Την περασμένη Τρίτη στο νεκροταφείο Ζωγράφου έγινε το μνημόσυνο του Διομήδη Ι. Κομνηνού.
Πώς και γιατί ο μίτος της ζωής του δεκαεφτάχρονου αυτού παλληκαριού κόπηκε βίαια στις 16 Νοεμβρίου, το είπε με λίγα λόγια ο ίδιος ο πατέρας του, Γιάννης Κομνηνός, πάνω στον τάφο μετά τη δέηση.
Νομίζω, είπε, πως είμαι ο αρμοδιώτερος να μιλήσω τούτη την ώρα και να εκπροσωπήσω τον νεκρό μου γιο. Ο χώρος και η στιγμή δεν επιτρέπουν παραταξιακές ή κομματικές εκδηλώσεις. Για τον πρόσθετο λόγο ότι δεν πολιτεύομαι, ελπίζω η παράκλησή μου αυτή να εισακουσθή.
Ο Διομήδης ήταν στρατευμένος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και έπεσε για την ανθρώπινη αξιοπρέπεια, εθελοντής τραυματιοφορέας.
Οι τραυματισμένοι που σώθηκαν και που κατέθεσαν για τη δράσι του στον εισαγγελέα βρίσκονται τώρα εδώ, στο μνημόσυνό του.
Ο Διομήδης χτυπήθηκε από πυροβόλο όπλο, στην περιοχή Πολυτεχνείου, ώρα 9.45-10.00, το βράδυ της Παρασκευής, 16.11.73. Μια σφαίρα στην καρδιά, «τραύμα μετωπικό». Διεκομίσθη νεκρός στον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών και ακολούθως στο Νεκροτομείο, όπου δυο μέρες αργότερα τον είδα, νεκροτομημένο, στο ψυγείο.
Κυριακή 18.11.73: Εγώ και οι συνοδοί μου πηγαίνουμε στο Νεκροτομείο (Μασσαλίας). Ανοίγει στις 8.00. Απρόθυμοι, νυσταλέοι άνθρωποι μάς απαγορεύουν την είσοδο. Επιδεικνύω φωτογραφία του γιου μου. «Ναι, μέσα είναι», μου λέει ένας. Ζητώ να περάσω. «Χρειάζεται άδεια της Στρατιωτικής Διοικήσεως», μου λέει. Υπάρχουν πίσω μας, στο πεζοδρόμιο, και άλλοι που αγωνιούν. Φεύγουμε για την Στρατιωτική Διοίκησι (Σταθμό Λαρίσης).
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.11.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
8.45 μπαίνω στο γραφείο του αντισυνταγματάρχου, αξιωματικού υπηρεσίας προφανώς. Σηκώνεται όρθιος, λέω για το παιδί μου, με ερωτά «γιατί το άφησα να κυκλοφορή», βρίσκει την ώρα να μου πη «οι σημερινοί γονείς δεν ξέρουν να πειθαρχήσουν τα παιδιά τους» και μου δηλώνει αναρμοδιότητα!
Ο αντισυνταγματάρχης λέει: «Ο Στρατός δεν εχτύπησε κανέναν, η Αστυνομία χτύπησε όταν της επετέθησαν τα αναρχικά στοιχεία».
Λέει: «Ο Στρατός παρενέβη όταν η Αστυνομία αντελήφθη ότι δεν ηδύνατο να αντεπεξέλθη και εκάλεσε τον Στρατό». Λέει, επίσης: «Μόνο ένα κορίτσι χτύπησε όταν το τανκ έριξε την κολώνα της πύλης του Πολυτεχνείου και η κολώνα έπεσε πάνω στο κορίτσι. Σας δίνω το λόγο μου για όλα αυτά».
Ζητώ από τον αξιωματικό αυτόν άδεια να δω τον νεκρό μου γιο, ξανά και ξανά! Ο αξιωματικός επαναλαμβάνεται, μας κάνει κατήχηση: «Εγώ, άμα άρχισαν οι φασαρίες, έπιασα το γιο μου και τον έκλεισα μέσα στο σπίτι. Αχ αυτοί οι γονείς! Εσείς γιατί δεν το κάνατε;»
Και δηλώνει ότι η άδεια που ζητώ αφορά τις αστυνομικές αρχές: «Διότι ο Στρατός δεν εχτύπησε, την Παρασκευή δεν υπήρχε στρατιωτικός νόμος, άρα αρμοδία είναι η Αστυνομία».
Τον παρακαλώ να τηλεφωνήση στο Νεκροτομείο, γιατί εκεί ζητούν άδεια της Στρατιωτικής Διοικήσεως. Ο αντισυνταγματάρχης ερωτά παρακείμενον στρατιώτη αν γνωρίζη το τηλέφωνο του Νεκροτομείου, αλλά ούτε αυτός το ξέρει. Η Στρατιωτική Διοίκησις αγνοεί ως και το τηλέφωνο του Νεκροτομείου!
Ο αντισυνταγματάρχης ξανασηκώνεται και, τείνοντάς μου το χέρι, που δεν τ’ αγγίζω, λέει: «Έχω και εγώ γιο. Σας συλλυπούμαι που εχάθη ένα Ελληνόπουλο».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.11.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
12.20 της ίδιας μέρας επιτυγχάνω να εισέλθω στο Νεκροτομείο, άνευ αδείας. Ο ιατροδικαστής Καψάσκης και έτεροι τρεις με πολιτικά κάθονται σε ένα τραπέζι και συντάσσουν χαρτιά, αλληλοσυμβουλευόμενοι. Εν στολή υπάρχει μόνον ένας υπαστυνόμος και ένας αρχιφύλαξ. Οδηγούμαι από υπαλλήλους στον ψυκτικό θάλαμο. Σέρνουν ένα συρτάρι προς τα έξω. Ο Διομήδης μου νεκρός. Τον βρίσκω ωραίο. Είναι το καθαρόαιμο άτι του σπιτιού μου, ο μονάκριβός μου γιος. Έχει μια τρύπα στην καρδιά και μια τομή νεκροτομής (;) από τον αυχένα μέχρι την βουβωνική χώρα. Κυριαρχώ των αντανακλαστικών μου όσο γίνεται. Νοιώθω πριν απ’ όλα την ανάγκη να του μιλήσω. Του λέω: «Διομήδη, βοήθησέ με να φανώ άξιός σου». Αυθόρμητα, έτσι ακριβώς. Επειδή δεν συνηθίζαμε να φιλιόμαστε, τον φιλώ στα μαλλιά του.
Τα μάτια του είναι μισάνοιχτα. Απορούν. Τον καμαρώνω ξανά!
Προσπαθώ με όλη μου την έντασι να κρατήσω ζωντανή την μορφή του, το αθλητικό παράστημά του. Έπειτα φέρνω βόλτα το συρτάρι και τον προσκυνώ, φιλώντας το τραύμα του, στην καρδιά.
Βγαίνοντας από το δωμάτιο ο υπαστυνόμος με πιάνει μαλακά απ’ το μπράτσο και μου λέει:
«Μια στιγμή παρακαλώ, πού σκοτώθηκε ο γιος σας;»
Είναι βλαξ; Είναι βαλτός; Συνεχίζει:
«Πώς ήρθε εδώ;»
Ο ιατροδικαστής, προς τον οποίον γυρίζω, πρώτα συσκέπτεται με τους απέναντί του και ύστερα του λέει:
«Νομίζω από τον Σταθμό Πρώτων Βοηθειών».
Ο υπαστυνόμος με τον αρχιφύλακα όρθιοι γράφουν. Ο ιατροδικαστής Καψάσκης με τους άλλους, στο τραπέζι τους, γράφουν. Το μαγειρείον σε πλήρη δράση, αμέτοχο, με στυγνή επαγγελματική σκλήρυνση, γράφει.
Ο υπαστυνόμος με συνοδεύει στην έξοδο. Ακριβώς όπως και ο αντισυνταγματάρχης επαναλαμβάνει το πρόσταγμα της ημέρας, την προσχεδιασμένη φράση: «Λυπούμαι που χάθηκε ένα Ελληνόπουλο».
Η κηδεία του Διομήδη ορίστηκε για τη Δευτέρα 19.11. Στο νεκροταφείο έρχονταν κατά πάνω μου νέα παιδιά, μου βάζαν στις τσέπες και στη χούφτα χαρτιά: «Ήμουνα μαζί του» (όνομα). «Σκοτώθηκε εδώ».
Γύρω μας αστυνομικές κλούβες, κοράκια, μυστικοί με φουσκωμένες πίσω τσέπες. Φοβήθηκα συλλήψεις νέων παιδιών. Βρήκα μια πρόφαση –νευρικό κλονισμό της μάνας του παιδιού– κι ανέβαλα την κηδεία την τελευταία στιγμή.
Καταφέρνω να δημοσιεύσω σε 3 εφημερίδες: «τον ΦΟΝΕΥΘΕΝΤΑ την 16η Νοεμβρίου κηδεύομεν».
Την ημέρα της πραγματικής κηδείας δεν διαψεύστηκα: Συνελήφθησαν τρία παιδιά, συμμαθητές του, οδηγήθηκαν στην Δοϊράνης και έπειτα στην Ασφάλεια Μεσογείων.
Ο Διομήδης διέθετε ακεραιότητα, αξία, αρρενωπότητα, θάρρος. Αυτά ήταν τα όπλα του αγοριού. Ανάγκη μου να του ζητήσω από εδώ συγγνώμη που δεν μπορώ παρά γενικά και μόνο να αναφερθώ στους άλλους συνομηλίκους του, με τα αυτά ή και περισσότερα προσόντα και με την ίδια μοίρα. Γιατί θα ντρεπόταν για μένα αν έβλεπα στο πρόσωπό του αυτόν μονάχα.
[Τα αποσπάσματα αυτά από τα όσα είπε ο Γιάννης Κομνηνός πάνω στον τάφο του γιου του μαγνητοφωνήθηκαν από φίλους του Διομήδη.]
*Τα ανωτέρω –ένας ύμνος στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, ένα συγκλονιστικό ντοκουμέντο για όσα διαδραματίστηκαν εκείνες τις δραματικές μέρες– δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα «Το Βήμα της Κυριακής» στις 17 Νοεμβρίου 1974, στην πρώτη επέτειο της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Στη φωτογραφία, ο Διομήδης Ι. Κομνηνός (2/7/1956-16/11/1973).