Λέγεται Ελένη και η ιστορία της συγκίνησε τους Τούρκους. Πρόκειται για μια Πόντια, η οποία στην ανταλλαγή των πληθυσμών δεν έφυγε μαζί με την οικογένειά της στην Ελλάδα, αλλά εγκλωβίστηκε στην Τουρκία και μετά από πάρα πολλά χρόνια ξαναβρήκε τους δικούς της …
Η ιστορία της ήρθε στη δημοσιότητα με αφορμή την προσπάθεια να μεταφερθεί στην κινηματογραφική οθόνη μέσα από το δράμα του ξεριζωμού των χιλιάδων Ρωμιών το 1922-23.
Η προβολή αυτής της καταπληκτικής ιστορίας αιφνιδιάζει, καθώς η δημοσιοποίηση της υπόθεσης έγινε πρώτα από μερίδα του τουρκικού Τύπου (εφημερίδα Akşam).
Η προσφυγιά και ο χωρισμός
Το 1920 ζούσε σε ένα χωριό έξω από την Τραπεζούντα ο μεταλλουργός Χαράλαμπος Χρυσοστομίδης με το παρατσούκλι, Lampo Usta, (δηλαδή Μάστορα Λάμπη), με τη γυναίκα του Αναστασία και τη μικρή τους κόρη την Ελένη. Η ζωή τους κυλούσε ήρεμα και ο μάστορας κέρδιζε αρκετά για να ζει η οικογένειά του χωρίς στερήσεις.
Όλα αυτά όμως άλλαξαν με βίαιο τρόπο το 1923. Οι παραγωγοί της ταινίας δεν κάνουν καμία αναφορά για τη φρικτή γενοκτονία των Ποντίων, αλλά κάνουν ένα “άλμα” στο χρόνο και περιγράφουν την ώρα της αναγκαστικής προσφυγιάς.
Το ζευγάρι με τη 13 χρονών κόρη τους Ελένη πήραν ό,τι μπορούσαν μαζί τους και κατευθύνθηκαν μαζί με πολλούς άλλους Ελληνοπόντιους προς την Τραπεζούντα για να αποβιβαστούν στο πλοίο που θα τους έφερνε στην Ελλάδα. Στον δρόμο όμως τους σταμάτησε ένα ένοπλο τμήμα. Οι Τσέτες συγκέντρωσαν κάποια κορίτσια που διακρίνονταν για την ομορφιά τους και τα απήγαγαν.
Ο καημένος ο Χαράλαμπος χωρίς να μπορεί να κάνει κάτι έστειλε τη σύζυγό του προς το λιμάνι της Τραπεζούντιας, ενώ εκείνος έμεινε πίσω για να ψάξει για την κόρη του. Πέρασαν τέσσερις μήνες χωρίς κανένα αποτέλεσμα και η Ελένη δεν είχε βρεθεί. Εν τω μεταξύ, η γυναίκα του η Αναστασία έφυγε με το πλοίο της προσφυγιάς και έφτασε στην Καβάλα.
Στον Πόντο ο Χαραλάμπης συνέχιζε να ψάχνει παντού για την κόρη του. Στο χωριό του όπου ξαναπήγε του είπαν πως δεν έμεινε πίσω κανένας Έλληνας, καθώς όλοι είχαν φύγει και μάλιστα τον προειδοποίησαν ότι το αν παραμείνει εκεί υπήρχε μεγάλος κίνδυνος για τν ζωή του.
Τότε ήρθαν κάποιοι και του είπαν πως η Ελένη σκοτώθηκε από τους άτακτους και ότι είχαν δει το πτώμα της μαζί με άλλα πτώματα σε κάποιο ρέμα κοντά στην Τραπεζούντα.
Ο δύστυχος Χαραλάμπης χωρίς να μπορεί να συγκρατήσει τα δάκρυά του αποφάσισε τελικά να φύγει από τον Πόντο. Μετά από περιπλανήσεις τριών μηνών έφτασε στο Καντήκιοϊ της Κωνσταντινούπολης.
Η νέα ζωή του Χαραλάμπη στην Πόλη
Εκεί απελπισμένος, χωρίς τη γυναίκα και την κόρη του, ο Χαράλαμπος γνωρίζεται με έναν επιφανή Τούρκο, τον Süreyya Paşa, ο όποιος τον εκτίμησε και θαύμασε την επιδεξιότητά του στην τέχνη του. Ο Τούρκος τότε του άνοιξε ένα μαγαζί στο Καντήκιοϊ και ο Χαράλαμπος με τη μεγάλη του εργατικότητα απέκτησε πολλούς πελάτες και άρχισε να βγάζει πολλά χρήματα.
Ο Λάμπης τότε εγκατέλειψε την ιδέα να φύγει στην Ελλάδα και αφού γνωρίστηκε μια κοντοχωριανή του, την Antusa, που είχε μείνει και αυτή στην Πόλη, την παντρεύεται και κάνει μια κόρη, τη Σοφία.
Η Σοφία αφού μεγάλωσε παντρεύτηκε και έκανε ένα γιο. Ο γιός της αγάπησε πολύ τον παππού του, τον Λάμπη, ο όποιος συνεχώς του μιλούσε για τη χαμένη του θεία την Ελένη γιατί ποτέ δεν πίστεψε ότι είχε σκοτωθεί, αλλά ότι ζούσε χαμένη κάπου στον Πόντο.
Ο εγγονός βρίσκει την Ελένη στην Τραπεζούντα. Βρήκε και τη χαμένη γιαγιά
Ο γιός της Σοφίας μεγάλωσε έγινε χρυσοχόος και άνοιξε ένα μαγαζί κοντά στο Καπαλί Τσαρσί, αλλά συνεχώς σκέφτονταν για την Ελένη που είχε χαθεί. Απευθύνθηκε τότε σε ένα δικηγόρο και του ανέθεσε να ψάξει για τη χαμένη του θεία. Πριν περάσει πολύς καιρός, ένα τηλεφώνημα έκπληξη ήρθε από την Τραπεζούντα. Αυτοί που τηλεφωνούσαν τον ρώτησαν, «εσείς δεν είστε που ψάχνετε για την Εμινέ;». Δηλαδή την Ελένη.
Ο γιος της Σοφίας σάστισε και τότε έμαθε ότι η Ελένη είχε βρεθεί από την οικογένεια του Abdülkadir Sümer, που την είχαν υιοθετήσει και την ονόμασαν Εμινέ.
Παράλληλα όμως, καθώς έψαχνε για τη χαμένη κόρη του παππού του ρωτούσε και για τη χαμένη του γιαγιά την Αναστασία. Τότε μαθαίνει ότι η Αναστασία που βρίσκονταν στην Ελλάδα είχε παντρευτεί και αυτή και είχε κάνει δυο παιδιά. Τα παιδιά της Αναστασίας ήθελαν πολύ να έρθουν στην Τουρκία για να ψάξουν για τον Χαραλάμπη και τη χαμένη κόρη της Αναστασίας και τελικά κατάφεραν να έρθουν σε επαφή με το γιο της Σοφίας.
Παράλληλα, από την Τραπεζούντα ο Sümer, δηλαδή ο θετός πατέρας της Ελένης, μόλις έμαθε για όλη αυτή την ιστορία της υιοθετημένης του κόρης ήρθε στην Κωνσταντινούπολη και προσκάλεσε όλους τους συγγενείς της Εμινέ στην Τραπεζούντα.
Εδώ αντιλαμβάνεται κανείς τα συναισθήματα όλων αυτών καθώς μετά από πολλά χρόνια τα παιδιά της Αναστασίας και ο γιος της Σοφίας συναντήθηκαν στην Τραπεζούντα και βρήκαν τη χαμένη κόρη του Χαραλάμπη, την Ελένη, που τώρα ήταν η Εμινέ. Αλλά το πιο ίσως εντυπωσιακό σε όλη αυτή την συγκλονιστική ιστορία είναι ότι όλοι μαζί πήγαν και προσκύνησαν το μοναστήρι της Βαζελώνας, ένα από τα πιο ιερά μέρη του ελληνορθόδοξου Πόντου.
Η συγκλονιστική αυτή ιστορία, την οποία όταν τη διαβάσει κανείς στα τουρκικά πραγματικά συγκινείται, δείχνει για άλλη μια φορά το μεγάλο δράμα των Ποντίων.