Κατά την ελληνική μυθολογία ο ιχώρ είναι το αιθέριο χρυσό υγρό που είναι το αίμα των θεών, αλλά και των αθανάτων.
Μια από τις πρώτες αναφορές βρίσκεται στον Όμηρο [Ιλιάδα Ε.340], όπου στο πεδίο της μάχης ο Διομήδης πληγώνει με δόρυ τη θεά Αφροδίτη, από το χέρι της οποίας "έτρεχε το αθάνατο θεϊκό αίμα ιχώρ" (ρεε δ’ αμβροτον αίμα θεοιο ιχώρ). Στην αρχαία ελληνική γραμματεία αναφέρεται από τον Πλάτωνα στον Τίμαιο (83c5) και σε πολλούς ασθενείς του Ιπποκράτη.
Αυτό το αιθέριο ρευστό λέγεται ότι διατηρεί τις ιδιότητες των τροφίμων και των ποτών των αθανάτων, δηλαδή την αμβροσία και το νέκταρ. θεωρείται ότι είναι χρυσό στο χρώμα, καθώς και θανάσιμα τοξικό για τους θνητούς. Σύμφωνα με κάποιες αναφορές, κατά τις επιθέσεις εναντίον θεών γνωστών ημίθεων και ηρώων, σε περίπτωση τραυματισμού των τελευταίων, απελευθερωνόταν ιχώρ.Αναφέρεται ως το περιεχόμενο του κυκλοφορικού συστήματος του χάλκινου προστάτη γίγαντα της Κρήτης, Τάλω. Κατ' άλλους όμως το "αίμα" του γίγαντα ήταν υδράργυρος.
Λέγεται επίσης ότι Ιχώρ και όχι νερό κυλά στον ποταμό της Στύγας, σε μια από τις πύλες του Κάτω Κόσμου. Ο Ωριγένης αναφέρει ότι όταν τρυπήθηκε ο Χριστός με την λόγχη στο σταυρό δεν ήταν στην φύση του ιχώρ. (οὐκ ἦν ἰχώρ). Αντίστοιχη είναι και η ιστορία που αναφέρεται από τον Απολλώνιο τον Ρόδιο, που έγραψε στ' "Αργοναυτικά" (Βιβλίο 3) πως από τον ιχώρα του Προμηθέα, που έσταξε μέσα από την πληγή που άνοιξαν οι αετοί του Δία, βλάστησε ένα θαυματουργό φυτό.
Πετριχώρ
Ως πετριχώρ ή πετριχώρας ονομάζεται η οσμή που αναδύεται από το έδαφος όταν πέφτουν πάνω του οι σταγόνες της βροχής. Η ετυμολογία της λέξης προκύπτει από των συνδυασμό των ελληνικών λέξεων πέτρα και ιχώρ, όπου κατά την ελληνική μυθολογία ο ιχώρας ήταν το χρυσό υγρό που έρεε στις φλέβες των θεών αντί αίματος.
Προέλευση
Ο όρος χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1964 από Αυστραλούς ερευνητές (ως petrichor) για τους σκοπούς ενός επιστημονικού άρθρου που έγραψαν για το περιοδικό Nature,[1][2][3] και στο οποίο ανέλυσαν πώς η συγκεκριμένη οσμή αναδύεται από ένα έλαιο το οποίο παράγεται από κάποια φυτά κατά την διάρκεια των περιόδων ξηρασίας, και το οποίο απορροφάται από τα μαλακά πετρώματα του εδάφους.
Όταν πέφτει η βροχή, τα έλαια αυτά απελευθερώνονται και διαφεύγουν στον αέρα μαζί με γεωσμίνη, η οποία είναι οργανική χημική ένωση που παράγεται από κάποιες ομάδες ακτινομυκήτων στο έδαφος. Ο συνδυασμός του ελαίου και της γεωσμίνης παράγει τη χαρακτηριστική μυρωδιά του υγρού εδάφους μετά από βροχή, ενώ σε περίπτωση όπου υπάρχουν αστραπές απελευθερώνεται και το στοιχείο του όζοντος η οσμή του οποίου γίνεται αντιληπτή λίγο πριν βρέξει.
Βιβλιογραφία:
- Galenus Med., In Hippocratis librum vi epidemiarum commentarii vi Kühn volume 17a, page 983, line 8: καὶ ὁ <Πλάτων> δὲ ἐν τῷ Τιμαίῳ τοιοῦτόν τι σημαίνει διὰ τῆς ἰχώρων προσηγορίας ὧδέ πως λέγων· “ἰχὼρ δὲ ὁ μὲν αἵματος ὀρρὸς πρᾷος, ὁ δὲ μελαίνης χολῆς ὀξείας τε ἄγριος.
- Pseudo-Galenus Med., De urinis Volume 19, page 587, line 3: ἐκ τοῦδε φανερὸν τῶν χυμῶν οἱ μὲν ἐκ τοῦ φλέγματος γίνονται ὡς τὸ φλέγμα καὶ ἰχὼρ, οἱ δὲ μετὰ τοῦ αἵματος ὡς ἡ 'ξανθὴ χολὴ καὶ ὁ μέλας χυμός.
- Hippocrates et Corpus Hippocraticum Med., De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 5, chapter 1, section 101, line 2: Γυναικὶ, ἐν Ἀβδήροισι, καρκίνωμα ἐγένετο περὶ τὸ στῆθος, καὶ διὰ τῆς θηλῆς ἔῤῥεεν ἰχὼρ ὕφαιμος· ἐπιληφθείσης δὲ τῆς ῥύσιος, ἔθανεν.
- Hippocrates et Corpus Hippocraticum Med., De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 7, chapter 1, section 35, line 6: Καὶ τῷ Φανίου καὶ τῷ Εὐέργου· πελιαινομένων δὲ τῶν ὀστέων καὶ πυρεταινόντων, ἀφίστατο τὸ δέρμα ἀπὸ τοῦ ὀστέου, καὶ πῦον ὑπεμένετο· τούτοισι τρυπωμένοισιν ἐξ αὐτοῦ τοῦ ὀστέου ἀνήρχετο ἰχὼρ λεπτὸς, ὀῤῥώδης, ὕπωχρος, κάκοδμος, θανάσιμος.
- Hippocrates et Corpus Hippocraticum Med., De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 7, chapter 1, section 36, line 5: Μετὰ δὲ τὴν ἑβδόμην ἐξῄει ἰχὼρ ἐπιεικῶς· μετὰ ταῦτα τῇ γλώσσῃ οὐ πάντα ἔφη δύνασθαι ἑρμηνεύειν· πρόῤῥησις· ὀπισθότονος· ξυνεφέροντο αἱ γνάθοι ξυνερειδόμεναι, ἔπειτα ἐς τράχηλον, τριταῖος ὅλος ἐσπᾶτο ἐς τοὐπίσω ξὺν ἱδρῶτι· ἑκταῖος ἀπὸ τῆς προῤῥήσιος ἀπέθανεν.
- Hippocrates et Corpus Hippocraticum Med., De morbis popularibus (= Epidemiae) Book 7, chapter 1, section 52, line 7: Ἡγησιπόλιος παιδίον σχεδὸν τέσσαρας μῆνας ἄλγημα περὶ ὀμφαλὸν βρωτικὸν εἶχεν· προϊόντος δὲ, ἐπέτεινεν ἡ ὀδύνη, ἔκοπτε τὴν γαστέρα, ἐτίλλετο, θέρμαι ἐπελάμβανον· ἐτήκετο· ὀστέα ἐλείφθη· τὰ πόδια ἐπῴδει, ὄρχιες· γαστρὸς τὸ περὶ ὀμφαλὸν πεφυσημένον ἄρα, οἷον οἷσι μέλλουσι κοιλίαι ἐκταράσσεσθαι· ἀπόσιτος ἐγένετο, γάλα μοῦνον προσεδέχετο· ὑπόγυον, καὶ ἡ κοιλίη καθυγράνθη, καὶ ὕφαιμος ἰχὼρ ὑπῄει κάκοδμος· κοιλίη ἐπίμπρατο.
- Ομήρου Ιλιάδα, Ε340
- Origenes Theol., Contra Celsum Book 1, section 66, line 13: Παίζων γοῦν τὸ ἐπὶ τῷ σταυρῷ προχυθὲν αἷμα τοῦ Ἰησοῦ φησιν ὅτι οὐκ ἦν ἰχώρ, οἷός περ τε ῥέει μακάρεσσι θεοῖσιν.