Κατά την κατάρρευση της Γερμανίας, οι Ναζί προσπάθησαν να κρύψουν μια τεράστια ποσότητα χρυσού, αξίας 7,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων καθώς και χιλιάδες ανεκτίμητα κλεμμένα αριστουργήματα. Το μεγαλύτερο μέρος του θησαυρού δεν είχε ανακτηθεί ποτέ, αν και ορισμένα κομμάτια ανακαλύφθηκαν σε μια μικρή πόλη στο Τέξας, το 1990.
Προς το τέλος του Β' Παγκοσμίου Πολέμου, στις 3 Φεβρουαρίου του 1945, 950 βομβαρδιστικά έριχναν 2.265 τόνους εκρηκτικών στο Βερολίνο, ισοπεδώνοντας την πόλη. 2.000 άνθρωποι σκοτώθηκαν, άλλοι 120.000 έμειναν άστεγοι, και ολόκληρες γειτονιές καταστράφηκαν. Την ίδια ώρα, μέσα στην απόλυτη καταστροφή, κάποιοι φρόντιζαν να διασφαλίσουν τα πλούτη τους.
Σύμφωνα με τον ιστορικό Andrei Tapalaga του πανεπιστημίου του Surrey, 5.000 υπάλληλοι της κύριας ναζιστικής τράπεζας, της Reichsbank, κρύφτηκαν στο καταφύγιο στο υπόγειο του κτιρίου, την ώρα που το κτίριο κατεδαφιζόταν. Όταν η επίθεση σταμάτησε, όλοι οι εργαζόμενοι της Reichsbank και ο πρόεδρός της, Walther Funk, είχαν επιζήσει. Η καταστροφή της Reichsbank πυροδότησε μια παράξενη σειρά γεγονότων που θα οδηγούσαν σε ένα από τα τα πιο συναρπαστικά, άλυτα μυστήρια, στην ιστορία του Β' Παγκοσμίου Πολέμου.
ΣΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ
Φαίνεται ότι ένα μεγάλο μέρος του πλούτου της Γερμανίας είχε εξαφανιστεί χωρίς ίχνος, πριν εισέλθουν στα γερμανικά εδάφη οι Συμμαχικές Δυνάμεις. Τα υπόγεια της Reichsbank στέγαζαν τα περισσότερα αποθέματα χρυσού της ναζιστικής Γερμανίας, τα οποία υπολογίζονται σε 7,5 δισεκατομμύρια δολάρια (σε σημερινό χρήμα), συμπεριλαμβανομένων περίπου 1,5 δισεκατομμυρίων δολαρίων σε ιταλικό χρυσό.
Ο Dr. Funk αποφάσισε να στείλει τους ανώτερους αξιωματούχους της τράπεζας σε άλλες πόλεις, και διέταξε να μεταφερθούν τα αποθέματα χρυσού και χρήματος σε ένα τεράστιο αλατωρυχείο, το Kaiseroda, 320 χλμ. νοτιοδυτικά της πρωτεύουσας. Τα ναζιστικά αποθέματα ζύγιζαν περίπου 100 τόνους χρυσού και περιείχαν 1.000 σακούλες τραπεζογραμματίων, που απαιτούσαν 13 βαγόνια τρένου για να μεταφερθούν.
Ωστόσο, σε λιγότερο από επτά εβδομάδες, η Τρίτη Στρατιά των ΗΠΑ, με επικεφαλής τον στρατηγό George S. Patton, είχε κερδίσει έδαφος. Λόγω της επικείμενης εορτής του Πάσχα, η μεταφορά όλου του θησαυρού δεν μπόρεσε να ολοκληρωθεί αφήνοντας πίσω 600 σακούλες γεμάτες χαρτονομίσματα και πολυάριθμες ποσότητες χρυσού.
Στις 4 Απριλίου οι Αμερικανοί έφτασαν στο Kaiseroda και αμέσως ανακάλυψαν πού ήταν κρυμμένος ο θησαυρός. Στις 7 Απριλίου, Αμερικανοί αξιωματικοί βρέθηκαν σε βάθος 640 μέτρων, όπου βρήκαν ένα δισεκατομμύριο γερμανικά μάρκα.
Μετά την ανατίναξη της χαλύβδινης πόρτας του δωματίου υπ' αριθμόν 8, ο αμερικανικός στρατός ανακάλυψε πάνω από 400 αριθμημένες σακούλες, την αποθήκη που περιείχε 8.527 ράβδους χρυσού, χρυσά νομίσματα και στοίβες τραπεζογραμματίων. Οι ράβδοι χρυσού και ασημιού, πεπλατυσμένες για ευκολότερη αποθήκευση, ήταν συσκευασμένες σε κιβώτια και σεντούκια.
Υπήρχαν επίσης βαλίτσες γεμάτες με διαμάντια, μαργαριτάρια και άλλες πολύτιμες πέτρες που είχαν κλαπεί από τα θύματα των στρατοπέδων εξόντωσης, καθώς και σακούλες γεμάτες με χρυσά οδοντιατρικά στοιχεία. Επρόκειτο για έναν από τους πλουσιότερους θησαυρούς στον κόσμο, εκείνη την εποχή.
Πρακτικά, ο θησαυρός αυτός στην ολότητά του, αποτελούσε το 93,17% του συνόλου του χρηματοοικονομικού αποθεματικού της Γερμανίας. Σε άλλα ευρήματα, εντοπίστηκαν 400 τόνοι έργων τέχνης, στα οποία συγκαταλέγονταν πίνακες από 15 γερμανικά μουσεία και πολύτιμα βιβλία από τη συλλογή Γκαίτε της Βαϊμάρης, καθώς και αρχαιότητες (ανάμεσά τους και ελληνικές, με προσπάθειες επαναπατρισμού να συνεχίζονται ως σήμερα).
Οι θησαυροί που βρέθηκαν στο αλατωρυχείο κλείστηκαν σε 11.750 κοντέινερ και φορτώθηκαν σε 32 φορτηγά για να μεταφερθούν στη Φρανκφούρτη, όπου αποθηκεύτηκαν στα υπόγεια του τοπικού υποκαταστήματος της Reichsbank. Φήμες υπήρξαν για την απώλεια ενός φορτηγού, ωστόσο κανένα έργο τέχνης ή απόθεμα δεν χάθηκε κατά τη μεταφορά.
ΕΝΑ ΜΕΓΑΛΟ ΜΕΡΟΣ ΤΟΥ ΘΗΣΑΥΡΟΥ ΕΞΑΚΟΛΟΥΘΕΙ ΝΑ ΛΕΙΠΕΙ
Σύμφωνα με τον Τζόζεφ Γκέμπελς, τον επικεφαλής της προπαγάνδας του Χίτλερ, υπεύθυνος για την απώλεια του μεγαλύτερου μέρους του θησαυρού ήταν ο ίδιος ο Funk. Ο Φύρερ είχε εγκρίνει την πρωτοβουλία για τη μεταφορά του θησαυρού, ωστόσο συντάκτης του σχεδίου ήταν ένας συνταγματάρχης της αστυνομίας, ονόματι Friedrich Josef Rauch. Ο ίδιος είχε προτείνει το 6,83% των επίσημων αποθεμάτων χρυσού να βρουν καταφύγιο στη Βαυαρία. Τους επόμενους μήνες, οι βομβαρδισμοί των Συμμάχων διέκοψαν τις επικοινωνίες και οι μεμωνομένες πρωτοβουλίες δεν είχαν αποτέλεσμα. Το χρυσάφι φορτώθηκε σε δύο τρένα υπό τη συνοδεία φορτηγών.
Μέσα στο χάος μιας καταρρέουσας αυτοκρατορίας, τα τρένα χρειάστηκαν δύο εβδομάδες για να διανύσουν τη διαδρομή 800 χιλιομέτρων προς το Μόναχο. Κατά την πορεία του, ο συνεργάτης του Dr. Funk, Hans Alfred von Rosenberg-Lipinski, διέταξε τα αποθέματα να μεταφερθούν στα φορτηγά. Τα φορτηγά μετέφεραν το τμήμα του θησαυρού σε μια μικρή πόλη στις Βαυαρικές Άλπεις, ενώ τα τρένα κατευθύνονταν προς το Μόναχο. Ο ίδιος ο Hans Alfred von Rosenberg-Lipinski, κράτησε για τον εαυτό του μια τσάντα με ξένα νομίσματα και πέντε μικρά κιβώτια με χρυσό.
Όμοια πρακτική με τον Hans Alfred von Rosenberg-Lipinski ακολούθησαν κι άλλοι τραπεζικοί υπάλληλοι. Φορτηγά φορτωμένα με το μέρος του θησαυρού, διέσχιζαν συχνά τα δασώδη βουνά του Karwendel, φτάνοντας σε ένα απομονωμένο στρατόπεδο εκπαίδευσης πεζικού. Καθώς οι αξιωματικοί συζητούσαν σχετικά με το πού να κρύψουν ό,τι είχε απομείνει από το ταμείο του έθνους, ο Emil Januszewski της Reichsbank εξαφάνισε ράβδους χρυσού (αξίας σχεδόν μισού εκατομμυρίου δολαρίων). Εν τω μεταξύ, τα υπόλοιπα αποθέματα χρυσού είχαν θαφτεί σε καλά προστατευμένες κρυψώνες κοντά σε μια μικρή απομονωμένη αλπική καλύβα γνωστή ως Forest House. Τα τραπεζογραμμάτια χωρίστηκαν σε τρία τμήματα και κρύφτηκαν σε τρεις διαφορετικές κορυφές βουνών. Τα δύο εξ αυτών, κατέληξαν στα χέρια κάποιου Karl Jacob, τοπικού αξιωματούχου. Έκτοτε, αγνοούνται.
Αρκετοί κατώτεροι ναζί που συμμετείχαν στην απόκρυψη του θησαυρού, συμπεριλαμβανομένων διακεκριμένων στρατιωτών, πήραν και αυτοί ο,τι μπορούσαν. Ο Dr. Funk και άλλοι επιφανείς αξιωματούχοι των Ναζί συνελήφθησαν σύντομα από τις συμμαχικές δυνάμεις, αλλά κανένας δεν αποκάλυψε το πού ήταν κρυμμένα τα αποθέματα χρυσού που είχαν χαθεί.
Τελικά, ο στρατός των ΗΠΑ ανέκτησε μέρος του χρυσού της Reichsbank αξίας περίπου 14 εκατομμυρίων δολαρίων, καθώς και γερμανικό χρυσό από άλλες κυβερνητικές υπηρεσίες αξίας 41 εκατομμυρίων δολαρίων, αλλά ο θησαυρός του Forest House δεν εντοπίστηκε. Επί τέσσερα χρόνια, οι αμερικανοί προσπαθούσαν να λύσουν το μυστήριο, αλλά τελικά κατέληξαν στο ότι περίπου 3,5 εκατομμύρια (46,5 εκατομμύρια σήμερα) σε χρυσό και περίπου 2 εκατομμύρια (12 εκατομμύρια σήμερα) σε τραπεζογραμμάτια είχαν χαθεί χωρίς ίχνος.
ΣΥΜΜΑΧΟΙ ΜΕ ΧΡΥΣΑΦΙ
Οι Γερμανοί δεν ήταν οι μόνοι που "εκμεταλλεύτηκαν" την ευκαιρία. Πολλοί Αμερικανοί στρατιώτες υπέκυψαν στον πειρασμό με πολύτιμα έργα τέχνης να μεταφέρονται παράνομα στις Ηνωμένες Πολιτείες. Οι ένοχοι δικάστηκαν για κλοπή και είτε καταδικάστηκαν σε φυλάκιση, είτε απολύθηκαν.
Αργότερα, το 1990, ο κόσμος συγκλονίστηκε όταν έγινε γνωστό πως σημαντικά έργα της μεσαιωνικής τέχνης, βγήκαν προς πώληση από τους κληρονόμους ενός βετεράνου πολέμου στο Whitewright, μια μικρή πόλη στο Τέξας.
Μέχρι τον θάνατό του το 1980, ο Joe T. Meador κρατούσε τυλιγμένο σε μια κουβέρτα ένα ανεκτίμητο χειρόγραφο των τεσσάρων Ευαγγελίων που χρονολογείται από τον ένατο αιώνα. Δεμένο σε ένα εξαιρετικό τόμο από ασήμι και χρυσό, το χειρόγραφο 1.100 ετών, που περιέχει εικονογραφήσεις, προερχόταν από μια εκκλησία στο Quedlinburg της Γερμανίας. Τελικά πωλήθηκε στην Ελβετία για 3 εκατομμύρια δολάρια.
Όπως αποδείχθηκε, ο θησαυρός του Meador περιείχε επίσης ένα χειρόγραφο του 1513 και μια λειψανοθήκη του 10ου αιώνα. Ο θησαυρός είχε αφαιρεθεί από την εκκλησία στο Quedlinburg και ήταν κρυμμένος σε ένα φρεάτιο ορυχείου για να προστατευτεί από τα συμμαχικά στρατεύματα.
Φαίνεται ότι ο Meador, που υπηρέτησε ως υπολοχαγός, έκλεψε τα αντικείμενα και τα έστειλε στις Ηνωμένες Πολιτείες, ολοκληρώνοντας έτσι μια από τις μεγαλύτερες κλοπές αντικειμένων τέχνης του εικοστού αιώνα. Μετά τον θάνατό του, όταν οι κληρονόμοι άρχισαν να πωλούν τα αντικείμενα, αμερικανικές υπηρεσίες όπως το FBI, άρχισαν μια σειρά από έρευνες. Μετά από μήνες νομικών ελιγμών, οι κληρονόμοι συμφώνησαν να παραδώσουν ολόκληρο τον θησαυρό για συνολικά 2,75 εκατομμύρια δολάρια.
Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΑΡΓΕΝΤΙΝΗΣ ΚΑΙ Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΟΥ ΜΠΟΡΜΑΝ
Για το πώς ενεπλάκη η Αργεντινή σε μεγάλο μέρος των δοσοληψιών των ναζί έχει γράψει οι Bill O'Reilly και ο Martin Dugard στο εξαιρετικό βιβλίο "Σκοτώνοντας τα SS" που κυκλοφορεί στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Διόπτρα. Όπως αναφέρεται στο βιβλίο, ο γραφειοκράτης Μάρτιν Μπόρμαν, στενός συνεργάτης του Χίτλερ, ανέλαβε το καταφύγιό του μετά τον θάνατό του. Ο Μπόρμαν έφερε τον τίτλο του SS-Reichsleiter, του Επικεφαλής δηλαδή του γραφείου του Αρχηγού του Ράιχ. Ο Μπόρμαν ήταν τόσο αφοσιωμένος μάλιστα στον Χίτλερ που σπανίως έβλεπε την οικογένειά του. O έμπιστος του Χίτλερ ως οικονομικός σύμβουλος και προστάτης των οικονομικών του, προσπαθούσε να αυξήσει διαρκώς τη δική του επιρροή. Μάλιστα είναι ο άνθρωπος που έκανε τον Χίτλερ να διατάξει την εκτέλεση του Ρόμελ, μετά από αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας εναντίον του. Με τις ευλογίες του Χίτλερ είχε εκπονήσει τα σχέδια για την αναστήλωση της Γερμανίας μετά το τέλος του πολέμου. Τον Αύγουστο του 1944 οργάνωσε τη συγκέντρωση των βιομηχάνων στο Στρασβούργο με στόχο τη διευκόλυνση της μεταφοράς κεφαλαίων σε άλλες χώρες, όπου θα ήταν ασφαλή μετά τον πόλεμο. Έτσι, ιδρύθηκαν 750 εταιρείες σε όλο τον πλανήτη ώστε να κρυφτούν οι περιουσίες των ναζί.
Η Αργεντινή έγινε βάση για ενενήντα οκτώ εξ αυτών. Επιπλέον, ο Μπόρμαν είχε επιβλέψει την αποστολή με πλοίο διαμαντιών, χρυσού και ομολόγων σε αυτή τη χώρα της Νοτίου Αμερικής. Σε μια ακραία αλλά μη αποδεδειγμλένη απάτη, ο Μπόρμαν λέγεται πως έστησε την Επιχείρηση "Γη του Πυρός" για να μεταφέρει με υποβρύχιο αυτόν τον πλούτο στο Μπουένος Άιρες. Μάλιστα, σχεδίασε και τη δική του φυγή στην Αργεντινή. Ο Μπόρμαν υπήρξε μάρτυρας της διαθήκης του Χίτλερ, η οποία του έδινε τον έλεγχο του κόμματος των ναζί μετά τον θάνατο του Φίρερ. Πρακτικά, με τη διαθήκη γινόταν ο αρχηγός του κράτους της Γερμανίας. Εικασίες υπήρξαν ότι ο Μπόρμαν, όντας τραυματισμένος κατάφερε να διαφύγει από το Βερολίνο.
Σύμφωνα με αρχεία της KGB από το 1945, κατάφερε μάλιστα να φτάσει στην Αργεντινή, ενώ τις πληροφορίες επιβεβαίωσε και ο δημοσιογράφος Πολ Μάνινγκ του CBS. Από το 1945 και μετά επικράτησε μυστήριο γύρω από τη διαφυγή του και τη μετέπειτα ζωή του, ωστόσο το 1998, βάσει εξέτασης DNA σε κρανία νεκρών που έγινε από γερμανούς ερευνητές, ταυτοποιήθηκε η σορός του.
Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΗΣ ΠΟΡΤΟΓΑΛΙΑΣ
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Πορτογαλία που διατηρούσε καθεστώς ουδετερότητας, ήταν ένα από τα κέντρα παραγωγής βολφραμίου το οποίο πωλείτο τόσο στις δυνάμεις του Συμμάχων όσο και του Άξονα. Το βολφράμιο είναι ένα κρίσιμο μέταλλο για εξοπλισμούς, ειδικά για σφαίρες και οβίδες. Η γερμανική βιομηχανία εξοπλισμών εξαρτώνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από τις προμήθειες της Πορτογαλίας.
Κατά τη διάρκεια του πολέμου, η Πορτογαλία ήταν ο δεύτερος μεγαλύτερος αποδέκτης ναζιστικού χρυσού, μετά την Ελβετία. Οι εμπορικές συναλλαγές των ναζί με την Πορτογαλία ήταν σε σκληρό νόμισμα, αλλά το 1941 η Κεντρική Τράπεζα της Πορτογαλίας διαπίστωσε ότι μεγάλο μέρος αυτού ήταν πλαστό και ο Πορτογάλος ηγέτης Αντόνιο ντε Ολιβέιρα Σαλαζάρ, ζήτησε όλες οι περαιτέρω πληρωμές να πραγματοποιούνται σε χρυσό. Εν συνεχεία η Βρετανία επέτρεψε στη χώρα να κρατήσει τα αποθεματικά της.
Η ΕΜΠΛΟΚΗ ΤΟΥ ΒΑΤΙΚΑΝΟΥ
Στις 21 Οκτωβρίου του 1946, το Υπουργείο Εξωτερικών των ΗΠΑ έλαβε μια απόρρητη έκθεση από το Υπουργείο Οικονομικών των ΗΠΑ και τον πράκτορα Έμερσον Μπίγκελοου. Η έκθεση διαπίστωνε ότι ο Μπίγκελοου έλαβε αξιόπιστες πληροφορίες για το θέμα από το Αμερικανικό Γραφείο Στρατηγικών Υπηρεσιών (OSS) ή αξιωματούχους πληροφοριών της CIC του Στρατού των ΗΠΑ. Το έγγραφο, που αναφέρεται ως "Έκθεση Μπίγκελοου" αποχαρακτηρίστηκε στις 31 Δεκεμβρίου 1996, και κυκλοφόρησε το 1997.
Η έκθεση ισχυριζόταν ότι το 1945 το Βατικανό κατέσχεσε 350 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα (1,5 δισεκατομμύρια δολάρια) σε ναζιστικό χρυσό για "φύλαξη", εκ των οποίων 150 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα είχαν κατασχεθεί από τις βρετανικές αρχές στα αυστρο-ελβετικά σύνορα. Η έκθεση ανέφερε επίσης ότι το υπόλοιπο του χρυσού διατηρήθηκε σε έναν από τους ελβετικούς τραπεζικούς λογαριασμούς του Βατικανού. Οι αλλές εκθέσεις πληροφοριών, οι οποίες επιβεβαίωσαν την έκθεση Μπίγκελοου, πρότειναν επίσης ότι περισσότερα από 200 εκατομμύρια ελβετικά φράγκα, ένα ποσό που σε μεγάλο βαθμό ήταν σε χρυσά νομίσματα, μεταφέρθηκαν στην Πόλη του Βατικανού ή στο Ινστιτούτο για τα έργα της θρησκείας (γνωστή και ως Τράπεζα του Βατικανού), με τη βοήθεια ενός Ρωμαιοκαθολικού κληρικού και του Φραγκισκανικού Τάγματος.
Οι αξιώσεις αυτές απορρίπτονται από την Τράπεζα του Βατικανού: "Στην πραγματικότητα δεν υπάρχει βάση για την έκθεση Μπίγκελοου", είχε δηλώσει ο εκπρόσωπος του Βατικανού Χοακίν Ναβάρο-Βαλς, όπως ανέφερε το περιοδικό Time.