Η εφηβεία είναι μία ρευστή περίοδος που σηματοδοτεί τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Οι έφηβοι που πέφτουν θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού μπορεί να υποφέρουν από σημαντικές και έντονες ψυχοσυναισθηματικές, ψυχολογικές αλλά και σωματικές διαταραχές και προβλήματα υγείας.
Η εφηβεία είναι μία ρευστή περίοδος που σηματοδοτεί τη μετάβαση από την παιδική ηλικία στην ενήλικη ζωή. Οι ερωτογενείς ζώνες υποτάσσονται στην κυριαρχία της γενετήσιας ζώνης, το Εγώ κατακλύζεται από τις ενορμήσεις της ήβης –τόσο τις σεξουαλικές (με την αναβίωση της παιδικής σεξουαλικότητας), όσο και τις επιθετικές– και το άτομο καλείται να αναπαραστήσει την εικόνα του εαυτού σε μία εικόνα του σεξουαλικά ώριμου σώματος.
Ταυτόχρονα ο έφηβος χρειάζεται να ανταπεξέλθει στις αυξημένες κοινωνικές απαιτήσεις προς την πορεία της ανεξαρτητοποίησης. Διαπραγματεύεται λοιπόν την ανεξαρτητοποίηση από τους γονείς του, την εγκατάλειψη της ιδανικής εικόνας που είχε για αυτούς και την αποδοχή των περιορισμών της πραγματικότητας.
Αν οι διεργασίες της εφηβείας μπορούν να πραγματοποιηθούν σε σταθερές, ευνοϊκές πολιτισμικές και κοινωνικές συνθήκες, οι οποίες να παρέχουν σταθερά όρια αλλά και χώρο για νέες ταυτίσεις και εσωτερικεύσεις, τότε ο έφηβος θα εξελιχθεί σε έναν πιο ώριμο ψυχικά ενήλικα και θα έχει αποκρυσταλλώσει το βασικό σχήμα της ταυτότητάς του.
Σεξουαλική κακοποίηση: μια τραυματική καταγραφή
Καταλαβαίνει κάνεις ότι το γεγονός της σεξουαλικής κακοποίησης συνιστά ένα τραύμα, πόσο μάλλον όταν δεν είναι μεμονωμένη αλλά επαναλαμβανόμενη, ειδικά αν ο δράστης είναι μέλος του ευρύτερου και στενού οικογενειακού περιβάλλοντος, όπως συχνά συμβαίνει. Αν, στη συνέχεια, το περιβάλλον δεν καταφέρει να παρέχει στον έφηβο την αίσθηση της ασφάλειας, της σταθερότητας και της υποστήριξης που τόσο χρειάζεται, τότε οι πιθανότητες για την τραυματική εγγραφή της κακοποίησης αλλά και των συνεπειών της αυξάνονται δραματικά.
Είναι πολλαπλώς καταγεγραμμένο και επιστημονικά τεκμηριωμένο ότι οι έφηβοι που είναι θύματα σεξουαλικής κακοποίησης και βιασμού μπορούν να υποφέρουν από σημαντικές και έντονες ψυχοσυναισθηματικές, ψυχολογικές αλλά και σωματικές διαταραχές και προβλήματα υγείας.
Οι συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης διακρίνονται σε βραχυπρόθεσμες, μεσοπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες. Επηρεάζονται συχνά πολλές περιοχές λειτουργίας, όπως η λειτουργικότητα στις διαπροσωπικές σχέσεις και η κοινωνική προσαρμογή, η συναισθηματική ρύθμιση, οι γνωστικές λειτουργίες, η λειτουργία της μνήμης και της προσοχής και ο έλεγχος των παρορμήσεων.
Επίσης, συχνά επηρεάζονται αρνητικά οι ακαδημαϊκές επιδόσεις, με αυξημένο τον κίνδυνο ακόμα και για διακοπή της σχολικής και ακαδημαϊκής φοίτησης. Βεβαίως, η εμφάνιση, το εύρος, η διάρκεια και η ένταση των συνεπειών στο θύμα εξαρτώνται από πολλούς παράγοντες.
Κάποιοι από αυτούς είναι η προηγούμενη συγκρότηση και «ανθεκτικότητα» της προσωπικότητας, το είδος και τα χαρακτηριστικά της κακοποίησης καθώς και η επαναληψιμότητά της, η ηλικία του εφήβου, το φύλο του, η σχέση με τον δράστη, η ύπαρξη ή όχι οικείου υποστηρικτικού περιβάλλοντος-δικτύου (οικογενειακού, σχολικού, φιλικού, επαγγελματικού, κοινωνικού, θεσμικού) τόσο πριν όσο και κατά τη διάρκεια αλλά και μετά, η αποφυγή της δευτερογενούς θυματοποίησης κ.ά.
Ποιες είναι οι συνέπειες της σεξουαλικής κακοποίησης σε έναν έφηβο;
Παρότι δεν υπάρχουν ειδικά συμπτώματα ή διαταραχές που να είναι παθογνωμονικές για τη σεξουαλική κακοποίηση, ωστόσο έφηβοι και νέοι άνθρωποι που κακοποιούνται σεξουαλικά διατρέχουν σημαντικά υψηλότερο κίνδυνο να εμφανίσουν:
- συμπτώματα μετατραυματικού στρες και μετατραυματικής διαταραχής (εφιάλτες, ανακλήσεις του τραυματικού γεγονότος, συμπεριφορές αποφυγής, υπερεπαγρύπνηση),
- αγχώδη συμπτωματολογία (φόβος, νευρικότητα, υπερευαισθησία, επεισόδια κρίσεων πανικού),
- καταθλιπτικά συμπτώματα (πτώση της διάθεσης, χαμηλή εικόνα εαυτού, αίσθημα αυτομομφής, μειωμένο ενδιαφέρον για τις καθημερινές ενασχολήσεις, ανηδονία),
- επιθετικές συμπεριφορές (εναντιωματική και προκλητική συμπεριφορά, ψέματα, κλοπές, αδικαιολόγητες λεκτικές ή σωματικά επιθετικές πράξεις προς άλλους, εκφοβισμός),
- αυτοκτονικές σκέψεις και απόπειρες κατά της ίδιας της ζωής,
- αυτοτραυματικές μη αυτοκτονικές συμπεριφορές,
- διαταραχές στις σεξουαλικές συμπεριφορές, διασχιστικά συμπτώματα (συμπτώματα αποσύνδεσης από τον εαυτό και την πραγματικότητα, αποπροσωποποίηση και αποπραγματοποίηση)
- σωματικά ενοχλήματα με αποδεδειγμένη την ψυχοσωματική συμμετοχή (γαστρεντερικές διαταραχές, παχυσαρκία, διατροφικές ή μεταβολικές διαταραχές).
Επιπροσθέτως, έφηβοι και νέοι με εμπειρία σεξουαλικής βίας στην ιστορία τους εμφανίζουν πιο συχνά συμπεριφορές επικίνδυνες για τον εαυτό και για τους άλλους, όπως κατάχρηση ουσιών, παρορμητικές και παρακινδυνευμένες συμπεριφορές, εμπλοκή σε σχέσεις με έντονο το χαρακτηριστικό της βίας. Ειδικά για τις έφηβες και νέες γυναίκες, αυξάνεται η πιθανότητα για ανεπιθύμητες κυήσεις.
Κακοποίηση και εφηβεία: τι συμβαίνει στην ψυχή;
Η δυνατότητα για δεσμούς και σχέσεις με άλλα άτομα διαταράσσεται σημαντικά και η αίσθηση της κανονικότητας ανατρέπεται. Οι ενήλικες κατηγορούν τα παιδιά για την αποπλάνησή τους, τα παιδιά μπορεί να νιώθουν υπεύθυνα για τους ενήλικες, τα όρια ανάμεσα στα παιδιά και τους ενήλικες συγχέονται, οι ιδέες της αγάπης και της φροντίδας μπερδεύονται και η δυνατότητα για την οιδιπόδεια λύση και κατ’ επέκταση τη χρησιμοποίηση άλλων ενηλίκων και άλλων ταυτίσεων περιορίζεται.
Η αίσθηση του ελέγχου και του αισθήματος δικαίου που θα έπρεπε να έχει αναπτυχθεί στη λανθάνουσα περίοδο αναστέλλεται και συχνά κερδίζει έδαφος μία σκληρή και τιμωρητική συνείδηση που είναι σαν να καταδιώκει εκείνον που έχει υποστεί κακοποίηση και διαρκώς να τον επικρίνει. Γίνεται εξαιρετικά δύσκολο να ξεχωρίσει ο έφηβος-θύμα κανόνες και να πάρει πράγματα από τις σχέσεις του με την ομάδα των συνομηλίκων αλλά και άλλων ενηλίκων, μιας και η πυρηνική αίσθηση ασφάλειας, σταθερότητας και εμπιστοσύνης κλονίζεται.
Ένας σεξουαλικά κακοποιημένος έφηβος δεν μπορεί να εμπιστευθεί όχι μόνο τα άλλα πρόσωπα, αλλά συνολικά τον Άλλον, το περιβάλλον, και αυτό έχει ολέθριες συνέπειες στη σύνδεση με τα άλλα πρόσωπα συνολικά, με τον περιβάλλοντα χώρο του και με την επένδυση στη μαθησιακή διαδικασία, η οποία προϋποθέτει έτσι κι αλλιώς μία σχέση με τον άλλον.
Η ενσωμάτωση του τραυματισμένου σώματος-εαυτού στην εφηβική ταυτότητα μπορεί να γίνεται αντικείμενο μιας εξαιρετικά δύσκολης σύγκρουσης. Στην ανάπτυξη των κοριτσιών προκύπτει ως θέμα η αναγνώριση της διαπερατότητας του σώματος, η προετοιμασία για τη σεξουαλική συνεύρεση αλλά και μελλοντικά την εγκυμοσύνη.
Πιθανές ακραίες (ή και όχι) συμπεριφορές
Οι επιθέσεις στο σώμα που εκφράζονται με αυτοτραυματισμούς, διατροφικές διαταραχές κ.ά., αλλά και στα παράγωγα του σώματος (μωρά, παιδιά) είναι μόνο μία απάντηση σε αναμνήσεις σεξουαλικού τραύματος μη ψυχικά «μεταβολίσιμες». Για τα αγόρια θύματα, τα όρια του σώματος έχουν προσβληθεί, αφήνοντας έναν φόβο θηλυκοποίησης ή έναν φόβο γύρω από την ομοφυλοφιλία σε μία περίοδο που η ρευστότητα στα σεξουαλικά αισθήματα αλλά και στις επιλογές είναι μία φυσιολογικά αναμενόμενη διεργασία.
Οι διαθέσιμες άμυνες για το παιδί, ώστε να διαχειριστεί την κακοποίηση, θα εξαρτηθούν από την ωριμότητα της προσωπικότητάς του την περίοδο της κακοποίησης, καθώς και από τη δυνατότητα που οι ενήλικες έχουν να ακούσουν αλλά και να δράσουν σε οποιαδήποτε αποκάλυψή της.
Όπου δεν υπάρχει κατάλληλη παρέμβαση, μπορεί να οδηγήσει τον ψυχισμό του παιδιού στη χρήση πολύ πρωτόγονων ψυχικών αμυνών, τις οποίες βλέπουμε συχνά σε πολύ πολύ μικρότερα παιδιά. Θα μπορούσε κανείς να αναφερθεί σε αυτές τις άμυνες ως εκδραματίσεις μέσω του σώματος. Για παράδειγμα, το παιδί μπορεί να επαναλάβει το σεξουαλικό του άγχος μέσω του να προσπαθεί να προκαλέσει το ενδιαφέρον άλλων παιδιών στο σώμα του, αλλά και να εξερευνήσει το δικό τους.
Ένα μεγαλύτερο παιδί μπορεί επίσης να βάλει τον εαυτό του σε επικίνδυνες καταστάσεις, χωρίς την εσωτερικευμένη αίσθηση της προστασίας του εαυτού. Μπορεί ο έφηβος να αρχίσει να κακοποιεί άλλους ή να ζητάει επανάληψη της αρχικής κακοποίησης μέσω της πορνείας. Ψυχαναλυτικά θα μπορούσε κανείς να πει ότι γίνεται ταύτιση με τον επιτιθέμενο και κανείς γίνεται κακοποιητής επαναλαμβάνοντας έτσι τον κύκλο της κακοποίησης και κάνοντας κάποιον άλλο να μπει στη θέση του.
Ή κανείς μπορεί να υιοθετήσει τη θέση του θύματος σαν έναν τρόπο να αισθάνεται ότι τουλάχιστον αυτό είναι δική του επιλογή και έτσι έχει τον έλεγχο. Για πολλά παιδιά, μία διεργασία σχάσης λαμβάνει χώρα καθώς προσπαθούν να αρνηθούν το τι έχει συμβεί. Η μνήμη της κακοποίησης βυθίζεται στο βάθος της προσυνειδητής μνήμης, έτσι ώστε να διευκολυνθεί το παιδί να συνεχίσει να λειτουργεί. Συχνά όμως αυτό δεν επαρκεί και έτσι μνήμες του γεγονότος αναδύονται στο συνειδητό. Ή, άλλες φορές, η μη ψυχικά επεξεργασμένη ένταση εκφορτίζεται μέσω του σώματος με σωματικά συμπτώματα ή ακόμα και διαταραχές.
Ο Γιώργος Ξυλούρης είναι ψυχίατρος παιδιών και εφήβων, επιστημονικός υπεύθυνος στο Σπίτι του Παιδιού, που δραστηριοποιείται σε θέματα παιδικής και εφηβικής κακοποίησης.