Ο πάπυρος του Δερβενίου είναι ο πρώτος πάπυρος που βρέθηκε σε ελληνικό έδαφος και ο αρχαιότερος αναγνώσιμος πάπυρος της Ευρώπης. Ανακαλύφθηκε το 1962 μέσα σε έναν απανθρακωμένο τάφο στο Δερβένι (Derveni, Macedonia in Northern Greece), στη θέση που βρισκόταν η αρχαία πόλη Λητή.
Ο τάφος κατασκευάστηκε το 330 π.Κ.Χ περίπου και ήταν η τελευταία κατοικία ένας σπουδαίου πολεμιστή που είχε ίσως συνοδεύσει τον Μ. Αλέξανδρο στις εκστρατείες του. Ανάμεσα στα πολλά, κατεστραμμένα από τη νεκρική πυρά κτερίσματα βρέθηκε και ο πάπυρος. Η διάσωσή του ήταν ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα για την εποχή εκείνη, αλλά ευτυχώς το ανέλαβε ο έμπειρος συντηρητής Α. Fackelmann, ο οποίος, όχι μόνο τον διέσωσε, αλλά και τον ξεδίπλωσε. Για καλή μας τύχη, ο πάπυρος αποξηράθηκε από την φωτιά κι έτσι προφυλάχθηκε από την υγρασία του εδάφους.
Οι Έλληνες καθηγητές που μελέτησαν το «βιβλίο», κατέληξαν στο συμπέρασμα πως είναι μία αντιγραφή του 3ου αιώνα ενός κειμένου της εποχής του Σωκράτη. Ο συγγραφέας σχολιάζει έναν ορφικό μύθο που περιγράφει τη γένεση του κόσμου, αλλά τον ερμηνεύει μ’ έναν αντισυμβατικό τρόπο. Ισχυρίζεται πως οι θεοί δεν είναι πράγματι θεοί, αλλά συμβολίζουν τα στοιχεία της φύσης. Και όχι μόνο οι θεοί, αλλά και οι τόποι και τα περιστατικά, όλα είναι αλληγορίες και πρέπει να ερμηνευθούν σωστά για να έχουν κάποια αξία. Το επιχείρημά του είναι πως «…ο Ορφέας δεν ήθελε να τους πει ελκυστικά αινίγματα αλλά κοσμοϊστορικά πράγματα μέσα από αινίγματα…» (στήλη 7) Λέει, για παράδειγμα, πως ο Όλυμπος του μύθου δεν είναι το αληθινό βουνό, αλλά μία αλληγορία για τον χρόνο. Ο αέρας συμβολίζει τον νου και ταυτίζεται με τον θεό.
Η θεότητα αυτή είναι ο Νους των πάντων, η μοναδική θεότητα που υπάρχει. Όλοι οι άλλοι «νομιζόμενοι» θεοί είναι απλώς ένας τρόπος να γίνουν κατανοητές οι διάφορες εκφάνσεις του Νου. Αντανακλώντας απόψεις του Φερεκύδη, του Εμπεδοκλή, του Αναξαγόρα και του Δημόκριτου, ο συγγραφέας του παπύρου εξηγεί πως ο Νους αυτός, που οι άνθρωποι ονόμασαν Δία, δεν έφτιαξε τον κόσμο από το μηδέν. Ο κόσμος αποτελείται από μικροσκοπικά σωματίδια τα οποία υπήρχαν πάντα, αλλά σε χαώδη κατάσταση, και ο Νους σχημάτισε από αυτά τα έμψυχα και άψυχα υλικά σώματα. Όσο για τις Ευμενίδες και τις Ερινύες, στις οποίες κάνουν σπονδές οι πιστοί για την καλή τύχη των αγαπημένων τους νεκρών, δεν είναι θεότητες, αλλά οι ψυχές των νεκρών.
Η ερμηνεία αυτή είναι γνωστή ήδη από τον 6ο αι. π.Κ.Χ όταν ο φιλόσοφος Θεαγένης από το Ρήγιο (Ρηγίνος) έκανε πρώτος τη σύνδεση των Ολυμπίων θεών με τη φυσική φιλοσοφία. Έλεγε πως ο Ποσειδώνας είναι το νερό, η Ήρα είναι ο αέρας, ο Απόλλων είναι η φωτιά κ.τ.λ. Στα τέλη του 5ου αιώνα, φαίνεται πως ανάμεσα στους ορφικούς, αυτή η τάση είχε κερδίσει έδαφος και δύο αιώνες αργότερα είχε ακόμα οπαδούς. Ένας από αυτούς ήταν ο νεκρός πολεμιστής του Δερβενίου.
Στο «βιβλίο» του, ο ιερουργός παρουσιάζει τις σωστές τελετουργίες που πρέπει να τελέσει ο μύστης, ώστε να εξασφαλίσει ευτυχία στον Άλλον Κόσμο. Αυτή, ισχυρίζεται, είναι η μόνη αλήθεια. Είναι σχεδόν βέβαιο πως ήταν ένας από τους περιπλανώμενους «Ορφεοτελεστές» για τους οποίους γράφει ο Πλάτων: «… και μάτσο αραδιάζουν βιβλία του Μουσαίου και του Ορφέα, των απογόνων – όπως λένε – των Μουσών και της Σελήνης. Αυτά χρησιμοποιούν στις ιερουργίες, και όχι μόνο ιδιώτες, αλλά και πόλεις ολόκληρες πείθουν πως για όσους έχουν αδικήσει και ζουν ακόμα, υπάρχει καθαρμός κι εξαγνισμός μέσω θυσιών και χαρούμενων γιορτών. Όπως υπάρχουν και οι λεγόμενες τελετές και για όσους έχουν πεθάνει, οι οποίες μας απαλλάσσουν από τα δεινά του Άλλου Κόσμου· αυτοί όμως που δεν έπραξαν το τελετουργικό, μεγάλες συμφορές τους περιμένουν» (Πολιτεία 365a).
Μπορεί ο άγνωστος συγγραφέας του παπύρου μας να ήταν αγύρτης, όπως πιστεύει ο Πλάτων. Ποιος μας βεβαιώνει όμως πως δεν ήταν ένας ιδιαίτερος άνθρωπος, που κατανοήσει εις βάθος εκείνο που οι πολλοί αγνοούσαν; Ίσως, κάποια άλλη ανακάλυψη στο μέλλον να φωτίσει περισσότερο τον σκοτεινό κόσμο των ορφικών μυστηρίων. Έως τότε μπορούμε να αφήσουμε τη φαντασία μας να καλπάσει και να χαρούμε που το αρχαιότερο αναγνώσιμο «βιβλίο» της Ευρώπης, βρίσκεται σε καλά χέρια.
Ο πάπυρος ανήκει στο Αρχαιολογικό Μουσείο Θεσσαλονίκης και από το 2015 είναι η η πρώτη ελληνική εγγραφή στον Διεθνή Κατάλογο του Προγράμματος της Unesco «Μνήμη του Κόσμου».