Στο χθεσινό φύλλο της «Κ» (12/11/2022) δημοσιεύθηκαν επιστολές αναγνωστών μας που είχαν σταλεί στο προσωπικό μου ηλεκτρονικό ταχυδρομείο. Αντιδράσεις στη σειρά των άρθρων που είχα δημοσιεύσει προ μηνός για τη διδασκαλία της ελληνικής –νέας και αρχαίας– στη Μέση Εκπαίδευση. Επειδή δεν είμαι εκπαιδευτικός έχω πάντα το άγχος με ποιον τρόπο αυτά που υποστηρίζω για τη διδασκαλία της ελληνικής θα τα προσλάβουν οι μάχιμοι. Εγώ μπορεί να λέω ό,τι θέλω για τη διδασκαλία της λογοτεχνίας. Ομως εντέλει εκείνο που μετράει είναι αυτό που θα μου πει η φιλόλογος. Τι αντιμετωπίζει όταν μπαίνει στην τάξη, και τι σημαίνει γι’ αυτήν και το έργο της «διδάσκω ελληνικά»;
Το ενδιαφέρον σε όλες αυτές τις επιστολές είναι ότι η κάθε μία εντοπίζει μια δυσπλασία η οποία συγκλίνει στην τελική διάγνωση: η διδασκαλία των ελληνικών, αρχαίων και νέων, στη μέση εκπαίδευση προκαλεί αμηχανία. Κοινώς δεν ξέρουν πώς να την χειριστούν. Διαβάστε την επιστολή του Αλέξανδρου Νεχαμά. Ενας από τους σημαντικότερους ελληνιστές παγκοσμίως, καθηγητής στο Princeton, κυρίως όμως συγγραφέας σημαντικών έργων. Περιγράφει πως όταν ήταν στο ελληνικό σχολείο, και δη στο Κολλέγιο Αθηνών, τα αρχαία περιορίζονταν σε ολίγη Αντιγόνη, και ολίγο Πρωταγόρα. Και πώς κατάλαβε τη δύναμη της αρχαίας ελληνικής σκέψης όταν, τύχη αγαθή, βρέθηκε στο Princeton. Αυτά στη δεκαετία του εξήντα. Τηρουμένων όλων των δυνατών αναλογιών την ίδια ιστορία μπορώ να διηγηθώ για τον εαυτό μου στη δεκαετία του εβδομήντα. Αντιγόνη, χωρίς τα χορικά διότι είναι δύσκολα, ολίγη από Πρωταγόρα, και Επιτάφιο του Θουκυδίδη. Επρεπε να βρεθώ στο γαλλικό πανεπιστήμιο, και δη σε σπουδές σύγχρονης συγκριτικής λογοτεχνίας, για να καταλάβω ότι αυτοί οι δαιμονισμένοι οι αρχαίοι ήταν πάγια αναφορά ακόμη κι αν μιλούσες για Τολστόι ή για Ουγκώ. Σήμερα δεν έχουν αλλάξει και πολλά.
Ολίγη ειλικρίνεια δεν βλάπτει: Σε όλες αυτές τις δεκαετίες, απ’ το ’60 έως σήμερα, έξι τον αριθμό, οι φωστήρες της εκπαίδευσής μας αντί να στύψουν τη φαιά ουσία τους για να βρουν τρόπους διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών –κάτι που θα ήταν πρωτοποριακό για το ευρωπαϊκό εκπαιδευτικό σύστημα– τσακώνονταν για το αν θα έπρεπε να την καταργήσουμε ή όχι. Τόσο, που φτάσαμε στο σημείο να αναρωτιόμαστε αν πραγματικά αξίζει να διδάσκουμε στα παιδιά μας ελληνικά, νέα και αρχαία, ή να τους απελευθερώσουμε χρόνο για πιο «επωφελείς» δραστηριότητες.
Οφείλω να ομολογήσω ότι οι επιστολές των εκπαιδευτικών με έπεισαν. «Δεν νοείται δημοκρατικός συγκροτημένος ισορροπημένος πολίτης χωρίς λογοτεχνική παιδεία», σημειώνει ο εκπαιδευτικός Γιώργος Γιώτης στην επιστολή του. Με μια μικρή παράφραση: «Δεν νοείται Ευρωπαίος ισορροπημένος πολίτης χωρίς κλασική παιδεία». Την ευθύνη της κλασικής παιδείας, παρ’ ότι την θεωρούσαμε τμήμα της ταυτότητάς μας την είχαμε αποποιηθεί. Κάτι σαν σύμπλεγμα κατωτερότητας απέναντι στις ίδιες τις δυνατότητές μας. Μήπως ήρθε ο καιρός να το αντιμετωπίσουμε με στόχο να το ξεπεράσουμε;
Ναι, δύσκολα μπορούν τα ελληνικά ιδρύματα να ανταγωνισθούν τα μεγάλα ιδρύματα του Δυτικού Κόσμου στη μελέτη των κλασικών γραμμάτων. Ναι, η πρώτη ύλη, τα χειρόγραφα, βρίσκονται στο Βατικανό, στη Φλωρεντία ή στο Παρίσι. Πλην όμως οι Ελληνες διαθέτουν το αίσθημα της γλώσσας. Κι αυτό έχουν την υποχρέωση να περάσουν στα παιδιά τους. Να τους δώσουν να καταλάβουν τη συνέχεια των αιώνων που κρύβεται μέσα σε μερικές συλλαβές. Ο,τι πιο δύσκολο, και ό,τι πιο ευγενές για την παιδεία μας.
Για να επανέλθω στην αρχή. Οφείλω να πω ότι οι επιστολές που δέχθηκα με γέμισαν με αισιοδοξία. Κατάλαβα πως την αγωνία μου μπορώ να την μοιραστώ με πολλούς οι οποίοι, σε αντίθεση με μένα, παλεύουν στα χαρακώματα της εκπαίδευσης. Κι αν έγραψα αυτή τη σειρά των άρθρων είναι επειδή ήθελα να τους συμπαρασταθώ. Να καταλάβουν ότι δεν είναι μόνοι. Να καταλάβουν ότι την αγάπη τους για τα ελληνικά, αυτήν την απέραντη γλώσσα, μπορούν να την μοιραστούν. Να καταλάβουν, πάνω απ’ όλα, ότι όσο κι αν η γραφειοκρατία του εκπαιδευτικού συστήματος έχει υποτιμήσει το έργο τους, αυτό παραμένει ουσιαστικό. Χωρίς τους φιλολόγους μας η εθνική συνείδηση θα σβήσει.
Τάκης Θεοδωρόπουλος, https://www.kathimerini.gr/