Το ημερολόγιο έγραφε 22 Σεπτεμβρίου 2008 όταν το Καλλιμάρμαρο «σείστηκε» από την παρουσία ενός και μόνου ανδρός. Σε μια συναυλία στην οποία συμμετείχαν πολλοί σημαντικοί και σπουδαίοι ερμηνευτές, ήταν ο Δημήτρης Μητροπάνος εκείνος που συγκέντρωσε το χειροκρότημα και βίωσε (για άλλη μια φορά) την απόλυτη αποθέωση από το κοινό, με το οποίο πάντοτε έβρισκε κάποιον τρόπο σχεδόν υπερβατικό για να επικοινωνεί...
Κάτι που συνέβαινε από την αρχή της καριέρας του και σε κάθε περίοδο του καλλιτέχνη. Ο Μητροπάνος πάντοτε έβρισκε έναν δίαυλο επαφής με τον κόσμο, είτε τραγουδούσε τα λαϊκά του Γιώργου Ζαμπέτα και του Απόστολου Καλδάρα, είτε μεταλαμπάδευε στο κοινό τους στίχους και τις μουσικές του Δήμου Μούτση, του Μάνου Ελευθερίου και του Μίκυ Θεοδωράκη, είτε έμπαινε στον κόσμο του Μάριου Τόκα και του Χρήστου Νικολόπουλου, είτε κάνοντας μέχρι και «απρόσμενες» συνεργασίες, όπως αυτές με τον Νίκο Πορτοκάλογλου και τον Λάκη Παπαδόπουλο.
Αδιαφορώντας για… μόδες και σουξεδάκια, πάντοτε τολμούσε να πρωτοπορεί κι ο κόσμος αναγνώριζε στο πρόσωπό του την απουσία αυτού του αδηφάγου κυνηγιού για εφήμερη επιτυχία. Ο Μητροπάνος δεν συνήθιζε να κάνει «εκπτώσεις» στην πορεία του και η καταξίωση ήρθε μαζί με την αναγνώριση αυτής της διαφορετικότητάς του.
Γι’ αυτό ίσως οι μεγαλύτερες στιγμές του να είναι απόλυτα συνυφασμένες με τις ζωντανές εμφανίσεις του. Ιδιαίτερα εκείνες σε χώρους με την δική τους ιστορική βαρύτητα και σημειολογία, όπως το Ηρώδειο ή το Παναθηναϊκό Στάδιο, λες και το κοινό αντιλαμβανόταν ότι αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν απλά ένας κορυφαίος τραγουδιστής, αλλά κομμάτι της ίδιας της Ελλάδας και της κληρονομιάς της.
Μιας Ελλάδας που τότε –το 2008– είχε βιώσει τις καταστροφικές πυρκαγιές στην Ηλεία και προσπαθούσε να συνέλθει από το σοκ των εικόνων που έφταναν μέσω τηλεόρασης σε κάθε σπίτι. Εκείνο το γεγονός ξύπνησε την τάση του Έλληνα να συνεισφέρει όταν προκύπτει ανάγκη και μέσα σε αυτό το πλαίσιο είχε διοργανωθεί κι αυτή η μεγαλειώδης (όπως αποδείχτηκε) συναυλία στο Καλλιμάρμαρο τον Σεπτέμβρη.
Μόλις λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο του ίδιου έτους, ο Δημήτρης Μητροπάνος είχε μεταβεί στο Παρίσι. Ήταν ένα ταξίδι δύσκολο αφού δεν γινόταν για κανέναν καλό λόγο. Τα προβλήματα υγείας που αντιμετώπιζε είχαν θεριέψει και η μόνη λύση (δυστυχώς προσωρινή) ήταν η μεταμόσχευση νεφρού.
Άλλοι στη θέση τους θα είχαν απαντήσει αρνητικά στην πρόσκληση για συμμετοχή εκείνη την βραδιά. Ο Μητροπάνος, όχι. Και τελικά αυτή η πεισματική άρνησή του να προφυλαχτεί ήταν που χάρισε ένα γεγονός με ιστορικές προεκτάσεις. Όταν ανέβηκε στη σκηνή για να τραγουδήσει «αναγκάστηκε» να περιμένει. Για περίπου πέντε ολόκληρα λεπτά, το παρατεταμένο χειροκρότημα του πλήθους έκανε τον χρόνο να σταματήσει. Ήταν τέτοια η βουή που οι υπόλοιποι καλλιτέχνες στριμώχτηκαν στις γωνίες για να δουν και οι ίδιοι με το στόμα ανοιχτό ότι ο Μητροπάνος δεν είχε κάνει κάποιο «μαγικό» για να ξεσηκώσει τον κόσμο. Απλά στεκόταν εκεί αγέρωχος, αήττητος μα πάνω από όλα, ανθρώπινος.
«Θυμάμαι ότι, μόλις εμφανίστηκε, το χειροκρότημα των 70.000 θεατών μαζί με τις επευφημίες ήταν τόσο δυνατά, που εμείς δεν μπορούσαμε να ακούσουμε τι παίζαμε. Σεισμός πραγματικός. Οι υπόλοιποι καλλιτέχνες, έκπληκτοι, ανέβηκαν στη σκηνή για να δουν τι συμβαίνει. Εκείνος, στεκόμενος στο κέντρο, περίμενε ο κόσμος να τελειώσει, τον ευχαρίστησε με μια ιπποτική κίνηση και άρχισε να τραγουδά. Ακολούθησε πανδαιμόνιο και οι θεατές τραγούδησαν μαζί του όλους τους στίχους», έχει δηλώσει για το σπάνιο περιστατικό στην «Καθημερινή» ο μουσικός και ενορχηστρωτής Γιάννης Παπαζαχαριάκης, ως αυτόπτης (και κυρίως αυτήκοος…) μάρτυρας.
Ερμήνευσε το αξεπέραστο «Καλοκαίρια και Χειμώνες» συνοδεία 70.000 φωνών που ενώθηκαν με την δική του, προκαλώντας έναν μουσικό σεισμό ο οποίος τελικά δεν ήταν ο… κύριος. Λίγο αργότερα ακολούθησε η θρυλική «Ρόζα» και μαζί της η κίνηση σήμα-κατατεθέν του Μητροπάνου να ρίξει δυο στροφές ζεϊμπέκικου, έτσι όπως συνήθιζε, έτσι όπως ένιωθε, με τον κόσμο να παραληρεί και να γίνεται ένα με έναν άνθρωπο του οποίου το μεγαλύτερο επίτευγμα ήταν ότι κατάφερε να εμπνεύσει μένοντας πιστός στις αρχές του.
Ως φυσική παρουσία, ως ύλη, ο Μητροπάνος άντεξε μόνο ελάχιστα χρόνια μετά από αυτό το βράδυ. Στις 17 Απριλίου του 2012 μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο με οξύ διαρροϊκό σύνδρομο κι εμετούς, ενώ εμφάνισε και πνευμονικό οίδημα, αφήνοντας την ύστατη πνοή του στις 11:00 το πρωί, σε ηλικία 64 ετών. Η τελευταία του «συναυλία» ήταν βουβή. Δύο ημέρες αργότερα στο παρεκκλήσι του Αγίου Λαζάρου στο Α’ νεκροταφείο χιλιάδες έσπευσαν να τον αποχαιρετήσουν και είναι βέβαιο ότι ακόμη κι από κάποια άλλη διάσταση ο Μητροπάνος με μια κίνηση του χεριού του ξεκούμπωνε το σακάκι του κι έριχνε άλλη μια στροφή, όπως γούσταρε να κάνει.