Κώστας Χατζηχρήστος. Ο κωμικός που έμεινε στην ιστορία του νεότερου ελληνικού κινηματογράφου, τόσο με τις ερμηνείες του όσο και τις ατάκες του «Τίποτας», «Ασουπή», «Αμ’ πώς;», «Τ’ άκοσες πολί μου». Ατάκες που εξακολουθούν να χαρίζουν το γέλιο ακόμη και σήμερα, μέσω των αξέχαστων ταινιών που πρωταγωνίστησε σε μια λαμπερή αλλά και επεισοδιακή καλλιτεχνική διαδρομή.
Στον κινηματογράφο πρωτοεμφανίστηκε στην ταινία «Ο Πύργος των Ιπποτών», το 1952, ακολουθώντας «Οι Τρεις Ντετέκτιβ», το «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν», «Τα Κωθώνια του Συντάγματος», «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα», «Γερακίνα», «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα», «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα», «Λαός και Κολωνάκι», «Ο Θύμιος τα ‘χει Τετρακόσια», η αξεπέραστη ταινία «Της Κακομοίρας» και πολλές άλλες. Ο ίδιος υπήρξε παραγωγός τριών ταινιών και σκηνοθέτησε άλλες οκτώ.
Έφυγε σαν σήμερα, πριν 21 χρόνια, στις 3 Οκτωβρίου 2001, σε ηλικία 80 ετών.
Τα πρώτα χρόνια
Ο δημοφιλής ηθοποιός καταγόταν από την Κωνσταντινούπολη. Οι γονείς του στο διωγμό των Ελλήνων της Πόλης, πήγαν αρχικά στην Καβάλα και λίγο αργότερα στη Θεσσαλονίκη όπου γεννήθηκε ο Κ. Χατζηχρήστος, το 1921 . Στις αρχές της δεκαετίας του ’20 η οικογένειά του με τα πολλά παιδιά, κατεβαίνει στην Αθήνα, στο Παγκράτι. Αποφοίτησε από τη Σχολή Ανθυπασπιστών της Σύρας, αλλά τον κέρδισε το θέατρο. Τελειώνοντας τη Σχολή Ανθυπασπιστών ξέσπασε ο πόλεμος.
Η ιδέα της στρατιωτικής καριέρας τον απωθεί πια. Ενώ είχε υποβάλει τα χαρτιά του για μονιμότητα, τελικά τα παράτησε. Το 1942 είναι παντρεμένος και έμενε στη Νάουσα. Φεύγει κάποιο διάστημα στη Βιέννη για να δουλέψει. Το 1943 που επιστρέφει βρίσκει λύση για την επιβίωσή του σε ένα μπουλούκι που περνά από τη Λάρισα. Μέχρι το 1948 περιοδεύει με τα μπουλούκια σε όλη την Ελλάδα, κυρίως με τον Παρασκευά Οικονόμου.
Κατεβαίνει στην Αθήνα όπου γνωρίζεται με την Κούλα Νικολαΐδου και τον προσλαμβάνει στο βαριετέ της. Ο αδελφός της Κώστας Νικολαΐδης του γράφει ένα νούμερο για έναν βλάχο που έχει έρθει στην Αθήνα για να γίνει τροχονόμος. Ήταν ο πρώτος Θύμιος. Στο μεταξύ παντρεύεται με τη Μαίρη Νικολαΐδου και αποκτά την κόρη του Τέτα (Φυσσούν).
Οι συνεργασίες και οι υπερπαραγωγές
Το 1952 συγκροτεί δικό του θίασο, αλλά εμφανίζεται και ως συνθιασάρχης με εκλεκτούς πρωταγωνιστές της εποχής εκείνης. Από το 1953 έως το 1955 συνεργάζεται με την Καίτη Ντιριντάουα – με την οποία αργότερα παντρεύεται και αποκτά την κόρη τους Μαριαλένα, αλλά ο γάμος του έληξε οριστικά το 1975.
Το 1959 ο Κώστας Χατζηχρήστος είναι πλέον μεγάλη δύναμη στο χώρο του ελαφρού θεάτρου (κωμωδία, επιθεώρηση), τόσο ως ηθοποιός, όσο και ως θεατρικός παραγωγός.
Ξοδεύει μεγάλα ποσά για άρτιες θεατρικές παραγωγές και συνεργάζεται με την αφρόκρεμα του ελληνικού θεάτρου. Με ηθοποιούς, όπως η Ρένα Βλαχοπούλου, ο Βασίλης Αυλωνίτης, η Γεωργία Βασιλειάδου, ο Νίκος Σταυρίδης, ο Γιάννης Γκιωνάκης και θεατρικούς συγγραφείς, όπως ο Αλέκος Σακελλάριος, ο Χρήστος Γιαννακόπουλος, ο Νίκος Τσιφόρος και ο Σωτήρης Πατατζής. Κάνει πολλές περιοδείες στην Ελλάδα και το εξωτερικό, με μεγάλη επιτυχία.
Το θέατρο Κώστας Χατζηχρήστου και τα χρέη
Το 1961 ανακαλύπτει μία αποθήκη ιδιοκτησίας του Πανάγιου Τάφου, τη νοικιάζει και τη μετατρέπει σε θέατρο («Θέατρο Χατζηχρήστου»), το οποίο θα χάσει χρόνια αργότερα, λόγω χρεών. Μία από τις παραγωγές του, που άφησαν εποχή και τον κατέστρεψαν οικονομικά, ήταν το «Καζινό Ντε Παρί» (1963), ένα χολιγουντιανό κυριολεκτικά υπερθέαμα, με αυτοκίνητα πάνω στη σκηνή, αεροπλάνα, μπαλέτα. «Εκατόν δεκαοχτώ άτομα κάθε βράδυ να πληρώνονται. Τα ’χε βάλει η Ντιριντάουα κάτω με μολύβι και χαρτί και μου λέει: Κάθε βράδυ φουλ να είσαι, θα χάνεις και τριάντα οχτώ χιλιάρικα», έλεγε ο Κώστας Χατζηχρήστος.
Ακολούθησαν μεγάλες κινηματογραφικές επιτυχίες, πολλές από τις οποίες ήταν μεταφορά από το θέατρο: «Τα Κωθώνια του Συντάγματος» (1956), «Οι Τρεις Ντετέκτιβ» (1957), «Τσαρούχι, Πιστόλι, Παπιγιόν» (1957), «Γερακίνα» (1958), «Διακοπές στην Κολοπετινίτσα» (1959), «Να Ζήσουν τα Φτωχόπαιδα» (1959), «Ο Ηλίας του 16ου» (1959), «Λαός και Κολωνάκι» (1959), «Ο Θύμιος τα ’χει Τετρακόσια» (1960), «Μακρυκωσταίοι και Κοντογιώργηδες» (1960), «Ο Δήμος από τα Τρίκαλα» (1962), «Ο κύριος Πτέραρχος» (1963) και «Της Κακομοίρας» (1963).
Από τη δεκαετία του ‘70, ο Κώστας Χατζηχρήστος αραίωσε τις εμφανίσεις του, λόγω και προσωπικών προβλημάτων. Μετά το θάνατο της τέταρτης γυναίκας του, στα 42 της χρόνια, καταρρέει και βρίσκει παρηγοριά του το ποτό, το οποίο τον περιθωριοποιεί για αρκετά χρόνια. Τελευταία του εμφάνιση εκείνη την περίοδο της απομόνωσής του ήταν στην επιθεώρηση «Ανδρέα προχώρα, σε θέλει άλλη χώρα».
Οι πέντε γάμοι του γυναικοκατακτητή
Ο Χατζηχρήστος ήταν από τους ανθρώπους που του άρεσε πολύ το γυναικείο φύλο, άλλωστε αυτό στηρίζεται και στο γεγονός των πέντε γάμων που πραγματοποίησε.
Ο ίδιος σε συνέντευξη του μάλιστα είχε δηλώσει ότι το παν για να κατακτήσεις μια γυναίκα είναι το παραμύθι. «Το παν για μια γυναίκα είναι το παραμύθι. Η γυναίκα θέλει να νιώθει ότι συνάντησε το βασιλόπουλο που θα την κάνει βασίλισσα. Το μόνο που μένει στον άνδρα που δεν είναι πρίγκιπας, να την πείσει ότι είναι. Κομμάτι δύσκολο, αλλά που και που σου πετυχαίνει αν προσπαθήσεις».
Ο ηθοποιός έκανε τον πρώτο του γάμο στη Βόρεια Ελλάδα την περίοδο της κατοχής με τη Νίτσα, ένα κορίτσι με καταγωγή από τη Νάουσα. Ο γάμος τους κράτησε αρκετά χρόνια μέχρι που ήρθαν στην Αθήνα και τότε μπήκε στη ζωή του ηθοποιού η Μαίρη Νικολαϊδου, η αδερφή της Κούλας Νικολαϊδου (που όπως είπαμε και παραπάνω ήταν η γυναίκα που το έβαλε στο θέατρο), με την οποία παντρεύτηκε και απέκτησαν μια κόρη την Τέτα.
Το 1952 πορεύθηκε μόνος του με δικό του θίασο και ενώ ήταν παντρεμένος, έβαλε στη ζωή του την ηθοποιό Καίτη Ντιριντάουα, με την οποία και συνεργάστηκαν.
Μετά από μια παράσταση ο Χατζηχρήστος της εξομολογήθηκε τον έρωτά του και της ζήτησε να βγουν για φαγητό, εκείνη δέχτηκε και έτσι δημιούργησαν δεσμό. Ο κωμικός πήρε το δεύτερο διαζύγιο του και το 1959 παντρεύτηκε την ηθοποιό. Ο γάμος κράτησε 16 ολόκληρα χρόνια, μαζί της απέκτησε ακόμα μια κόρη, όμως η Ντιριντάουα μη μπορώντας να δεχτεί τις απιστίες του ηθοποιού του ζήτησε διαζύγιο το 1975.
Ο Χατζηχρήστος παντρεύτηκε για τέταρτη φορά την Ελένη Πανταζή, η οποία πέθανε ξαφνικά στα 42 της και έκανε και πέμπτο γάμο, ο οποίος κράτησε μέχρι τη στιγμή που έφυγε και εκείνος από τη ζωή στις 3 Οκτωβρίου του 2001 στα 80 του χρόνια από λοίμωξη του αναπνευστικού.
Η οικονομική καταστροφή του κωμικού
Ο Κώστας Χατζηχρήστος τα τελευταία 20 χρόνια της ζωής του ήρθε αντιμέτωπος με την οικονομική καταστροφή. Ήταν το διάστημα που επένδυε σε μεγάλες θεατρικές παραγωγές με αποτέλεσμα να επέλθει το οικονομικό αδιέξοδο.
Ο ηθοποιός είχε δηλώσει τότε: «Πρέπει να μάθει όλος ο κόσμος κάτι που ίσως δεν ξέρει. Ότι εγώ δεν παίρνω ούτε μία δραχμή παρόλο που οι ταινίες μου είναι σε συνεχή προβολή. Και έφτασε στο σημείο μέσα σε μία βδομάδα να παιχτούν τρεις ταινίες μου μαζεμένες. Δεν ξέρω ποιοι είναι αυτοί οι κύριοι και κονομάνε, αλλά πάντως είναι άδικο για ‘μένα.
Ο κόσμος μπορεί βλέποντας τις ταινίες μου να νομίζει ότι ο Χατζηχρήστος τα κονομάει χοντρά. Λάθος. Άλλοι τα κονομάνε και όχι εγώ. Και γι’ αυτό εκφράζω κάποιο παράπονο γι’ αυτή τη μεταχείριση. Τέλος πάντων. Μιλήσαμε για επιτυχημένες ταινίες και ήρθε η ώρα να μιλήσουμε για αποτυχημένες ταινίες που με έβαλαν μέσα οικονομικά με τα τσαρούχια. Βλέπεις και οι δουλειές έχουν ρίσκα και εγώ πάντα ρισκάριζα. Και κάτι άλλο: εγώ είχα το ψώνιο να θέλω να ‘μαι παραγωγός, σκηνοθέτης και πρωταγωνιστής.
Ποτέ δεν δείλιασα και πάντα ρίσκαρα
Λοιπόν κάνω μια ταινία με τον τίτλο «Ο ταχυδρόμος προχωράει» και ελαφρώς καταστρέφομαι οικονομικά. Δηλαδή τι ελαφρώς, που μου άλλαξε τα φώτα. Η ταινία πήγε πάτος. Δεν ήμουν κανένας αληταράς, ούτε χαρτοπαίχτης που τα ‘παιζα και τ’ άφηνα νηστικά, ούτε ιππόδρομο ούτε τίποτα. Τώρα πώς τα έτρωγα; Μη ρωτάτε. Πάντως ένα είναι σίγουρο ότι δεν τα ‘φαγα τα λεφτά μόνος μου. Πάντα με συνεργάτες, φίλους και γνωστούς. Ποτέ μόνος μου. Αλλά τα πιο χοντρά λεφτά χαθήκανε σε δουλειές θεατρικές και κινηματογραφικές.
Και όσοι ξέρουν απ’ αυτά, με καταλαβαίνουν πιο πολύ. Πάντως ποτέ δεν δείλιασα και πάντα ρίσκαρα. Κι εκείνη την εποχή το χρήμα ήταν χρήμα. Το μόνο που κατορθώσαμε εγώ και το αδελφάκι μου, ο Δήμος, ήταν να φτιάξουμε ένα θέατρο που την εποχή που το πήραμε ήταν ένα παλιό υπόγειο σε κακά χάλια. Όπως όλοι οι άνθρωποι έτσι και εγώ έκανα τα λάθη μου, αλλά με αδίκησαν. Ειδικά στους καλλιτεχνικούς κύκλους η κακία, η ζήλια και ο παραγκωνισμός είναι συνηθισμένο φαινόμενο. Πρέπει να έχεις σιδερένια νεύρα και ταλέντο. Θα ήμουν όμως αχάριστος αν πω ότι δεν είδα μεγάλη δόξα και ότι δεν κονόμησα λεφτά. Μέσα από την Τέχνη τακτοποίησα τα παιδιά μου και τη δεύτερη γυναίκα μου την Ντιριντάουα. Το θέατρο και ο κινηματογράφος μου άφησαν μια γεύση σαν πικρό μέλι. Μαζί με τις χαρές γεύτηκα και την πίκρα».
Το εγκεφαλικό πάνω στη σκηνή
Ο ηθοποιός το 1964 ανέβασε την επιθεώρηση «Παριζιάνα» στο ΠΑΡΚ, μια πανάκριβη παραγωγή με αυτοκίνητα στη σκηνή, μπαλέτα και αρκετούς ηθοποιούς. Ήταν μια παραγωγή που απασχολούσε συνολικά 118 άτομα. Η τότε γυναίκα του, η Ντιριντάουα, είχε προειδοποιήσει τον Χατζηχρήστο πως τα νούμερα δεν βγαίνουν και πως ακόμα και αν το θέατρο είναι γεμάτο καθημερινά, θα έχανε ημερησίως 38.000 δραχμές.
Έτσι προχώρησε σε αύξηση του εισιτηρίου αλλά υποχρέωσε τους άντρες να προσέρχονται στο θέατρο με γραβάτα κάτι που δεν ήταν αρεστό. Στη αρχή η παράσταση κινούνταν καλά οικονομικά, όταν όμως ανέβηκε μια επιθεώρηση στο Μετροπόλιταν άρχισε να χάνει τους θεατές της και τελικά οδήγησε στην χρεοκοπία τον Χατζηχρήστο. Τότε ήταν που ο κωμικός έπαθε εγκεφαλικό πάνω στη σκηνή.
Η πίκρα για το θέατρο που έχασε
Έφυγε πικραμένος, είχε πει σε συνέντευξή της η σύζυγος του Βούλα Χατζηχρήστου. Τότε που έχασε το θέατρο του στοίχισε πολύ. Αυτή ήταν η μεγάλη του στεναχώρια. Πέρασε πολλά. Πώς μπορώ να ξεχάσω που δεν είχαμε να πληρώσουμε τα ενοίκια, τους ηθοποιούς, τους φωτιστές. Ο Κώστας έκλαιγε κι εγώ του έδινα κουράγιο. Τα έδωσα όλα για τον άνθρωπό μου, για να είναι καλά εκείνος. Και όταν του πήραν το θέατρο τα “κοράκια”, μαζί αντιμετωπίσαμε τον καρκίνο. Γιατί ο Κώστας δεν θα πέθαινε, αν δεν του έπαιρναν το θέατρο. Μόλις του το πήραν, πήρε την κάτω βόλτα και έσβησε σαν το πουλάκι.