31 Οκτωβρίου 1985, 10:40μ.μ. Το λεωφορείο της γραμμής 159, που εκτελούσε το δρομολόγιο Ακαδημία-Αργυρούπολη, τινάχτηκε στον αέρα.
Η ισχυρή έκρηξη είχε ως αποτέλεσμα να τραυματιστούν σοβαρά 39 επιβάτες, οι περισσότεροι εκ των οποίων ήταν ανήλικοι μαθητές που επέστρεφαν από τα φροντιστήρια στο κέντρο της Αθήνας. Ορισμένοι πέρασαν μήνες καθηλωμένοι στο κρεβάτι, ενώ ένας από τους τραυματίες τελικά ακρωτηριάστηκε.
Το τοπίο μετά την έκρηξη, στο ύψος της Λεωφόρου Βουλιαγμένης 182 έμοιαζε βομβαρδισμένο. Ο σκελετός του λεωφορείου καταστράφηκε ολοσχερώς και τα συντρίμμια του εκσφενδονίζονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Η οροφή είχε “διπλωθεί” μέχρι τη θέση του οδηγού, ο οποίος βγήκε σώος και τρομοκρατημένος από το όχημα.
“Σταμάτησα το λεωφορείο και προσπάθησα να σωθώ κι εγώ”.
Αυτά ήταν τα πρώτα του λόγια στους αστυνομικούς. Το μόνο που άκουσε ήταν ένας εκκωφαντικός κρότος κι έπειτα το όχημα να ανατινάζεται. Νωρίτερα είχε αισθανθεί τη μηχανή να “μπουκώνει”, όμως το πρόβλημα ξεπεράστηκε άμεσα.
Οι αυτόπτες μάρτυρες που ήταν τριγύρω, περιέγραψαν το σκηνικό «σαν να έγινε ένας σεισμός και να ξεπήδηξαν φλόγες από τη γη».
Οι αστυνομικοί που έφτασαν άμεσα διαπίστωσαν από πολύ νωρίς ότι δεν επρόκειτο για βλάβη της μηχανής.
Η έκρηξη οφειλόταν σε αυτοσχέδια βόμβα που βρισκόταν στο πίσω μέρος του λεωφορείου.
Έρευνες
Το τραγικό συμβάν σόκαρε την ελληνική κοινωνία. Δεν ήταν μόνο μια τρομακτική επίθεση αλλά έγινε σε δημόσιο μέσο μεταφοράς και εναντίον ανηλίκων. Ο καθένας θα μπορούσε να είναι επιβάτης. Ο καθένας θα μπορούσε να χάσει το παιδί του. Η απειλή ήταν πέρα από κάθε λογική. Ο τότε πρωθυπουργός, Ανδρέας Παπανδρέου, σε δηλώσεις του έκανε λόγο για «άνανδρη και εγκληματική πράξη, που μπορεί να προκαλέσει αποσταθεροποίηση των δημοκρατικών θεσμών».
Την έρευνα ανέλαβε το 1ο Τμήμα Προστασίας Πολιτεύματος της Υποδιεύθυνσης Κρατικής Ασφαλείας δηλαδή η μετέπειτα Αντιτρομοκρατική Υπηρεσία. Αρχικά επιδίωξε να “χαρτογραφήσει” τις πίσω θέσεις του λεωφορείου. Κατέληξαν ότι γύρω από τον εκρηκτικό μηχανισμό, που πιθανότατα βρισκόταν μέσα σε ένα σακίδιο, κάθονταν 7 μαθητές και ένας 24χρονος ιρακινός. Στο στόχαστρο μπήκε ο δεύτερος.
Ο Οράχα Καλίντ ήταν φοιτητής Θεολογίας και την περίοδο εκείνη νοίκιαζε ένα διαμέρισμα στην περιοχή του Αγίου Δημητρίου. Έχοντας τραυματιστεί και ο ίδιος από την έκρηξη, έδωσε τις πρώτες καταθέσεις από το νοσοκομείο. Οι αστυνομικοί υποψιάζονταν ότι “πρόσεχε” μία τσάντα που ενδεχομένως περιείχε τον μηχανισμό. Ο ίδιος αρνήθηκε την οποιαδήποτε ανάμιξη. Οι μαρτυρίες δεν ήταν αξιοποιήσιμες, καθώς όλα συνέβησαν σε κλάσματα δευτερολέπτου, ενώ και τα στοιχεία που είχαν στα χέρια τους οι αρχές ήταν ελάχιστα.
Εν τω μεταξύ αναμίχθηκε η ιρακινή πρεσβεία, προκειμένου να προασπίσει τα δικαιώματα του 24χρονου. Λίγους μήνες αργότερα, ο Ιρακινός έφυγε για πάντα από την Ελλάδα.
Ακολούθησαν εργαστηριακές έρευνες και πειραματικές εκρήξεις. Σύμφωνα με την έκθεση που συντάχθηκε λίγους μήνες αργότερα, «η έκρηξη προήλθε από αυτοσχέδιο, ωρολογιακό μηχανισμό που αποτελείτο από εκρηκτική ύλη, πυροκροτητή, ρολόι επιτραπέζιο, καλώδια, βύσματα και μπαταρία. Όλος αυτός οι μηχανισμός ήταν περιτυλιγμένος με ύφασμα για την αποφυγή κραδασμών και του θορύβου του ωρολογίου».
Το απειλητικό τηλεφώνημα
Ένα συμβάν που αρχικά δεν συνδέθηκε με την έκρηξη ήταν ένα προειδοποιητικό τηλεφώνημα που έλαβε η Άμεση Δράση το βράδυ εκείνο. Λίγο πριν την τραγωδία, άγνωστοι ενημέρωσαν ότι είχαν τοποθετήσει βόμβα στην οδό Κανάρη 15, έξω από το σπίτι της οικογένειας Τσάτσων που ήταν ιδιοκτήτες της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ. Η Άμεση Δράση ανταποκρίθηκε στο τηλεφώνημα και έστειλε έναν αστυνομικό, ο οποίος όμως δεν εντόπισε τίποτα στο σημείο.
Ωστόσο, την επομένη, κοντά στο σπίτι της οικογένειας, βρέθηκαν δύο προκηρύξεις που υπέγραφε η νεοεμφανιζόμενη οργάνωση «Επαναστατική Μαχητική Αριστερά». Αναλάμβαναν την ευθύνη για την -ανύπαρκτη- «βομβιστική επίθεση κατά της κατοικίας των επιχειρηματιών στο Κολωνάκι». Μεταξύ άλλων, ανέφεραν ότι «δείχνοντας την έμπρακτη αντίστασή μας ενάντια στο καπιταλιστικό καθεστώς, χτυπήσαμε σήμερα συμβολικά το σπίτι των Τσάτσων (στην οδό Κανάρη στο Κολωνάκι), που αποτελούν μία από τις χαρακτηριστικές εκφράσεις της χυδαιότητας του ελληνικού αστισμού». Η προκήρυξη κατέληγε:
Κασσίμης-Τσουτσουβής ζουν μέσα στους αγώνες μας. Θα νικήσουμε. Επαναστατική Μαχητική Αριστερά (ΕΜΑ).
Ο Χρήστος Τσουτσουβής, ιδρυτής της «Αντικρατικής Πάλης», είχε σκοτωθεί σε συμπλοκή με τους αστυνομικούς λίγους μήνες νωρίτερα, τον Μάιο του ’85.
Βάσει των νέων δεδομένων, οι αρχές κατέληξαν ότι το επικρατέστερο σενάριο ήταν πως κάποιος περαστικός πήρε εν αγνοία του την τσάντα με τον εκρηκτικό μηχανισμό, “θεωρώντας ότι περιείχε κάποιο πολύτιμο αντικείμενο”. Έπειτα, ανυποψίαστος επιβιβάστηκε στο λεωφορείο, με αποτέλεσμα η ωρολογιακή βόμβα να ανατιναχθεί στο λάθος σημείο.
Παρά τις ανακρίσεις και την επιμονή των αστυνομικών, κανείς από τους επιβάτες δεν παραδέχθηκε ότι πήρε από τον δρόμο μία ξένη τσάντα.
Η σύνδεση με τη 17Ν
Οι έρευνες της Αστυνομίας την εποχή του αιματηρού επεισοδίου δεν κατέληξαν πουθενά. Το γεγονός ότι η «Επαναστατική Μαχητική Αριστερά» δεν πραγματοποίησε ποτέ ξανά κάποια επίθεση, είχε φέρει τις αρχές σε τέλμα. Η υπόθεση επανήλθε στο πεδίο της έρευνας, μετά τη σύλληψη των ηγετικών στελεχών της 17 Νοέμβρη.
Σύμφωνα με την αστυνομία, η ΕΜΑ ήταν δημιούργημα των ίδιων ατόμων που δύο χρόνια αργότερα ίδρυσαν την «1η Μάη».
Οι αξιωματικοί της ΕΛΑΣ κατέληξαν στο συμπέρασμα, ότι βάσει του αρχικού σχεδιασμού, πριν από την αποτυχημένη βομβιστική επίθεση, η ΕΜΑ θα αποτελούσε μια «τρίτη» τρομοκρατική οργάνωση, πέρα από τη 17Ν και τον Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα (ΕΛΑ). Ο εκτελεστικός της βραχίονας όμως θα αποτελούταν από μέλη της 17Ν.
Η «1η Μάη» τελικά ξεκίνησε “επίσημα” την δράση της το 1987 με την αποτυχημένη απόπειρα δολοφονίας του τότε προέδρου της ΓΣΕΕ Γιώργου Ραυτόπουλου. Το 1989 ανέλαβε την ευθύνη για τη δολοφονία του αντεισαγγελέα του Αρείου Πάγου Αναστασίου Βερνάρδου. Στη συνέχεια, η «1η Μάη» απορροφήθηκε από τον «Επαναστατικό Λαϊκό Αγώνα» (ΕΛΑ).
Έτσι, παρότι δεν αποδόθηκαν ποτέ επίσημα ευθύνες για την αιματηρή επίθεση του 1985, οι αρχές πιστεύουν ότι αποκαλύφθηκαν οι καταβολές της μυστήριας μέχρι τότε τρομοκρατικής οργάνωσης που είχε την ευθύνη της επίθεσης. Αυτό που δεν απαντήθηκε από τις αρχές, ήταν γιατί να κάνουν επίθεση εναντίον ανυποψίαστων πολιτών και ανήλικων μαθητών. Αυτή η ενέργεια δεν ταίριαζε στο προφίλ της 17Ν ούτε και εξυπηρετούσε τα σχέδια τον τρομοκρατικών οργανώσεων που ήθελαν να προκαλούν τη συμπάθεια της κοινής γνώμης. Κάτι που η 17Ν το είχε καταφέρει, τα πρώτα χρόνια της δράσης της, πριν την εσκεμμένη δολοφονία του Παύλου Μπακογιάννη και μετά του νεαρού Αξαρλιάν, που τη χαρακτήρισαν παράπλευρη απώλεια.
https://www.mixanitouxronou.gr