Στις 25 Φεβρουαρίου του 1973, στο λαϊκό νυκτερινό κέντρο της Κυψέλης, «Νεράιδα της Αθήνας», στην οδό Αγίου Μελετίου 45, έγινε ένα από τα συγκλονιστικότερα φονικά της σύγχρονης Ελλάδας. Ο Νίκος Κοεμτζής σκότωσε τρεις θαμώνες και τραυμάτισε ακόμα επτά.
Το περιστατικό
Ο Νίκος Κοεμτζής , ο αδερφός του Δημοσθένης και μαζί τους τρία ακόμα άτομα (ένας άνδρας και δύο γυναίκες) διασκέδαζαν στη «Νεράιδα της Αθήνας».
Γύρω στις 2 τα ξημερώματα ο Νίκος Κοεμτζής ζήτησε «παραγγελιά» από τους μουσικούς, το τραγούδι «Οι Βεργούλες (Τα δυο χέρια πήρανε)» για να χορέψει ο Δημοσθένης.
Όπως απαιτούσε ο άγραφος κνόμος της παραγγελιάς, όσοι βρίσκονταν στην πίστα επέστρεψαν στα τραπέζια τους, τρία άτομα όμως από την παρέα κάποιων αστυνομικών, συνέχιζαν να χορεύουν. Ο Δημοσθένης εκνευρισμένος φώναζε από το μικρόφωνο «Παραγγελία είναι το τραγούδι. Δεν ακούσατε;» και τότε σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες οι αστυνομικοί ειρωνεύτηκαν και έσπρωξαν τον Δημοσθένη.
Στο θέαμα αυτό ο Νίκος Κοεμτζής «έχασε τα λογικά του» και κρατώντας ένα στιλέτο άρχισε , ουρλιάζοντας να μαχαιρώνει όποιον έβρισκε μπροστά του, συμπεριλαμβανομένου και του στενού του φίλου, Θωμά Καραμάνη.
Μέσα σε λίγα λεπτά, η πίστα γέμισε από αιμόφυρτους τραυματίες και νεκρούς.
Τα θύματα
Νεκροί έπεσαν:
– ο υπενωμοτάρχης της τότε Χωροφυλακής, Μανόλης Χριστοδουλάκης, 28 χρονών,
– ο αστυφύλακας της Γενικής Ασφάλειας Αθηνών, Δημήτρης Πεγιάς, 31 χρονών
– και ο Γιάννης Κούρτης, 34 χρονών, μηχανικός και βαφέας αυτοκινήτων.
Τραυματίστηκαν επτά άτομα, θαμώνες και εργαζόμενοι του νυκτερινού κέντρου.
Οι ποινές
Τα αδέρφια Κοεμτζή διέφυγαν και εντοπίστηκαν λίγα εικοσιτετράωρα αργότερα.
Τον Νοέμβριο του 1973, το δικαστήριο καταδίκασε τον Νίκο Κοεμτζή σε τρεις φορές θάνατο και επτά φορές σε ισόβια, τον Δημοσθένη Κοεμτζή σε φυλάκιση 3 ετών για σωματικές βλάβες σε βάρος ενός χωροφύλακα, ενώ έκρινε αθώο λόγω αμφιβολιών τον Καραμάνη.
Το ημερολόγιο
Λίγους μήνες αργότερα, τον Νοέμβριο του 1973, ο δικηγόρος του Κοεμτζή παραδίδει στο περιοδικό «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» αποσπάσματα από το ημερολόγιο του κρατούμενου
«Η ζωή μας, τα κλάματα της μητέρας η πείνα που μας θέριζε, έχουνε ριζώσει μέσα μου και υποφέρω περισσότερο τώρα που τα σκέπτομαι από όταν τα ζούσαμε. Δεν χορτάσαμε ποτέ, περπατάγαμε ξυπόλητοι.
»Θάθελα πολύ να με άφηναν να χορτάσω. Σε όλη μου την παιδική ηλικία η πείνα με κυνηγούσε σαν σκιά. Όταν γεννήθηκε ο Δημοσθένης εγώ ήμουνα η νταντά του.
»Ο πατέρας μου, έμπορος επίπλων, πήγε αντάρτης στην Αλβανία και άφησε τα παιδιά του ξυπόλητα και ξελιγωμένα. Εμάς δεν μας έδιναν σταφιδόψωμα. Κάποτε θυμάμαι είπα τον δάσκαλό μου φασίστα κι εκείνος έσπασε την βέργα του στα αυτιά μου και έβαλε τα παιδιά να με φτύνουν».
»Δεν θα ξεχάσω την αδικία που μούκανε ο γιός του Δημάρχου, το πλουσιόπαιδο ο Φανίδης.
»Ζητούσα βιβλία και ο πατέρας μου έλεγε: Τα βιβλία θα κοιτάμε ή πώς θα ζήσουμε;
»Είχα συνηθίσει. Ό,τι και νάκανα δίκιο ή άδικο έπρεπε να με δειρούν στο σπίτι.
»Μια φορά με έγδυσαν, με κρέμασε (ίσως εννοεί τον πατέρα) όπως τα αρνιά και άρχισε να με κτυπά με το καμτσίκι, όπου χτυπούσε σηκωνότανε το κρέας. Λιποθύμησα και έμεινα μια εβδομάδα στο κρεβάτι.
»Με τον τρόπο που με έδερναν και πιο πολύ άδικα με είχανε αγριέψει και ζούσα σαν μικρό αγρίμι.
»Αναγκάστηκα να δουλέψω στην αρχή πουλούσα καραμέλες. Ύστερα δούλεψα σε περιβόλι. Με σήκωνε ο δάσκαλος δεν ήξερα έτρωγα ξύλο. Ντρεπόμουνα δεν φοβόμουνα.
»…Κάποτε θυμάμαι πήγα στην Θεσσαλονίκη μόνος μου. Αγόρασα ένα καπέλλο με κουκουβάγια. Δεν χόρταινα που έβλεπα τα παιδιά με τα σοσόνια και εγώ χαιρόμουνα το καπέλλο με την κουκουβάγια.
»Ο πατέρας μου έγινε μεθύστακας με έδερνε συνεχώς. Καιγόμουνα ολόκληρος και έτσουζε το κορμί μου.
»Χτίσαμε θυμάμαι μια αποθήκη και σπιτάκι και τρώγαμε μια φέτα φωμί με πράσσο.Τον χειμώνα δούλευα στο νταμάρι. Κινδύνευσα πολλές φορές μαζί με τον Στέργιο.
»Κάποτε άκουσα μια συζήτηση ότι ήθελαν να με δώσουν σ’ ένα αντρόγυνο. Με πήρε το παράπονο, έφυγα και ξενύχτησα σε μία καλύβα.
»Ο πατέρας μου κάποτε μου είπε νευριασμένος. “Αλήτη δεν θα μου κάνης κουμάντο. Φύγε και μη σε ξαναδώ”. Έφυγα, πήγα στην Ν. Αλεξάνδρεια και έγινα λαντζέρης. Έκανα διάφορες δουλειές.
»Γύρισα μια μέρα στο χωριό. Θυμήθηκα το παρελθόν όταν ο Χρήστος μου είπε ότι ο πατέρας κρέμασε τον Δημοσθένη. Έτρεξα αμέσως, πήρα το καμτσίκι από το χέρι του πατέρα, τον χτύπησα. Ξανάφυγα.
»Ξεκίνησα με την τιμιότητα και την αγνότητα. Με τόσα βάσανα θαμμένα μέσα μου δίχως νάχη περάσει ίχνος χαμόγελο από τα χείλη μου μέχρι που βρέθηκα στην φυλακή με 4 χρόνια καταδίκη στην πλάτη μου για απόπειρα ληστείας…
»Τέσσερα χρόνια στην φυλακή δεν με επισκέφθηκαν καθόλου. Είχανε κλονιστή τα νεύρα μου τα χάπια τα ηρεμιστικά τάπαιρνα με την χούφτα…
»Ορκίστηκα να μην ξαναμπώ στην φυλακή είχα αηδιάσει από το ξεφτίλισμα που παθαίνει ο άνθρωπος. Πήγα να μείνω στο σπίτι του Δημοσθένη. Η Ασφάλεια ερχόντανε και με ενοχλούσε.
»Στον ύπνο μου έβλεπα εφιάλτες. Όταν έβλεπα να κτυπούν παιδάκι με έπιανε τέτοια αναστάτωση ώστε έφευγα γιατί φοβόμουνα μήπως δεν κρατηθώ. Άρχισα να σκέφτομαι την παντρειά…
»Έγινε προξενιό…πήρα τον Θωμά τον Καραμάνη. Όταν συνερχόμουνα από τους εφιάλτες έβλεπα το φέρετρο μου που έκανε αλλόκοτο. Κατάλαβα το μεγάλο κακό που έκανα και σκόρπισα τον θάνατο σε αθώους ανθρώπους…πήρα απόφαση να απαλλάξω τον κόσμο από μένα»
Ο Νίκος Κοεμτζής είχε αρχικά καταδικαστεί σε θάνατο και επτά φορές ισόβια. Στη συνέχεια η θανατική ποινή καταργήθηκε και λίγο αργότερα η ποινή του μειώθηκε. Έτσι, 23 χρόνια μετά την φυλάκισή του, στις 29 Μαρτίου του 1996, αφέθηκε ελεύθερος. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου και πέθανε τον Σεπτέμβριο του 2011.
Η νύχτα των φονικών και η ζωή του Κοεμτζή έγιναν τραγούδι, το 1979 από τον Διονύση Σαββόπουλο, με τίτλο Το μακρύ ζεϊμπέκικο για το Νίκο, και ταινία, το 1980 από τον Παύλο Τάσιο, με τίτλο Παραγγελιά.
Χιλιάδες κόσμου πέρασαν μπροστά από τον πάγκο που πουλούσε την αυτοβιογραφία του «Το μακρύ ζεϊμπέκικο» έξω από τα δικαστήρια της Ευελπίδων, το Μοναστηράκι και άλλα κεντρικά σημεία της Αθήνας.