Ο Ηλίας Στόφυλας γεννήθηκε στις Σπέτσες. Ζει στην Αθήνα και εργάζεται ως Φιλόλογος στην Ιδιωτική Εκπαίδευση. Περάτωσε τις βασικές του σπουδές στο τμήμα Φιλολογίας, με ειδίκευση στον τομέα Μεσαιωνικής και Νεοελληνικής Φιλολογίας, του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, στο οποίο εισήχθη με υποτροφία του κληροδοτήματος Παπαδημητρίου. Ολοκλήρωσε με Άριστα το μεταπτυχιακό πρόγραμμα A’ κύκλου στον τομέα της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ΕΚΠΑ. Σήμερα, είναι Υποψήφιος Διδάκτωρ της Νεοελληνικής Φιλολογίας του ίδιου Πανεπιστημίου. Για την εκπόνηση της διδακτορικής του διατριβής κρίθηκε άξιος υποτροφίας από το κληροδότημα Κρήτσκη. Τον Απρίλιο του 2022 συμμετείχε ως ομιλητής, στο επεισόδιο για τον Κοσμά Πολίτη, στη δραματοποιημένη σειρά ντοκιμαντέρ για τη λογοτεχνική γενιά του τριάντα, που προβλήθηκε από την cosmote history. Γνωρίζει Αγγλικά. Έχει λάβει μέρος σε αρκετούς ποιητικούς διαγωνισμούς και έχει βραβευτεί πολλές φορές. Έχει συμμετάσχει με ποιήματά του σε ανθολογίες ποίησης (Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας του Κέντρου Ευρωπαϊκών Εκδόσεων, Χάρη Τζο Πάτση). Ποιήματά του έχουν δημοσιευτεί στο διαδίκτυο, σε έγκριτους λογοτεχνικούς ιστότοπους, και σε λογοτεχνικά περιοδικά, όπως η Πνευματική Ζωή, ο Μανδραγόρας, το Κελαινώ, το Εντευκτήριο. Έχει παραχωρήσει συνεντεύξεις στο «Κουτί της Πανδώρας», στο «Κόκκινο 105,5», ενώ έχει απαγγείλει ποιήματά του στη ραδιοφωνική εκπομπή «Εντευκτήριο Ιδεών» της Ερτ3. Τον Ιούνιο του 2020 εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Μεταθανασία από τις εκδόσεις 24Γράμματα. Τον Αύγουστο του 2022 εξέδωσε το κριτικό του δοκίμιο με τίτλο: «Ένα κριτικό δοκίμιο για την ποιητική συλλογή Αγρώστις της Χρύσας Κοντογεωργοπούλου» από τον ίδιο εκδοτικό οίκο. Το Όραση Αβλαβής η Μυωπία είναι η δεύτερη ποιητική του συλλογή.
Ποιήματα από την ποιητική συλλογή "Όραση Αβλαβής η Μυωπία"
1. Κρυφά μπαλκόνια
Απεργούν
οι Κυριακές.
Κι
είδα απ’ το παράθυρο
να
συνωστίζονται οι ερημιές μου.
Φορώντας
μάσκες
που
μονο-πωλούν
τα
μάτια.
Ποιος
ο διμοιρίτης;
Ποια
η σημαία της ακυρωμένης παρέλασης;
Έγιναν
ερμαφρόδιτοι οι τέλειοι!
Ξέπεσαν
στο τυχαίο οι επέτειοι!
Έβαλα
γάντια στα λάθη μου τα έμπειρα
και
μπήκα στο νεκροτομείο.
Δεν
αναγνώρισα το δικό μου πτώμα.
Έλειπα
απ’ το μητρώο
των
αυτεπαγγέλτως νοσούντων.
Μισούσα
πάντα
τις
αυτόφωρες διαδικασίες.
Έκλαψα
με βεβαιότητα
πάνω
απ’ τον πεθαμένο ίσκιο
και
του ’κανα,
κατόπιν
εορτής,
το
εισαγόμενο εμβόλιο
για
νόθους (υ)ιούς αγνώστου μήτρας.
Ως
αντικείμενο
στις
υποκείμενες πληγές μου,
βγήκα
στα κρυφά μπαλκόνια.
Για
ένα βραχνιασμένο,
χωρίς
ανοσία,
ευχαριστώ.
Για
ένα άλμα δίχως ύψος.
Καρδιές
και
όροφοι
τσακισμένοι
από ψηλά.
Τη
ΜΕΘεπόμενη μέρα,
ανήμερα
των
γενεθλίων μου,
μαντρωμένα
σπίτια
στελεχώθηκαν
με υψηλόβαθμα στοιχειά.
Με
ό, τι ξέμεινε απ’ την ασχήμια
σκιάχτρων
λαοπρόβλητων.
Περπάτησα
αδέσποτα.
Με
καρφωμένους σταυρούς στον σβέρκο.
Είσοδοι
και έξοδοι μού έκλειναν τους δρόμους.
Βημάτων
καταγγελία.
Ξανά
απ’ το παράθυρο.
Ξανά
στο χώμα.
Να
γίνουμε δέντρα,
να
ριζώσουμε
στης
γης το νόημα.
Να
σβήσω τα κεριά,
ν’
ανάψει ο αιώνας.
Εδώ,
στων εγκλεισμών τη νέα θέα.
2. Πληγή μου εφτάψυχη
Διαγνώστηκα
με θάνατο στο τελευταίο στάδιο.
Μεγάλης
χωρητικότητος η αποσύνθεση.
Κόκκαλα
σταυρωτά κατά το σταυρωμένα χέρια.
Σώμα
σταθερά σ’ εκλόγιμη θέση
-θέλει
γερό δόντι το επικρατείας·
Σφράγισμα
οι τραπεζίτες
κι
άριστη διαμεσολάβηση από καλά
στερεωμένες
γέφυρες.
Είπαμε:
της
μονής εκλογής η περιφέρεια κατειλημμένη·
κι
απ’ την άλλη
πάντα
γηπεδούχος η εκτός έδρας αναμέτρηση.
Μην
τα μπερδεύεις.
Άλλο
γομφίος.
Άλλο
νυμφίος.
Άλλο
προς το τέλος.
Άλλο
εν τω μέσω.
Κανείς
δεν επέστρεψε γυρνώντας.
Είναι
περπατημένοι οι αβημάτιστοι;
Μην
κοιτάς που τρέχουνε τα δέντρα.
Δύσκολα
θα τερματίσουν.
Στο
τέρμα,
στη
διαπασών των αιώνων οι σιωπές και μόνο.
Στην
ίδια ημερομηνία δεν θέλω να γιορτάζομαι.
Παγκόσμια
κινητή γιορτή ο έρωτας και ο θάνατος.
Εμείς
που αγαπήσαμε στον Ήλιο,
υπεριωδώς
ακτινοβοληθήκαμε.
Περήφανα
κατάγματα οι κοιταγμένοι πόνοι
κι
άνεργο οκτάωρο διαδηλωμένο.
Μας
πήρε στο λαιμό της η θηλιά του.
Μου
το ’παν.
Δεν
έχεις τίποτα να καταστρέψεις.
Τίποτα
ν’ αναγνωρίσεις
στου
διπρόσωπου καθρέφτη το μονολογούν εγώ.
Ξέφτυσαν
οι ματιασμένες του προλήψεις.
Φοβισμένοι
δαίμονες.
Με
τα πάνω και τα κάτω σου,
μπούκαρες
σαν υπόγειο
σε
ρετιρέ υψίστης ασφαλείας.
Πρώτης
τάξεως ξεπεσμός
του
θεού σου ο παράδεισος.
Το
’φερες από δω, το ’φερες από κει
πολύνεκρος
θάνατος
εφτάψυχος
στο
τέλος αποδείχτηκες.
3.
Replay
Μεθυσμένοι
νεκροί
στα
κοιμητήρια τρικλίζουν.
Μονορούφι
κατέβασαν
τους ουρανούς.
Με
ρέγουλα θέλουν όμως
και
όχι ξεροσφύρι
τα
ουρανοκατέβατα.
Ανάστα
ο Κύριος έγινε
ο
Ύπνος ο Αιώνιος.
Νόμιζαν
πως τώρα πια
θα
’ταν ανεπίδεκτοι παθήσεως.
Με
ξυπόλυτα παπούτσια
δεν
τρέχει ο Μαραθώνιος.
Νηφάλιος
πρωτεύεις
στων
διαβόλων την αγιοκατάταξη.
Το
νου σου.
Να
χαρείς, μη βιάζεσαι.
Όλα
τα παμψηφεί, παμφάγα.
Σε
κανέναν δε χαρίζεται έτσι η εκλογή.
Τα
σατανικά σχέδια σ’ εξασφαλίζουν.
Είναι
με τα φεγγάρια του κι ο ουρανός;
Βραδύγλωσση
νύχτα των πιωμένων
μπρος
στα συναισθήματα ψευδίζεις.
Όραμα
ασυλλάβιστο.
Μετανιωμένος
εφιάλτης τ’ όνειρο.
Στο
στόμα του λύκου,
στο
στόμα του έρωτα
σε
μεταγλώττισαν.
Έτη
φωτός μπροστά ετούτο το σκοτάδι.
Η
ώρα της κρίσεως,
όπου
να ’ναι πλησιάζει.
Παγκόσμια
Ημέρα Θανάτου
θα
την πούνε κάποτε.
Στο
έλεος του replay
και
διαρκώς λαχανιασμένο
το
foto finish της
ζωής μας.
Της
μέλλουσας ζωής,
αναερόβια
εξάσκηση.
4. Κρανίου
τόπος
Τ’
αποχτενίδια
του
ξεμαλλιασμένου σου κρανίου,
ένα
θέαμα φρικτό.
Κρανίου
τόπος γίναμε.
Ένα
μάτσο τρίχες
μπλεγμένες
στο μυαλό.
Άλλες
τις τρως,
άλλες
τις κόβεις,
άλλες
τις φτύνεις.
Τυχαία
“μάτσο” αρσενικό
δε
βγαίνεις.
Δίδυμα
σιαμαία
κρανιοπαγή
ο
ανήρ και η ανεγκέφαλη χωρίστρα.
Απ’
το κεφάλι κολλημένος,
απερίσκεπτα
βαδίζεις.
Ελευθέρας
βοσκής
υποτίθεται
το βάδην σου·
τρώγοντας
κουτόχορτο
επιταχύνει
(νυχτώνουν
οι μέρες σου,
σ’
επιβραδύνουν)
Για
νόμιμο λίκνισμα,
θες
οπωσδήποτε
κρεμασμένο
κουδούνι.
Να
είστε αχτύπητο δίδυμο.
Είναι
μια εγγύηση,
όσο
να πεις,
το
χαλινάρι τ’ άμυαλο.
Ο
διαλειμμένος σου εαυτός,
έξαλλη
τσιρλίντερ.
Βγαίνει,
μοναχά, στο ενδιάμεσο
του
ντέρμπι αιωνίων.
Μασκότ
προς τέρψη
του
φιλοθεάμονος κοινού.
Περιοδεύων
θίασος
όλα
σου τα χρόνια δεν υπήρξες;
Αόρατος,
μα sold out, πάντα.
Της
ζωής σου ανάδοχος γονεύς
και
μέχρι εκεί.
Για
να γλιτώσεις το
«Και
σήμερον κρεμάται επί ξύλου»,
δε
φτάνει ο αναμάρτητος
τον
λίθο να μη ρίξει
-μιλάμε
σίγουρα για μαύρη πέτρα,
να
’ναι ασορτί με τον μαύρο σου σταυρό-
(που
τον σηκώνεις; που σε σηκώνει;)
Θέλει
λεπτό χειρισμό·
βήμα
βήμα ο διαχωρισμός.
Τάλε
κουάλε,
φτυστός
με τον Άλλον σου ήσουν.
Πέτυχε.
Τσακ!
Τα
κεφάλια άνοιξαν.
(η
λεπτότης, να ξέρεις, σώζει)
Ελεύθερα,
τώρα, αναρωτήσου
το
παλαίμαχο “είναι” σου
πού
βόσκει…