Η ανθρώπινη φύση είναι τόσο επιρρεπής στην κοινωνική μάθηση, που μερικές φορές μας οδηγεί σε παράλογες ενέργειες.
Τα πειράματα κοινωνικής ψυχολογίας μπορούν να μας δώσουν μία σημαντική εικόνα για το πώς σκεφτόμαστε, συμπεριφερόμαστε και ενεργούμε.
Μας βοηθούν να εξηγήσουμε πώς επηρεάζονται οι σκέψεις μας από τους άλλους, πώς δουλεύει η δυναμική της ομάδας και πώς αντιλαμβανόμαστε τους άλλους.
Ακολουθούν έξι από τα πιο σημαντικά πειράματα κοινωνικής ψυχολογίας:
Το Πείραμα του Milgram
Μετά τις βιαιοπραγίες του Δεύτερου Παγκοσμίου Πολέμου, οι ερευνητές ήθελαν να μάθουν γιατί μια ολόκληρη φυλή ανθρώπων δεν εξέφρασε τη γνώμη της και επιπλέον γιατί εκτελούσαν καθήκοντα που θεωρούσαν ότι έρχονταν σε αντίθεση με την ίδια τη δομή της κοινωνίας τους. Ο Stanley Milgram (1963) διεξήγαγε ένα πείραμα στη διάρκεια του οποίου είχε ζητήσει από τους συμμετέχοντες να κάνουν ηλεκτροσόκ σε έναν άλλο συμμετέχοντα που βρισκόταν σε διπλανό δωμάτιο. Αυτό που οι συμμετέχοντες δεν ήξεραν, ήταν ότι το άτομο στην άλλη αίθουσα ανήκε στην πειραματική ομάδα και του είχαν πει να φωνάζει όταν τον υπέβαλλαν σε ισχυρότερα ηλεκτροσόκ.
Ο Milgram ήθελε να μάθει πόσο μακριά μπορούν να φτάσουν οι άνθρωποι όσον αφορά την υπακοή τους σε μια εντολή, ακόμη και αν αυτή η εντολή είχε ως αποτέλεσμα να πληγώσει κάποιον άλλο άνθρωπο.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 65% έφτασε μέχρι και στο ισχυρότερο επίπεδο ηλεκτροσόκ των 450 βολτ. Ο Milgram υπέθεσε ότι οι άνθρωποι θα υπακούσουν τις εντολές κάποιου, εάν αντιληφθούν ότι αυτές οι εντολές δίνονται από κάποιον που έχει εξουσία και μπορούν να αποποιηθούν την ευθύνη τους.
Το Πείραμα Συμμόρφωσης
Κατά τη διάρκεια του πειράματος συμμόρφωσης (1951), ένα από τα σημαντικότερα πειράματα της κοινωνικής ψυχολογίας, άνδρες φοιτητές τοποθετήθηκαν σε ένα δωμάτιο με οκτώ άλλους συμμετέχοντες. Αυτά τα οκτώ άτομα ανήκαν στην ομάδα που διεξήγαγε το πείραμα, κάτι που δεν γνωρίζαν οι άντρες φοιτητές. Τα τεστ ήταν αρκετά απλά. Τρεις γραμμές που είχαν διαφορετικά μήκη έπρεπε να συγκριθούν με μια γραμμή αναφοράς και ολόκληρη η ομάδα έπρεπε να επιλέξει τη γραμμή που είχε το ίδιο μήκος με τη γραμμή αναφοράς.
Η σωστή απάντηση ήταν προφανής, αλλά καθώς ο ερευνητής ρωτούσε την ομάδα, όλοι όσοι συμμετείχαν στο πείραμα επέλεγαν την λανθασμένη γραμμή. Τι θα έκανε ο φοιτητής; Θα συναινούσε με την απόφαση της ομάδας ή θα ήταν αποφασιστικός και θα επέλεγε τη σωστή γραμμή;
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το 50% συμφώνησε με την ομάδα και έδωσε λάθος απάντηση. Μόνο το 25% πήγε ενάντια στην επιλογή της ομάδας και σε όλα τα τεστ το μέσο ποσοστό συμμόρφωσης ήταν 33%. Αυτό φαίνεται να δείχνει ότι η προθυμία μας να ανήκουμε κάπου, υπερβαίνει την επιθυμία μας να ξεχωρίσουμε.
Η «επίδραση του φωτοστέφανου»
Το «φαινόμενο του φωτοστέφανου» είναι ένα είδος προκατάληψης όπου η αξιολόγησή μας για κάποιο πρόσωπο μας οδηγεί σε υποθέσεις σχετικά με τα υπόλοιπα στοιχεία του χαρακτήρα του. Ένα καλό παράδειγμα του «φαινομένου του φωτοστέφανου» είναι το πώς αντιλαμβανόμαστε τις διασημότητες. Συχνά απεικονίζονται ως όμορφοι, γοητευτικοί και πλούσιοι. Λόγω αυτών των χαρακτηριστικών, είναι πιο πιθανό να πιστεύουμε ότι επίσης έχουν χιούμορ, είναι ευφυείς και ευγενικοί.
Η ευνοϊκή κρίση που μπορεί να έχουμε για την προσωπικότητα ενός ατόμου τείνει να μας ωθεί και σε άλλα συμπεράσματα που είναι επίσης ευνοϊκά.
«Το πείραμα του σπηλαίου» του Sherif
Το πιο γνωστό πείραμα του Muzafer Sherif είναι «το πείραμα του σπηλαίου» (1954), κατά το οποίο θέλησε να κατανοήσει τη δυναμική της ομάδας, ιδιαίτερα - τις συγκρούσεις, τις αρνητικές προκαταλήψεις και τα στερεότυπα που αντιμετωπίζουν οι άνθρωποι όταν οι ομάδες ανταγωνίζονται για έπαθλα.
Είκοσι δύο αγόρια χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες χωρίς να το γνωρίζουν και μεταφέρθηκαν σε έναν θερινό καταυλισμό. Τα αγόρια επέλεξαν ονόματα για τις ομάδες τους: «Οι κροταλίες» και «οι αετοί». Πέρασαν μια εβδομάδα μαζί και δέθηκαν με τα υπόλοιπα μέλη, ενώ στη συνέχεια διοργανώθηκε ένα παιχνίδι ανταγωνισμού.
Οι δύο ομάδες συναντήθηκαν για πρώτη φορά και αγωνίστηκαν για να κερδίσουν έπαθλα, βραβεία και τρόπαια. Παρά το γεγονός ότι οι ομάδες είχαν περάσει μόνο μια εβδομάδα μαζί, είχαν ένα ακλόνητο δέσιμο και αμέσως άρχισαν να δείχνουν την προκατάληψη τους ενάντια στην αντίπαλη ομάδα. Στην αρχή, χρησιμοποίησαν λεκτικές επιθέσεις, ενώ στην συνέχεια χρησιμοποίησαν σωματική βία. Στο τέλος, οι δύο ομάδες ήταν τόσο επιθετικές μεταξύ τους που έπρεπε να επέμβουν οι ερευνητές. Ακόμα και μετά από μια περίοδο χαλάρωσης διάρκειας δύο ημερών, τα αγόρια εξακολουθούσαν να περιγράφουν την ομάδα τους με ευνοϊκούς όρους και την αντίπαλη ομάδα με πιο άσχημες φράσεις.
Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι έχουμε μια έμφυτη ανάγκη να ανήκουμε σε μια ομάδα και ότι θα συμπεριφερόμαστε με ευνοϊκό τρόπο στην ομάδα μας εναντίον τρίτων.
«Το Πείραμα της Φυλακής» του Stanford
Ένα από τα πιο γνωστά πειράματα κοινωνικής ψυχολογίας το «Πείραμα της Φυλακής του Stanford» επινοήθηκε από τον Φίλιπ Ζιμπάρντο το 1971. Επικεντρώθηκε στις επιδράσεις της αντιληπτής εξουσίας και συγκεκριμένα στην πάλη μεταξύ φρουρών και κρατουμένων. Στο πείραμα, νεαροί άντρες έλαβαν ρόλους είτε ως φύλακες είτε ως φυλακισμένοι και μεταφέρθηκαν σε περιβάλλον φυλακής στο υπόγειο του Πανεπιστημίου του Στάνφορντ.
Σύντομα κατέστη σαφές ότι οι άνδρες που έλαβαν τον ρόλο των φρουρών, τον έλαβαν πολύ σοβαρά και άρχισαν να κακομεταχείριζονται τους κρατούμενους, τόσο προφορικά όσο και ψυχολογικά. Οι φυλακισμένοι φάνηκε να αποδέχονται το ρόλο τους και να δέχονται την κακοποίηση χωρίς ενδοιασμούς. Μετά από μόλις έξι ημέρες η κατάσταση ήταν τόσο έντονη που το πείραμα έπρεπε να αποσυρθεί.
Οι ερευνητές έδειξαν ότι η κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε καθορίζει τη συμπεριφορά μας και όχι οι ξεχωριστές μας προσωπικότητες.
Πώς τα στερεότυπα επηρεάζουν την κρίση μας
Βγάζουμε στιγμιαία συμπεράσματα βασισμένα σε στερεότυπα; Σε ένα τεστ, ο John Bargh (1996) χώρισε 34 συμμετέχοντες σε 3 ομάδες και υποσυνείδητα «προγραμμάτισε» αυτές τις ομάδες να βρίσκονται σε μία διαφορετική κατάσταση: αγένειας, ευγένειας και ουδέτερης στάσης. Προκειμένου να γίνει αυτό, οι συμμετέχοντες έλαβαν ορισμένα παζλ λέξεων που έπρεπε να λύσουν. Για να δημιουργήσει τις διαφορετικές καταστάσεις στις τρεις ομάδες, οι απαντήσεις κάθε λέξης του παζλ σχετίζονταν με λέξεις που όριζαν ότι συγκεκριμένη κατάσταση, για παράδειγμα για την κατάσταση της ευγένειας, οι χρησιμοποιούμενες λέξεις ήταν «ευγενής», «υπομονετικά» και «καλή συμπεριφορά».
Όταν είχαν τελειώσει, ζητήθηκε από τους συμμετέχοντες να μιλήσουν με τον επικεφαλής του πειράματος, ο οποίος ήταν απορροφημένος από μία συζήτηση που είχε. Είχαν την επιλογή να διακόψουν τη συζήτησή του, να περιμένουν να τελειώσει ή να φύγουν. Από την ομάδα που είχε λύσει το παζλ με τις αγενείς λέξεις, το 64% διέκοψε τον επικεφαλή, σε σύγκριση με μόλις το 18% των συμμετεχόντων που τους είχε δοθεί το παζλ με τις ευγενικές λέξεις, ενώ από την ομάδα που της είχε δοθεί να λύσει το παλζ με τις ουδέτερες λέξεις το 36% αποφάσισε να διακόψει τη συνομιλία του επικεφαλή.
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι τα ασυνείδητα συναισθήματα μας μπορούν να οδηγήσουν σε αλλαγή στη συμπεριφορά μας.
Όπως βλέπετε από τα παραπάνω πειράματα κοινωνικής ψυχολογίας, η ανθρώπινη φύση είναι τόσο επιρρεπής στην κοινωνική μάθηση, που μερικές φορές μας οδηγεί σε παράλογες ενέργειες.
Επιμέλεια: PsychologyNow.gr