Στις αρχές του περασμένου αιώνα, οι Ισπανοί ήταν αντιμέτωποι με τη φτώχεια, την ανεργία και έτσι πολλοί από αυτούς εγκαταστάθηκαν στην Βαρκελώνη, καθώς η Βαρκελώνη προσέφερε περισσότερες ευκαιρίες εργασίας. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, πολλά παιδιά που ζητιάνευαν, εξαφανίζονταν από τους δρόμους της Βαρκελώνης. Ενώ άλλα παιδιά στις φτωχικές γειτονιές της πόλης έρχονταν αντιμέτωπα με το θάνατο λόγω της ασιτίας ή των αρρωστιών.Οι εξαφανίσεις των παιδιών στη πόλη, αυξήθηκαν μετά τη έλευση μια γυναίκας από την επαρχία. Η γυναίκα αυτή, ονομαζόταν, Ενρικέτα Μαρτί και είχε έρθει στην πόλη με το όνειρο της δημιουργίας μιας νέας ζωής. Η γυναίκα αυτή που γεννήθηκε το 1868 και είχε παντρευτεί με έναν ζωγράφο ο οποίος τη χώρισε γιατί τον απατούσε με άλλους άντρες, πρόκειται να χαράζε τη δική της ”κακή ιστορία”.
Λόγω του γεγονότως οτι η πορνεία ήταν σε έξαρση εκείνη την περίοδο στη Βαρκελώνη, η Ενρικέτα Μαρτί, το πρωί ζητιάνευε στους δρόμους και το βράδυ δούλευε ώς πόρνη. Προσέφερε τις υπηρεσίες της σε μέρη που ήταν στέκια της καλής κοινωνίας, φορώντας λαμπερά ρούχα, καπέλα και φτερά. όταν άρχιζε να βγάζει μερικά χρήματα, άνοιξε το δικό της πορνείο. Η ”επιχείρηση της”, απαρτιζόταν από παιδιά που γνώριζε τις πρωινές ώρες που ζητιάνευε, τα οποία τα εξέδιδε σε πλούσιους άντρες. Αφού, αυτά, έδιναν τις υπηρεσίες τους στους πλούσιους πελάτες, φώναζε τα παιδιά στο σπίτι της και εκεί τα δολοφονούσε.
Εργαζόμενη και ως θεραπεύτρια έπαιρνε τα πτώματα των παιδιών προκειμένου να δημιουργήσει με αυτά κρέμες και φάρμακα για τις αρρώστιες εκείνης της εποχής. Έτσι, αφού έπινε το αίμα τους, άλεθε σε ένα γουδί τα κόκαλα, το λίπος και τις τρίχες των πτωμάτων και δημιουργούσε αλοιφές, τις οποίες πουλούσε σε πλούσιους πελάτες ως φάρμακα για τη φυματίωση. Τα φάρμακα αυτά έγιναν, ανάρπαστα στην υψηλή κοινωνία, ενώ η όλη δράση της παρέμεινε στο σκοτάδι για πολλά χρόνια. Ενώ έκανε αυτή τη δουλειά, δεν σταμάτησε τις απαγωγές παιδιών από φτωχές οικογένειες, τα οποία ήταν μεταξύ 3 και 12 ετών. Ο υπολογισμός του αριθμού των θυμάτων της δεν μπορεί να λεχθεί με ακρίβεια, αλλά υπολογίζεται ότι όσο βρισκόταν στη Βαρκελώνη σκότωσε περισσότερα από 12 παιδιά.
Η Ενρικέτα έγινε γνωστή στην Ισπανία με την ονομασία «Η Βρυκόλακας της Βαρκελώνης». Αυτό που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη οργή στην κοινωνία ήταν η κυνικότητα με την οποία διέπραττε τα εγκλήματά της.
Η τελευταία απαγωγή και η σύλληψη
Η σύλληψη της γίνεται γεγονός τον Φεβρουάριο του 1912 με την απαγωγή ενός κοριτσιού,η οποία οδηγεί τις αρχές σε αυτή. Ονομαζόταν Τερεσίτα και η αστυνομία την αναζητούσε επί δύο εβδομάδες. Μια ημέρα, μια γειτόνισσα της Ενρικέτα, είδε ένα κορίτσι με κοντά μαλλιά να στέκεται στο παράθυρο του διαμερίσματος της και να κοιτάει τον δρόμο. Αργότερα, είδε την Ενρικέτα και τη ρώτησε εάν το παιδί που είδε ήταν δικό της. Η Ενρικέτα δεν της απάντησε και της έκλεισε το παράθυρο. Η γειτόνισσα κάτι υποψιάστηκε, ενημέρωσε έναν γνωστό της και εκείνος ειδοποίησε τις αρχές.
Η αστυνομία μετά την ειδοποίηση της, εισβάλει στο διαμέρισμα της και εκεί βρίσκει εκτός από την Τερεσίτα ακόμη ένα κορίτσι, την Αντζέλιτα. Σε έναν δρόμο κοντά στο σπίτι βρήκαν την Ενρικέτα να ζητιανεύει και τη συνέλαβαν. Η Τερεσίτα δήλωσε στους αστυνομικούς ότι την πήρε από το χέρι και της υποσχέθηκε ότι θα της αγόραζε καραμέλες. Στη συνέχεια την πήγε σπίτι της, την κούρεψε και της έδωσε καινούργιο όνομα. Της είπε ότι εκείνη θα ήταν η νέα της μητέρα και της απαγόρευε να πλησιάζει τα παράθυρα του σπιτιού. Η κοπέλα ανέφερε στους αστυνομικούς ότι είχε δει στο διαμέρισμα μια τσάντα με ματωμένα ρούχα και ένα μαχαίρι.
Η Αντζελίτα το άλλο κορίτσι που βρέθηκε στο διαμέρισμα, ήταν εκεί πριν τη Τερεσίτα. Τ κορίτσι αυτό, είπε στους αστυνομικούς, οτι είχε δει την Ενρικέτα να δολοφονεί στην κουζίνα ένα πεντάχρονο αγόρι το οποίο είχε το όνομα, Πεπίτο. Οι αστυνομικοί, δεν άρχιζαν και βρήκαν στο διαμέρισμα βρώμικα ρούχα και κόκαλα που ανήκαν σε μικρά παιδιά. Η δολοφόνος είχε χτίσει ψεύτικους τοίχους, όπου έκρυβε τα ίχνη από τα πτώματα, ενώ σε ένα κλειδωμένο δωμάτιο του σπιτιού, υπήρχαν πενήντα δοχεία, τα οποία ήταν γεμάτα με λίπος, πηγμένο αίμα, τρίχες, σκελετούς χεριών και σκόνη από κόκαλα. Οι ερευνητές αναζήτησαν τα διαμερίσματα, στα οποία είχε μείνει στο παρελθόν και ανακάλυψαν και άλλα ίχνη από ανθρώπινους σκελετούς.
Όπως είναι φυσικό, όταν έγινε γνωστή η δράση της Ενρικέτα, μετά τη σύλληψη της από τους αστυνομικούς, ένα πλήθος οργισμένων ανθρώπων στράφηκε εναντίων της. Η Ενρικέτα έγινε γνωστή στην Ισπανία με την ονομασία «Η Βρυκόλακας της Βαρκελώνης». Αυτό που προκάλεσε ακόμα μεγαλύτερη οργή στην κοινωνία ήταν η κυνικότητα με την οποία διέπραττε τα εγκλήματά της. Δεν δολοφονούσε επειδή έπασχε από κάποια ψυχική διαταραχή αλλά για να κατασκευάζει φάρμακα και να κερδίζει χρήματα. Η Ενρικέτα ανέφερε ότι ήταν θεραπεύτρια και χρησιμοποιούσε τα παιδιά ως πρώτη ύλη για τα φάρμακά που παρήγαγε. Η δίκη της δεν πρόλαβε ποτέ να εκδικαστεί, καθώς λίγους μήνες μετά τον εγκλεισμό της στις φυλακές, οι συγκρατούμενοι της τη λίντσαραν και την σκότωσαν στο κελί της.