Άσκοτ της Αγγλίας, όπου η μικρή Ελένη πέρασε τα παιδικά της χρόνια.
Το 1924 οι γονείς της, λάτρεις του γκολφ, μετακόμισαν στις Κάννες της γαλλικής Ριβιέρας για να μπορούν να επιδίδονται και τον χειμώνα στο αγαπημένο τους άθλημα. Η 15χρονη Ελένη παρέμεινε στο Άσκοτ, όπου συνέχισε τις σπουδές της, εσώκλειστη στο τοπικό σχολείο St. George’s School. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητή μεταξύ των συμμαθητών της. Έπαιζε υπέροχο πιάνο, μιλούσε με ευχέρεια γαλλικά και αγγλικά και συμμετείχε στα αθλητικά δρώμενα του σχολείου της με την ομάδα του λακρός.
Το 1927, η 18χρονη πλέον Ελένη ολοκλήρωσε τις σπουδές της στο Άσκοτ και μετακόμισε στο σπίτι των γονιών της στις Κάννες. Ήταν ένα αρχοντικό στην περιοχή στην περιοχή Καλιφορνί, με την ονομασία Βίλα Σανφλερί (Villa Champfleuri).
Ξεχώριζαν η μεγάλη πισίνα, οι λιμνούλες με τα φλαμίνγκος και ο εντυπωσιακός κήπος, ο οποίος αργότερα κηρύχτηκε διατηρητέος. Ένας αληθινός επίγειος παράδεισος για την οικογένεια Βαλιάνου. Ο πατέρας της ήταν ήδη πρωταθλητής του γκολφ και πρόεδρος του τοπικού συλλόγου και η μητέρας της επικεφαλής της τοπικής γυναικείας ομάδας του γκολφ.
Η νεαρή Ελένη έζησε μια ανέμελη ζωή τα χρόνια του Μεσοπολέμου. Τρελαινόταν για θαλάσσιες βόλτες με το ταχύπλοο που της χάρισε ο πατέρας της και αγαπούσε με πάθος την ορειβασία. Συχνά έγραφε άρθρα για την εφημερίδα των αποφοίτων του σχολείου της και μετέφραζε άρθρα στη γραφή Μπράιγ για τις εφημερίδες των τυφλών. Αναμίχθηκε στο κίνημα του προσκοπισμού, αλλά και στα κοινά της αγγλικής κοινότητας των Καννών.
Η ζωή της έλαβε διαφορετική τροπή με την κήρυξη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, τον Σεπτέμβριο του 1939. Μαζί με τη μητέρα της βοηθούσε εθελοντικά τους γάλλους στρατιώτες που στέλνονταν στο μέτωπο της Ιταλίας. Από το καλοκαίρι του 1940, όταν η Γαλλία βρέθηκε κάτω από τη γερμανική κατοχή, ο γαλλικός λαός άρχισε να οργανώνει την αντίστασή του στη δωσιλογική κυβέρνηση του Βισύ. Η Ελένη, με νεανική ορμή, πνεύμα αγωνιστικό και θάρρος αξιοζήλευτο, συμμετέχει στο αντιστασιακό κίνημα των «Μακί» της περιοχής της και σύντομα αναδείχνεται ηγετικό στέλεχος, παρά τη νεαρή της ηλικία.
Η παράτολμη, όμως, δράση της κινητοποίησε τις γερμανικές κατοχικές δυνάμεις στις Κάννες. Στις 28 Ιουλίου 1944 συνελήφθη από άνδρες της οργάνωσης Λεγεώνα των Γάλλων Εθελοντών κατά του Μπολσεβικισμού του πρώην κομμουνιστή βουλευτή Ζακ Ντοριό, που συνεργάζονταν με τις κατοχικές δυνάμεις. Την ίδια ημέρα συνελήφθησαν και οι γονείς της, σε μια προσπάθεια να της ασκηθεί πίεση και να καταδώσει τους συντρόφους της.
Έως τις 15 Αυγούστου την υπέβαλλαν σε φρικτά βασανιστήρια στο τοπικό αρχηγείο της Γκεστάπο, χωρίς να μπορέσουν να κάμψουν το ηθικό της ή να της αποσπάσουν οποιαδήποτε μαρτυρία για τους συντρόφους της. Ανήμερα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου και λίγες μόνο ώρες προτού εισέλθουν τα συμμαχικά στρατεύματα στις Κάννες, την εκτέλεσαν έξω από την πόλη, μαζί με 23 άλλους συγκρατούμενούς της.
Η πάνδημη κηδεία της έγινε έξι εβδομάδες μετά την εκτέλεσή της, στον Ρωσικό Ορθόδοξο Ναό του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις απελευθερωμένες Κάννες. Το φέρετρό της ήταν τυλιγμένο με την τρίχρωμη γαλλική σημαία, ενώ οι σύντροφοί της στην αντίσταση απέδιδαν τιμές. Μια χορωδία τραγούδησε το Ave Maria και το αγαπημένο της κομμάτι Viens Douce Mort, σύνθεση του Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ. Βρίσκεται θαμμένη σε κρύπτη του Ναού του Αρχαγγέλου Μιχαήλ, όπου κάθε χρόνο τον Δεκαπενταύγουστο γίνεται επιμνημόσυνη δέηση στη μνήμη της.
Οι εφημερίδες της εποχής χαρακτήρισαν την Ελένη Βαλλιάνου ως νέα Ζαν ντ’ Αρκ. Η Γαλλική κυβέρνηση της απένειμε μετά θάνατον το Παράσημο της Λεγεώνας της Τιμής και τον Πολεμικό Σταυρό του Φοίνικα. Στις Κάννες ένας δρόμος φέρει το όνομά της (rue Hélène Vagliano. Τον Αύγουστο του 2002 έγιναν αποκαλυπτήρια τιμητικής πλάκας στον αύλειο χώρο του Δημαρχείου Λειβαθούς στις Κεραμιές Κεφαλληνίας, πατρίδα του εθνικού ευεργέτη Παναγή Βαλλιάνου (Εθνική Βιβλιοθήκη στην Αθήνα), πρόγονου της Ελένης Βαλλιάνου.