Ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο αγαπημένος λαϊκός τραγουδιστής έζησε δύσκολα παιδικά και εφηβικά χρόνια. Για να βοηθήσει τη μητέρα του και τον μικρό αδερφό του ξεκίνησε να δουλεύει σε ηλικία 18 χρόνων στην φάμπρικα της κλωστοϋφαντουργίας της Λανατέξ. Εκεί, παρά τις δυσκολίες του επαγγέλματος του, ξεκίνησε το τραγούδι. Ο εργοστασιάρχης Παρβανίδης ακούγοντας τον να τραγουδά, τον κάλεσε στο γραφείο του, όχι για να του κάνει παρατήρηση αλλά να του εκφράσει τον θαυμασμό του για τη καταπληκτική φωνή του. Ο νεαρός Στέλιος του αποκάλυψε ότι όνειρο του είναι να αποκτήσει μια κιθάρα, αλλά δεν είχε τα χρήματα. Την επόμενη κιόλας μέρα, ο εργοδότης, του χάρισε την πρώτη κιθάρα του.
Τα πρώτα μεροκάματα και οι δυσκολίες
Η τύχη όμως για τον Καζαντζίδη, δεν σταμάτησε εκεί. Τραγουδώντας σπίτι του και έχοντας τα παράθυρα ανοιχτά, τον άκουσε ο Μάνθος Βενέτης και του πρότεινε να μπει στο συγκρότημα του.
Με ένα μικρό χαρτζιλίκι και ένα πιάτο φαϊ για μεροκάματο ξεκίνησε σιγά – σιγά να δουλεύει επαγγελματικά και η φήμη του να εξαπλώνεται στις γειτονιές. Σύντομα το «φαινόμενο Καζαντζίδης» προσέλκυσε τον δισκογραφικό κόσμο. Ο στιχουργός Χαράλαμπος Βασιλειάδης ακούγοντας τον, τον φέρνει σε επαφή με τον συνθέτη και μαέστρο της Columbia Στέλιο Χρυσίνη. Και έτσι ξεκίνησε τη σπουδαία καλλιτεχνική διαδρομή του, με πρώτο τραγούδι του «Για μπάνιο πάω», σε στίχους Απόστολου Καλδάρα, χωρίς όμως να κάνει πωλήσεις.
Σύμμαχος του στα δύσκολα ο συνθέτης Γιάννης Παπαϊωάννου, ο οποίος του δίνει μια δεύτερη ευκαιρία. Το τραγούδι «Δε θέλω το κακό σου» σε στίχους Κώστα Μάνεση και μουσική Γ. Παπαϊωάννου ξεχωρίζει στο κοινό. Και έτσι ανοίγεται μια μεγάλη καριέρα για τον Καζαντζίδη και οι μεγάλες συνεργασίες του με τους Χιώτη, Τσιτσάνη, Θεοδωράκη, Χατζιδάκι.
Και ενώ διανύει μεγάλες στιγμές και επιτυχίες, ο σπουδαίος τραγουδιστής έχει να αντιμετωπίσει τα συμφέροντα της νύχτας. Θέλοντας να μη γίνει συμμέτοχος σε μια διαδικασία εκμετάλλευσης από τους ιδιοκτήτες βάζει τους όρους του. Ελέγχει τη μαρκίζα, τις τιμές και το μενού των μαγαζιών που δουλεύει, μέχρι και το ωράριο του προσωπικού.
Οι εκβιασμοί της νύχτας
Ασυμβίβαστος στους ανθρώπους της νύχτας, οι οποίοι του ζητούν ποσοστά για προστασία, δεν διστάζει να έρθει ενώπιον τους και να τους αντισταθεί. Από τα ποικίλα περιστάτικα που είχε να αντιμετωπίσει ένα ήταν άκρως επικίνδυνο. Ο τραγουδιστής βρέθηκε απέναντι σε μια χειροβομβίδα. Ο εκβιαστής απασφάλισε μια χειροβομβίδα, τον κοίταξε στα μάτια και του είπε: «… απόψε τελειώνεις… γιατί όχι στο μου μαγαζί και πας στου τάδε;»…
Αυτή ήταν και η χαριστική βολή για τον Καζαντζίδη να αποφασίσει το 1965 να εγκαταλείψει τις πίστες και να επιλέξει εμφανίσεις σε συναυλίες κυρίως στο εξωτερικό.