Η επιορκία
Στον Όλυμπο οι θεοί συζητούν για το αποτέλεσμα της μονομαχίας. Ο Δίας, με στόχο να πειράξει την Ήρα και την Αθηνά, τις δυο θεές που εχθρεύονταν θανάσιμα τους Τρώες, υποστηρίζει ότι νικητής είναι ο Μενέλαος και προτείνει να του δοθεί, σύμφωνα με τους όρκους, η Ελένη. Βέβαια, μια τέτοια έκβαση δεν εξυπηρετεί τη βουλή του: η τιμή του Αχιλλέα μπορεί να αποκατασταθεί μόνο αν ο πόλεμος συνεχιστεί.
Πράγματι, η Ήρα αντιδρά με οργή σε μια τέτοια λύση· προτείνει μάλιστα κι έναν εύσχημο τρόπο παραβίασης των όρκων, ώστε ο πόλεμος να ξαναρχίσει. Ο Δίας υποχωρεί, πράγμα που αποκαθιστά το κύρος της μετά την ταπείνωση που της έγινε στην πρώτη συνέλευση (ραψωδία Α) και στέλνει την Αθηνά στο πεδίο της μάχης, να θέσει σε εφαρμογή το σχέδιο της Ήρας.
Η Αθηνά, με τη μορφή του Λαόδοκου, παρασύρει τον Πάνδαρο στην επιορκία. Βέβαια η «ασυλία» που απολαμβάνει ως ηθικός αυτουργός η Αθηνά, σε καμιά περίπτωση δεν υφίσταται στην περίπτωση του ανθρώπου-φυσικού αυτουργού. Ο Όμηρος τον ονομάζει άφρονα- ανόητο (Στα λόγια τούτα επείσθηκεν ο ανόητος). Ο Πάνδαρος φέρει ευθύνη και θα τιμωρηθεί, αφού δεν αντιστάθηκε στη «διαβολή» της θεάς και δε φάνηκε συνετός. Τα λόγια της Αθηνάς ήταν σκέψεις δικές του, που τον δείχνουν φιλόδοξο και φιλοχρήματο.
«Θενά πεισθής, σ’ ότι θα ειπώ, Λυκαονίδη ανδρείε;
Θα ετόλμας στον Μενέλαον γοργό να σύρης βέλος;
Δόξαν απ’ όλον τον λαόν και χάριν θ’ απολαύσης
και ο βασιλέας μάλιστα θα σε τιμήση ο Πάρις.
Πρώτος αυτός με υπέρτιμα θα σε ανταμείψη δώρα,
εάν ιδή στην θλιβεράν πυράν ανεβασμένον
τον δυνατόν Μενέλαον από δικό του ακόντι.
Εμπρός, λοιπόν, ακόντισε τον ένδοξον Ατρείδην,
αφού στον φωτογέννητον Απόλλωνα τοξότην
αρνιών πρωτόγονων ταχθής να σφάξης εκατόμβην,
άμα στην θείαν Ζέλειαν, στο σπίτι σου, γυρίσης».
(ραψωδία Δ, 94-104, μτφρ. Ι. Πολυλά)
Ο απρόκλητος τραυματισμός του Μενέλαου δίνει στον Ποιητή την ευκαιρία να εκφράσει την προσωπική του συμπάθεια για το Μενέλαο με τις αποστροφές που του κάνει, αλλά και να δείξει μια σκηνή αδελφικής αγάπης:
Αλλά δε σ’ ελησμόνησαν, Μενέλαε, του Ολύμπου,
οι κάτοικοι οι μακάριοι κι η Αθηνά που εμπρός σου
ευθύς ευρέθη κι έδιωξε το πικροφόρο ακόντι
από το σώμα σου αρκετά, καθώς μητέρα διώχνει
μύγαν από το βρέφος της, ενώ γλυκά κοιμάται……
Ομοίως, ω Μενέλαε, εβάφηκαν τα ωραία
μεριά σου και τα κνήμια σου και οι φτέρνες εις το αίμα.
(ραψωδία Δ, 127-147, μτφρ. Ι. Πολυλά)
Επάγωσεν ο κραταιός Ατρείδης Αγαμέμνων,
άμ’ είδε από το λάβωμα να τρέχη μαύρον αίμα,
πάγωσε κι ο Μενέλαος ο ανδρείος, αλλ’ ως είδε
οπού της λόγχης το λουρί κι οι αγκίδες μείναν έξω,
του επανήλθεν η ψυχή. Και ο μέγας Αγαμέμνων
με στεναγμούς του έλεγε κρατώντας του το χέρι,
και οι φίλοι γύρω εστέναζαν: «Γλυκύτατε αδελφέ μου,
στους όρκους σ’ εθανάτωνα, την ώρα που σε μόνον
εμπρός των Τρώων σ’ έσταινα για μας να πολεμήσης.
Κι εκείν’ ιδού σ’ εκτύπησαν κι επάτησαν τους όρκους.
Αλά δεν θα ματαιωθούν οι όρκοι και η θυσία,
οι αγνές σπονδές και οι δεξιές που εσφίξαμε με θάρρος
κι εάν ευθύς δεν το ενεργή, στο εξής θα το ενεργήση
ο Δίας και πολύ βαριά το κρίμα θα πληρώσουν
εκείνοι και οι γυναίκες τους και τα παιδιά τους όλα.
Ότ’ είναι τούτο φανερό στα βάθη της ψυχής μου.
Θα φθάση μέρα να χαθή κι η Ίλιος η αγία
και ο Πρίαμος ο δυνατός με όλον τον λαόν του,
όταν ο αιθεροκάτοικος Κρονίδης χολωμένος
για τούτην την απάτην τους επάνω τους τινάξη
την σκοτεινήν αιγίδα του. Και αυτά θα γίνουν όλα.
Αλλ’ ω Μενέλαε, σκληρός εμέ θα σφάζη πόνος,
αν αποθάνης και κλεισθούν οι μέρες της ζωής σου.
Στ’ άνανδρον Άργος άτιμος μου μέλλει να γυρίσω,
ότ’ οι Αχαιοί θα θυμηθούν αμέσως την πατρίδα
και του Πριάμου καύχημα θα μείνη και των Τρώων
η Άργισσα Ελένη μας, και η γη τα κόκκαλά σου,
χωρίς να γινη τίποτε θα σέπη εδώ στην Τροίαν.
Και κάποιος τότε θέλ’ ειπεί των αποτόλμων Τρώων,
ενώ στον τάφον θα σκιρτά του ενδόξου Μενελάου:
«Να χαρή πάντοτε η χολή του Ατρείδη ως τώρα εχάρη
που στρατόν έφερε Αχαιών ανώφελα εδώ πέρα
και μ’ άδεια πλοία γύρισεν εις την πατρίδα, δίχως
τον αγαθόν Μενέλαον. Αυτά θα ειπούν. Κι εμένα
χάσμ’ ας ανοίξ’ η μαύρη γη κι επάνω μου να κλείση.».
(ραψωδία Δ, 148-182, μτφρ. Ι. Πολυλά)
Οι Τρώες καλύπτουν τον Πάνδαρο την ώρα που τοξεύει το Μενέλαο (Το τόξο εκείνο ετάνυσε και καταγής αγάλι το έκλινε και οι σύντροφοι κρατούσαν τες ασπίδες εμπρός του, μήπως πεταχθούν οι Αχαιοί γενναίοι, πριν ακοντίση ο Πάνδαρος τον δυνατόν Ατρείδην.), πράξη που αποκαλύπτει ότι δε θέλουν να σεβαστούν τους όρκους, αντίθετα επιθυμούν τη συνέχιση του πολέμου. Επιτίθενται πρώτοι αυτοί και έτσι γίνονται συνένοχοι στην επιορκία. Ο Ποιητής χρειάζεται την επιορκία
α) για να συνεχιστεί ο πόλεμος και να τηρηθεί η παράδοση
β) για να εφαρμοστεί το σχέδιο του Δία, αν και προς το παρόν η δικαίωση του Αχιλλέα θ’ αναβληθεί και
γ) για να δικαιολογήσει ηθικά την τιμωρία των Τρώων στις πρώτες συγκρούσεις αλλά και στις τελευταίες στις οποίες θα χάσουν και τον αρχηγό τους.
Η επιθεώρηση του στρατού
Με την επιθεώρηση του στρατού – απαραίτητη στην περιγραφή ενός πολέμου – ο Ποιητής
- δημιουργεί την ψευδαίσθηση ότι ο πόλεμος τώρα αρχίζει.
- αναδεικνύει το ηγεμονικό παράστημα του Αγαμέμνονα, παρουσιάζοντάς τον θαρραλέο, δραστήριο και αποφασιστικό, όχι όπως τον παρουσίασε ο Αχιλλέας στη ραψωδία Α και ο Θερσίτης στη ραψωδία Β.
- δείχνει την ετοιμότητα του αχαϊκού στρατού.
- μας γνωρίζει τους σημαντικότερους αρχηγούς του αχαϊκού στρατεύματος: Ιδομενέας, οι δύο Αίαντες, Νέστορας, Μενεσθέας, Οδυσσέας, Διομήδης, ο γιος του Τυδέα, και ο ηνίοχός του ο Σθένελος.
Ο Αγαμέμνονας, πεζός ανάμεσα στις φάλαγγες των πολεμιστών, εξάπτει το μένος των πρόθυμων με το όραμα της νίκης, επαινεί τους ετοιμοπόλεμους, ελέγχει, επικρίνει και προσβάλλει τους ανέτοιμους για τη μάχη, ανάμεσα στους οποίους και τον Οδυσσέα, το Μενεσθέα, το Διομήδη.
«Ω γόνε, συ, του Πετειού διοθρέφτου βασιλέως,
και συ, που στα σοφίσματα εξέχεις και στους δόλους,
τι κρύβεσθε, τι μένετε μακράν ως να’λθουν άλλοι;
Και να σταθήτ’ έπρεπε σεις στην πρώτη τάξιν πρώτοι
και πρώτοι ν’ απαντήσετε την φλόγα του πολέμου,
καθώς δέχεσθε κάλεσμα στην τράπεζά μου πρώτοι,
οπότε στρώνουμ’ οι Αχαιοί τραπέζι των γερόντων.
Και σας αρέσει τα ψητά να τρώγετε κι ωραίο
κρασί να πίνετ’ άφθονο και τώρα σας αρέσει
και αν δέκα σώματ’ Αχαιών εβλέπετ’ έμπροσθέν σας
με τ’ ανδροφόνο σίδερο ν’ αρχίσουν τον αγώνα.».
(Δ, 338-348)
«Οϊμέν’, υιέ του συνετού Τυδέα του ιπποδάμου,
τι κρύβεσαι; Τες γέφυρες τι βλέπεις του πολέμου;
Να κρύβεται, όπως κρύβεσαι, δεν ήθελε ο Τυδέας,
και των συντρόφων πολύ εμπρός στην μάχην εκινούσε.
(Δ, στ.369-372)
Ο Οδυσσέας δυσανασχετεί και αναγκάζει τον Αγαμέμνονα να πάρει πίσω τις προσβολές, ενώ ο Διομήδης, όχι μόνο δεν επιχειρεί ν’ αντιμιλήσει, αλλά αποπαίρνει και τον ηνίοχό του το Σθένελο που διαμαρτύρεται, δικαιολογώντας τον Αγαμέμνονα, εφόσον έχει ως αρχηγός ευθύνη. Ο Διομήδης θα απαντήσει αποδεικνύοντας την ανδρεία του στη μάχη – ολόκληρη η ραψωδία Ε είναι αφιερωμένη στη δική του αριστεία – . Ας μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι εκλεκτοί χρειάζονται να κεντρίζονται κατάλληλα ώστε να φτάσουν στο ανώτατο όριο, ενώ οι δειλοί όσο κι αν απειληθούν ή επικριθούν, αριστείες αποκλείεται να κάνουν. Ο ηρωισμός ανήκει στην αριστοκρατία έστω κι αν δεν υπάρχει ήρωας που να μη λιποψυχήσει σε κάποια στιγμή της μάχης. Οι προσβολές και τα σκώμματα που κάθε πρωτοκλασάτος αρχηγός δικαιούται ν’ απευθύνει δημόσια μέσα στη σύρραξη, παρακινούν και εμπνέουν φανατισμό, παρά αναστέλλουν την πολεμική ορμή των ελεγχόμενων κάθε φορά μαχητών. Από τη στιγμή που βαθύτερο κίνητρο του ήρωα είναι η «αιδώς», η ντροπή και ο σεβασμός της γνώμης των άλλων, ο εκλεκτός κάνει ό,τι μπορεί για να διαψεύσει τις προσβολές, ενώ ο μέτριος ή ο δειλός, απειλούμενος με θάνατο, αναγκάζεται να μεταπέσει από το φόβο στο απεγνωσμένο θάρρος.
Αξίζει να προσέξει κανείς την παράταξη του στρατού του Νέστορα:
Και τους ιππείς έστησ’ εμπρός με τα ζεμέν’ αμάξια,
έβαλε οπίσω τους πεζούς πολλούς και ανδρειωμένους,
πύργον πολέμου στερεόν, και τους κακούς στη μέση,
ν’ αναγκασθή να μάχεται και αυτός οπού δεν θέλει.
(Δ, 297-300)
Στην εμπροσθοφυλακή οι ιππείς με τα άλογα και τα αμάξια, στην οπισθοφυλακή οι γενναίοι πεζοί, ενώ οι αδύναμοι στη μέση. Ο αδύναμος, παγιδευμένος εν μέσω συμπολεμιστών-φρουρών και δυνάμει μαρτύρων κατηγορίας, μπορεί να αποδειχτεί γενναίος από ανώτερη βία.
Η αρχή της σύγκρουσης
- Η μάχη επιτέλους ξεκινά στο στίχο 422 της ραψωδίας Δ και θα διαρκέσει ως το στίχο 320 της ραψωδίας Η, οπότε και τελειώνει η 1η μέρα της μάχης και 22η μέρα της Ιλιάδας.
- Οι φάλαγγες των Αχαιών συμπαγείς, αλλεπάλληλες και σιωπηλές, ενώ σκόρπιες και θορυβώδεις, λόγω και της πολυγλωσσίας, των Τρώων.
- Στη μάχη παίρνουν μέρος και θεοί· ο Άρης με τους Τρώες, η Αθηνά με τους Αχαιούς, ενώ ο Φόβος, η Τρομάρα και κυρίως η Έρις, προσωποποιήσεις και οι τρεις ανθρώπινων παθών, επενεργούν και στους δυο. Ο Απόλλωνας παρακολουθεί τη μάχη από τα Πέργαμα, την ακρόπολη της Τροίας και ενθαρρύνει τους Τρώες θυμίζοντάς τους την απουσία του Αχιλλέα. Ο Ποιητής με τις συχνές αναφορές σ’ αυτόν δεν αφήνει να ξεχαστεί ότι αυτός είναι το κέντρο του έπους.
«Τρώες, ξυπνάτε, ιππόδαμοι, και μην υποχωρείτε
των Αχαιών, και σίδερον η σάρκα τους δεν είναι
η λίθος, ώστε του χαλκού το δάγκαμα να διώχνη.
Ούτ’ ο Αχιλλέας μάχεται, ο υιός της καλλικόμου
Θέτιδος, αλλά τον θυμόν τρέφει σιμά στα πλοία.»
(Δ, 509-513)