Η κατάταξη των κειμένων ακολουθεί την χρονολογική σειρά της πρώτης δημοσίευσης (η σχετική χρονολογία σημειώνεται στο τέλος του κάθε ποιήματος)· και η μορφή άλλωστε του κειμένου ακολουθεί, με επουσιώδεις διορθώσεις, αυτή της πρώτης δημοσίευσης (στην έντυπη έκδοση των εκδ. Ίκαρος σε επιμέλεια Γ. Π. Σαββίδη ο αναγνώστης θα βρει και προγενέστερες ή μεταγενέστερες παραλλαγές).
Βακχικόν
Από του κόσμου κεκμηκώς την πλάνον αστασίανεντός του ποτηρίου μου εύρον την ησυχίαν·ζωήν κι ελπίδα εν αυτώ και πόθους εσωκλείω·δότε να πίω.
5Μακράν εδώ των συμφορών, των θυελλών του βίου,αισθάνομ’ ως διασωθείς ναύτης εκ ναυαγίουκι εν ασφαλεί ευρισκόμενος εντός λιμένος πλοίω.Δος μοι να πίω.
Ω! υγιής του οίνου μου ζέσις, απομακρύνεις10πάσαν ψυχράν επιρροήν. Φθόνου ή καταισχύνης,ή μίσους ή διαβολών, δεν με εγγίζει κρύο·δότε να πίω.
Την άχαριν αλήθειαν γυμνήν δεν βλέπω πλέον.Άλλην απήλαυσα ζωήν, και κόσμον έχω νέον·15εν των ονείρων τω ευρεί ευρίσκομαι πεδίω —δος, δος να πίω!
Και αν είναι δηλητήριον, και αν εύρω την πικρίαντης τελευτής εντός αυτού, εύρον πλην ευτυχίαν,τέρψιν, χαράν, και έπαρσιν εν τω δηλητηρίω·20δότε να πίω!
Ο Ποιητής και η Μούσα
Ο ΠΟΙΗΤΗΣ Προς τί καλόν, τί όφελος ηθέλησεν η τύχη,κι εν τη αδυναμία μου επλάσθην ποιητής;Μάταιοι είν’ οι λόγοι μου· της λύρας μου οι ήχοιαυτοί οι μουσικότεροι δεν είναι αληθείς. 5Εάν θελήσω ευγενές αίσθημα να υμνήσω,όνειρα είν’, αισθάνομαι, η δόξα κι η αρετή.Παντού απογοήτευσιν ευρίσκ’ όπου ατενίσω,κι επί ακάνθων πανταχού ο πους μου ολισθεί. Η γη ’ναι σφαίρα σκοτεινή, ψυχρά τε και δολία.10Τα άσματά μου πλανερά του κόσμου είν’ εικών.Έρωτα ψάλλω και χαράν. Αθλία παρωδία,αθλία λύρα, έρμαιον παντοίων απατών! Η ΜΟΥΣΑ Δεν είσαι ψεύστης, ποιητά. Ο κόσμος τον οποίονοράς εστίν ο αληθής. Της λύρας αι χορδαί15μόναι γνωρίζουν τ’ αληθές, και εις αυτόν τον βίονοι ασφαλείς μας οδηγοί μόναι εισίν αυταί. Του θείου είσαι λειτουργός. Σοι έδωκε τον κλήροντου κάλλους και του έαρος. Μελίρρυτος αυδήρέει από τα χείλη σου, και θησαυρείον μύρων20είσαι — χρυσή υπόσχεσις και άνωθεν φωνή. Εάν η γη καλύπτεται με σκότος, μη φοβείσαι.Μη ό,τι είναι έρεβος νόμιζε διαρκές.Φίλε, πλησίον ηδονών, ανθών, κοιλάδων είσαι·θάρρει, και βάδισον εμπρός. Ιδού το λυκαυγές! 25Ομίχλη μόνον ελαφρά το βλέμμα σου τρομάζει.Υπό τον πέπλον ευμενής η φύσις διά σερόδων, και ίων, κι ευγενών ναρκίσσων ετοιμάζειστεφάνους, των ασμάτων σου ευώδεις αμοιβαί. [1886*] |
Κτίσται
Η Πρόοδος οικοδομή είναι μεγάλη — φέρεικαθείς τον λίθον του· ο είς λόγους, βουλάς, ο άλλοςπράξεις — και καθημερινώς την κεφαλήν της αίρειυψηλοτέραν. Θύελλα, αιφνίδιός τις σάλος
5εάν επέλθει, σωρηδόν οι αγαθοί εργάταιορμώσι και το φρούδον των υπερασπίζοντ’ έργον.Φρούδον, διότι καθενός ο βίος δαπανάταιυπέρ μελλούσης γενεάς, κακώσεις, πόνους στέργων,
ίνα η γενεά αυτή γνωρίσει ευτυχίαν10άδολον, και μακράν ζωήν, και πλούτον, και σοφίανχωρίς ιδρώτα ποταπόν, ή δούλην εργασίαν.
Αλλ’ η μυθώδης γενεά ουδέποτε θα ζήσει·η τελειότης του αυτή το έργον θα κρημνίσεικι εκ νέου πας ο μάταιος κόπος αυτών θ’ αρχίσει.
Λόγος και Σιγή
Αζά καν ελκαλάμ μιν φάντα, ασσουκούτ μιν ζαχάμπ. ΑΡΑΒΙΚΗ ΠΑΡΟΙΜΙΑ |
«Είναι χρυσός η σιωπή και άργυρος ο λόγος.» Τίς βέβηλος προέφερε τοιαύτην βλασφημίαν;τίς χαυνωθείς Ασιανός παραιτηθείς εις μοίραντυφλήν, βωβήν, τυφλός, βωβός; Ποίος οικτρός παράφρων5ξένος τη ανθρωπότητι, την αρετήν υβρίζων,χίμαιραν είπεν την ψυχήν, και άργυρον τον λόγον;Το μόνον μας θεοπρεπές δώρημα, περιέχοντα πάντα — ενθουσιασμόν, λύπην, χαράν, αγάπην·εν τη ζωώδει φύσει μας ανθρώπινον το μόνον!10Συ όστις τον αποκαλείς άργυρον, δεν πιστεύειςτο μέλλον, λύον την σιγήν, μυστηριώδες ρήμα.Συ εν σοφία δεν τρυφείς, πρόοδος δεν σε θέλγει·με την αμάθειαν — χρυσήν σιγήν — ευχαριστείσαι.Νοσείς. Είν’ η αναίσθητος σιγή βαρεία νόσος,15ενώ ο Λόγος ο θερμός, ο συμπαθής, υγεία.Σκιά και νυξ είν’ η Σιγή· ο Λόγος, η ημέρα.Ο Λόγος είν’ αλήθεια, ζωή, αθανασία.Λαλήσομεν, λαλήσομεν — σιγή δεν μας αρμόζειαφού εις το ομοίωμα επλάσθημεν του Λόγου.20Λαλήσομεν, λαλήσομεν — αφού λαλεί εντός μαςη θεία σκέψις, της ψυχής άυλος ομιλία. [1892*] |
Σαμ ελ Νεσίμ
Το ωχρόν μας Μισίριμε βέλη ο ήλιος πλήρηπικρίας και πείσματος καίει και δέρει,και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.5Το γλυκύ μας Μισίριεν μια γελαστή πανηγύρειμεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.
Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ την άνοιξιν αγγέλλει,10της εξοχής πανήγυρις αθώα.Κενούτ’ η Αλεξάνδρεια, κι οι δρόμοι οι πυκνοί της.Το ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ να εορτάσει θέλειο αγαθός Αιγύπτιος και γίνεται σκηνίτης.Από παντού εξέρχονται τ’ αθρόα
15των φιλεόρτων τάγματα. Πληρούται το Γκαμπάρικαι η γλαυκή, ρεμβώδης Μαχμουδία.Το Μεξ, το Μοχαρέμβεη, το Ράμλιον πληρούνται.Και αμιλλώντ’ αι εξοχαί τα πλείστα τίς θα πάρεικάρα, εφ’ ών πλήθη λαού ευδαίμον’ αφικνούνται20εν σοβαρά, ησύχω ευθυμία.
Διότι ο Αιγύπτιος και εις το πανηγύριδιατηρεί την σοβαρότητά του.Μ’ άνθη κοσμεί το φέσι του· αλλά το πρόσωπόν τουείν’ απλανές. Μονότονον ασμάτιον μορμύρει,25χαρούμενος. Κέφι πολύ έχ’ εις τον λογισμόν του,ολίγιστον εις τα κινήματά του.
Δεν έχει το Μισίρι μας πλουσίαν πρασινάδα,δεν έχει ρύακας τερπνούς ή βρύσεις,δεν έχει όρη υψηλά και με σκιάν ευρείαν.30Αλλ’ έχει άνθη μαγικά, πύριν’ από την δάδατου Φθα πεσόντα· πνέοντα άγνωστον ευωδίανμύρα, εν οις λιποθυμεί η φύσις.
Εν μέσω κύκλου θαυμαστών θερμώς επευφημείταιγλυκύς μογάννι φήμης ευρυτάτης.35Εν τη τρεμούση του φωνή ερωτικαί οδύναιστενάζουσι· το άσμα του πικρά παραπονείταικατά της ελαφράς Φατμά ή της σκληράς Εμίνε,κατά της Ζέναπ της πονηροτάτης.
Με τας σκηνάς τας σκιεράς και το ψυχρόν σερμπέτι40διώκονται ο καύσων και η σκόνη.Φεύγουν αι ώραι ως στιγμαί, ως ίπποι εσπευσμένοιεν πεδιάδι ομαλή, και η λαμπρά των χαίτηεπί της πανηγύρεως φαιδρώς εξαπλωμένητο ευτυχές Σαμ ελ Νεσίμ χρυσώνει.
45Το ωχρόν μας Μισίριμε βέλη ο ήλιος πλήρηπικρίας και πείσματος καίει και δέρει,και με δίψαν και νόσον το καταπονεί.Το γλυκύ μας Μισίρι50εν μια γελαστή πανηγύρειμεθά, λησμονεί, και κοσμείται, και χαίρει,και τον τύραννον ήλιον περιφρονεί.
Αοιδός
Μακράν του κόσμου, τον μεθά ποιητική μαγεία·ο κόσμος όλος δι’ αυτόν είν’ οι ωραίοι στίχοι.Διά τον αοιδόν αυτής έκτισ’ η Φαντασίαάυλον οίκον στερεόν όν δεν κλονίζ’ η τύχη.
5Θα είπετε· «Βίος ψυχρός και μάταιος. Μωρίατο να νομίζεις η ζωή ότι αυλού είν’ ήχοιτερπνοί, και ουδέν άλλο·» ή «Ξηρά αναισθησίαμαστίζει όντινα ποτέ πόνος δεν κατατρύχει
της πάλης της ζωής.» Αλλά πλάνη και αδικία10είναι η κρίσις σας. Αυτού η Φύσις είναι θεία.Μη κρίνετ’ εν τη λογική, τυφλή σας ασθενεία.
Είν’ εκ σμαράγδου μαγικού του οίκου του οι τοίχοι —και ψιθυρίζουν εν αυτοίς φωναί· «Φίλε, ησύχει·σκέπτου και ψάλλε. Μυστικέ απόστολε, ευψύχει!»
Vulnerant omnes, ultima necat
Της Βρούγκου η μητρόπολις, ήν πάλαι είχε κτίσειδουξ Φλαμανδός τις ισχυρός και αφειδώς προικίσει,έχει έν ωρολόγιον με αργυρούς πυλώναςόπερ δεικνύει τον καιρόν από πολλούς αιώνας.
5Είπε το Ωρολόγιον· «Είν’ η ζωή μου κρύακαι άχρους, και σκληρά.Είναι ομοία δι’ εμέ πάσα της γης ημέρα.Παρασκευή και Σάββατον, Κυριακή, Δευτέρα,δεν έχουσι διαφοράν. Ζω — χωρίς να ελπίζω.10Η μόνη διασκέδασις, η μόνη ποικιλίαείναι, εν τη μοιραία μου, πικρά μονοτονία,του κόσμου η φθορά.Ότε τους δείκτας μου νωθρώς, εν μαρασμώ γυρίζωμοι φανερώνεται παντός γηίνου η απάτη.15Τέλος και πτώσις πανταχού. Ατρύτου πάλης κρότοι,στόνοι βομβούσι πέριξ μου — και συμπεραίνω ότιΠληγώνει πάσα ώρα μου· φονεύει η εσχάτη.»
Ήκουσεν ο Αρχιερεύς τον λόγον τον αυθάδηκαι είπεν· «Ωρολόγιον, η γλώσσα αυτή απάδει20εις την εκκλησιαστικήν και υψηλήν σειράν σου.Τοιαύτη σκέψις πονηρά εις την διάνοιάν σουπόθεν εισήλθεν; ω μωρά, αιρετική ιδέα!Το πνεύμα σου μ’ αχλύνπυκνήν θα περιέβαλε πολύχρονος ανία.25Άλλην αποστολήνΕκ του Κυρίου, των ωρών έλαβεν η χορεία.Εκάστη αναζωπυρεί· γεννά η τελευταία.»
Καλός και κακός καιρός
Δεν με πειράζει αν απλώνειέξω ο χειμώνας καταχνιά, σύννεφα και κρυάδα.Μέσα μου κάμνει άνοιξι, χαρά αληθινή.Το γέλιο είναι ακτίνα, μαλαματένια όλη,5σαν την αγάπη άλλο δεν είναι περιβόλι,του τραγουδιού η ζέστη όλα τα χιόνια λιώνει.
Τί ωφελεί οπού φυτρώνειλουλούδια έξω η άνοιξις και σπέρνει πρασινάδα!Έχω χειμώνα μέσα μου σαν η καρδιά πονεί.10Ο στεναγμός τον ήλιο τον πιο λαμπρό σκεπάζει,σαν έχεις λύπη ο Μάης με τον Δεκέμβρη μοιάζει,πιο κρύα είναι τα δάκρυα από το κρύο χιόνι.
Τιμόλαος ο Συρακούσιος
Είν’ ο Τιμόλαος ο πρώτος μουσικόςτης πρώτης πόλεως της Σικελίας.Οι Έλληνες της Δυτικής Ελλάδος μας,εκ Νεαπόλεως, και Μασσαλίας,5εκ Τάραντος, Πανόρμου, και Ακράγαντος,και εξ όσων άλλων πόλεων τας όχθαςτης Εσπερίας στέφουσι μ’ ελληνισμόν,σπεύδουν αθρόοι εις τας Συρακούσας,ν’ ακροασθώσι του ενδόξου μουσικού.10Σοφότατος εν λύρα και κιθάρει,γνωρίζει έτι τον λεπτόν ημίοπον,τον τρυφερόν εν τρυφεροίς αυλοίς. Εξάγειαπό τον γίγγραν μελωδίαν κλαίουσαν.Και ότε εν χερσί την μάγαδίν του15λαμβάνει, αι χορδαί αυτής την ποίησινεκπέμπουν της θερμής Ασίας — μύησινηδυπαθείας και γλυκείας ρέμβης,των Εκβατάνων και της Νίνου άρωμα. |
Αλλά εν μέσω των επαίνων των πολλών,20εν μέσω των πολυταλάντων δώρων,περίλυπος είν’ ο καλός Τιμόλαος.Γενναίος Σάμιος δεν τον ευφραίνει,και σιωπών προσβάλλει το συμπόσιον.Αόριστός τις λύπη τον κατέχει,25η λύπη της πολλής αδυναμίας του.Κενά αισθάνεται τα όργανά του,ενώ πληρούται η ψυχή του μουσικής.Τους μυστικούς του ήχους να εκχύσει,μάτην παλαίει μετά πόνου κι εμμονής·30αι τελειότεραί του αρμονίαι μένουνβωβαί κι υπολανθάνουσαι εντός αυτού.Το δε ενθουσιών πλήθος θαυμάζειόσα εκείνος ψέγει και περιφρονεί.Τον θορυβεί επαίνων βοερά φωνή,35κι εν μέσω των πολυταλάντων δώρωναφηρημένος ίσταται ο μουσικός. [1892, 1894*] |
Η ψήφος της Αθηνάς
Ότε το δίκαιον λύσεως αμοιρεί,ότε η κρίσις των ανθρώπων απορείκαι ανωτέρας αρωγής και φώτων χρήζει,οι δικασταί σιγώσιν ασθενείς, μικροί,5κι η ευσπλαχνία των Θεών αποφασίζει. Εις τους δημότας Αθηνών είπ’ η Παλλάς·«Το δικαστήριόν σας ίδρυσα. Ελλάςή άλλη πόλις ενδοξότερον ποτέδεν θέλει αποκτήσει. Άνδρες δικασταί,10φανείτ’ αντάξιοι αυτού. Ανοίκειαπάθη απαρνηθείτε. Επιείκειατο δίκαιον να συνοδεύει. Αυστηράαν είν’ η κρίσις σας, ας είναι καθαράεπίσης — ως αδάμας άσπιλος, αγνή.15Το έργον σας εις τ’ αγαθά και ευγενήνα είναι οδηγία, και διοίκησιςσώφρων. Ουδέποτε μωρά εκδίκησις». Απήντησαν εν συγκινήσει οι αστοί·«Ω δέσποινα, ο νους ημών αδυνατεί20ευγνωμοσύνης φόρον ν’ εύρει επαρκήεις την λαμπράν ευεργεσίαν». Η γλαυκήτους οφθαλμούς θεά απήντησε· «Θνητοί,το Θείον εξ υμών μισθόν δεν απαιτεί.Ενάρετοι και αμερόληπτοι εστέ·25τούτο μ’ αρκεί. Εξάλλου, άνδρες δικασταί,ψήφου μιας εφύλαξα δικαίωμα». Είπον οι δικασταί· «Εις το στερέωματο αστερόεν ζώσα, παρ’ ημίν, Θεά,ενταύθα πώς ψηφίσεις;» «Μη σας ανιά30η απορία αύτη. Εγκρατής ειμίεν τω ψηφίζειν. Αλλ’ αν ευρεθεί στιγμήκαθ’ ήν διαιρεθείτ’ εις δύο σώματα,οι μεν υπέρ, οι δε κατά, τα δώματαχωρίς ν’ αφήσω τ’ ουρανού, υμείς αυτοί35την ψήφον μου θα χρησιμεύετε. Αστοί,εις τον κατηγορούμενον επιθυμώπάντοτε να χαρίζηται. Εν τω θυμώτης Αθηνάς σας η συγχώρησις οικείμεγάλη, ατερμάτιστος, προγονική,40ένστικτον εκ της Μήτιδος, η κορωνίςσοφίας υπερτάτης εν τοις ουρανοίς». [1892, 1894*] |
Το καλαμάρι
Του ποιητού ιερό, τίμιο καλαμάρι,που από μέσα σου ένας κόσμος βγαίνει,κάθε μορφή κοντά σ’ εσένα σαν πηγαίνει,γυρίζει με μια κάποια νέα χάρι.5Πού ηύρε η μελάνη σου τα μυθικάτα πλούτη! Κάθε κόμπος της, εις το χαρτί σαν στάζει,ένα διαμάντι περισσότερο μας βάζειμέσα στης φαντασίας τα διαμαντικά. Τα λόγια ποιός σε δίδαξε οπού στην μέση10ρίχνεις του κόσμου, και μας ενθουσιάζουν·και των παιδιών μας τα παιδιά θα τα διαβάζουνμε την ιδία συγκίνησι και ζέσι. Αυτά τα λόγια πού τα βρήκες που στ’ αφτιά μαςενώ ηχούν σαν πρωτοακουσμένα,15όμως δεν φαίνονται και όλως διόλου ξένα —σ’ άλλη ζωή θα τα ’ξερε η καρδιά μας. Η πένα όπου βρέχεις, ωσάν δείκτης μοιάζειπου στο ρολόγι της ψυχής γυρίζει.Των αισθημάτων τα λεπτά μετρά κι ορίζει,20τες ώρες της ψυχής μετρά κι αλλάζει. ✳ Του ποιητού ιερό, τίμιο καλαμάρι,που απ’ την μελάνη σου ένας κόσμος βγαίνει —μ’ έρχεται τώρα εις το νου πόσος θα μένεικόσμος χαμένος μέσα σου, σαν πάρει25τον ποιητή μια νύκτα ο ύπνος ο βαθύς.Τα λόγια θα ’ναι πάντα εκεί· αλλά ποιό ξένο χέριθα ημπορέσει να τα βρει να μας τα φέρει!Εσύ, πιστό στον ποιητή, θα τ’ αρνηθείς. [1894*] |
Φωναί γλυκείαι
Είν’ αι γλυκύτεραι φωναί όσαι διά παντόςεσίγησαν, όσαι εντόςκαρδίας μόνον λυπηράς πενθίμως αντηχούσιν.
Εν τοις ονείροις έρχονται δειλαί και ταπειναί5αι μελαγχολικαί φωναί,και φέρουν εις την μνήμη μας την τόσον ασθενή
αποθανόντας ακριβούς, ούς κρύα κρύα γηκαλύπτει, και δι’ ούς αυγήποτέ δεν λάμπει γελαστή, ανοίξεις δεν ανθούσιν.
10Στενάζουν αι μελωδικαί φωναί· κι εν τη ψυχήη πρώτη ποίησις ηχείτου βίου μας — ως μουσική, την νύκτα, μακρινή.
Ελεγεία των λουλουδιών
Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.Κι απ’ όλα τα λουλούδια του κάμπου φαίνεταιη νεότης πιο ωραία. Αλλά μαραίνεταιγρήγορα, και σαν πάει δεν ξαναγένεται·5οι πασχαλι[ές] με της δροσιάς τα δάκρυα την ραντίζουν. Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.Αλλά τα ίδια μάτια δεν τα κοιτάζουνε.Και άλλα χέρια σ’ άλλα στήθια τα βάζουνε.Έρχοντ’ οι ίδιοι μήνες, πλην ξένοι μοιάζουνε·10τα πρόσωπα αλλάξαν και δεν τ’ αναγνωρίζουν. Όσα λουλούδια υπάρχουν, το καλοκαίρι ανθίζουν.Αλλά με τη χαρά μας πάντα δεν μένουνε.Αυτά οπού ευφραίνουν, αυτά πικραίνουνε·κι επάνω εις τους τάφους, που κλαίμε, βγαίνουνε,15καθώς τους γελαστούς μας τους κάμπους χρωματίζουν. Πάλ’ ήλθε καλοκαίρι κι οι κάμποι όλοι ανθίζουν.Αλλ’ απ’ το παραθύρι δύσκολα φθάνεται.Και το υαλί μικραίνει μικραίνει, χάνεται.Το πονεμένο μάτι θολώνει, πιάνεται.20Βαριά τα κουρασμένα πόδια, δεν μας στηρίζουν. ✳ Για μας δεν είναι φέτος που οι κάμποι όλοι ανθίζουν.Λησμονημένου Αυγούστου κρίνοι μάς στέφουνε,τ’ αλλοτινά μας χρόνια γοργά επιστρέφουνε,σκιές αγαπημένες γλυκά μάς γνέφουνε25και την φτωχή μας την καρδιά γλυκά αποκοιμίζουν. [1884;, 1895*] |
Ώραι μελαγχολίας
Οι ευτυχείς την Φύσιν βεβηλούσι.Της λύπης είναι τέμενος η γη.Αγνώστου πόνου δάκρυ στάζει η αυγή·αι ορφαναί εσπέραι αι χλωμαί πενθούσι·5και ψάλλει θλιβερά η εκλεκτή ψυχή. Ακούω στεναγμούς εν τοις ζεφύροις.Βλέπω παράπονον επί των ίων.Αισθάνομαι του ρόδου αλγεινόν τον βίον·μυστηριώδους λύπης τους λειμώνας πλήρεις·10κι εντός του δάσους του πυκνού λυγμός ηχεί. Τους ευτυχείς οι άνθρωποι τιμώσι.Και τους υμνούσι ψευδοποιηταί.Αι πύλαι, πλην, της Φύσεως είναι κλεισταίεις όσους αδιάφοροι, σκληροί γελώσι,15γελώσι ξένοι εν πατρίδι δυστυχεί. [1892, 1895*] |
Ο Οιδίπους
Εγράφη έπειτα από ανάγνωσιν περιγραφής της ζωγραφιάς «Ο Οιδίπους και η Σφιγξ» του Γουστάβου Μορό. |
Επάνω του η Σφιγξ είναι πεσμένημε δόντια και με νύχια τεντωμένακαι μ’ όλην της ζωής την αγριάδα.Ο Οιδίπους έπεσε στην πρώτη ορμή της,5τον τρόμαξεν η πρώτη εμφάνισί της —τέτοια μορφή και τέτοιαν ομιλίαδεν είχε φαντασθεί ποτέ έως τότε.Μα μόλο που ακουμπά τα δυο του πόδιατο τέρας στου Οιδίποδος το στήθος,10συνήλθε εκείνος γρήγορα — και διόλουτώρα δεν την φοβάται πια, γιατί έχειτην λύσιν έτοιμη και θα νικήσει.Κι όμως δεν χαίρεται γι’ αυτήν την νίκη.Το βλέμμα του μελαγχολία γεμάτο15την Σφίγγα δεν κοιτάζει, βλέπει πέρατον δρόμο τον στενό που πάει στας Θήβας,και που στον Κολωνό θ’ αποτελειώσει.Και καθαρά προαισθάνεται η ψυχή τουπου η Σφιγξ εκεί θα τον μιλήσει πάλι20με δυσκολότερα και πιο μεγάλααινίγματα που απάντησι δεν έχουν. [1895, 1896*] |
Ωδή και ελεγεία των οδών
Το περιπάτημα του πρώτου διαβάτου·του πρώτου πωλητού η ζωηρά κραυγή·το άνοιγμα των πρώτων παραθύρων,της πρώτης θύρας — είναι η ωδή,5ήν έχουν την πρωίαν αι οδοί.
Τα βήματα του τελευταίου διαβάτου·του πωλητού του τελευταίου η κραυγή·το κλείσιμο θυρών και παραθύρων —είναι της ελεγείας η αυδή,10ήν έχουν την εσπέραν αι οδοί.
Πλησίον παραθύρου ανοικτού
Εν φθινοπωρινής νυκτός ευδία,πλησίον παραθύρου ανοικτού,εφ’ ώρας ολοκλήρους, εν τελεία,ηδονική κάθημαι ησυχία.5Των φύλλων πίπτ’ η ελαφρά βροχή. Ο στεναγμός του κόσμου του φθαρτούεν τη φθαρτή μου φύσει αντηχεί,αλλ’ είναι στεναγμός γλυκύς, υψούται ως ευχή.Ανοίγει το παράθυρόν μου κόσμον10άγνωστον. Αναμνήσεων ευόσμων,αρρήτων μοι προσφέρεται πηγή.Επί του παραθύρου μου πτεράκτυπώσι — φθινοπωρινά πνεύματα δροσεράεισέρχονται και με περικυκλούσι15κι εν τη αγνή των γλώσση μοι λαλούσι. Ελπίδας αορίστους και ευρείαςαισθάνομαι· κι εν τη σεπτή σιγήτης πλάσεως, τα ώτα μου ακούουν μελωδίας,ακούουν κρυσταλλίνην, μυστικήν20εκ του χορού των άστρων μουσικήν. [1896*] |
Ένας έρως
Δεν λιγοστεύ’ η συμφορά όσο και αν την λέγεις.Αλλ’ είναι πόνοι που ήσυχα μες στην καρδιά δεν μένουν.Διψούν με το παράπονο να βγουν να ξεθυμάνουν. Ο Αντώνης με αγάπησε κι εγώ τον αγαπούσα.5Και μ’ έδωκε τον λόγο του πως άλλην δεν θα πάρει!Αλλ’ ήτανε πτωχός πολύ κι είχεν υπερηφάνεια.Γι’ αυτό σηκώθη κι έφυγε μ’ έν’ άτυχο καράβιμε τον σκοπό να βρει δουλειά, μια τέχνη ν’ αποκτήσει.Να γίνει ναύτης ήθελε, και πλοίαρχος μια μέρα,10κι έπειτα να στεφανωθεί μ’ ήσυχη την καρδιά του. Αχ, μια χρονιά δεν σώθηκε· και πέφτει ο πατέραςκαι σπάνει το ποδάρι του και το δεξί του χέρι.Αρρώστησεν η μάνα μου. Ό,τι μάς είχε μείνει,λίγο μπακίρι παλαιό, ασημικό ολίγο,15κάτι μικρά διαμαντικά που φύλαγ’ η μητέρα,πουλήθηκαν για τίποτε.Έγιν’ η συμφορά μαςη ομιλία του χωριού. Εις τα μεγάλα σπίτιατην είδησί της έδωκαν, κι από τ’ αρχοντικό τουσυχνά ο Σταύρος ήρχονταν σαν φίλος και προστάτης20στο σπίτι μας… και μ’ έβλεπε μ’ αγάπη μες στα μάτια. ✳ Δεν δούλεβ’ ο πατέρας μου· η μάνα δεν κεντούσε.Μέρα και νύχτα δούλευα και έχυνα το φως μουκι ωστόσο δεν κατάφερνα να βγάλω το ψωμί των.Ο Σταύρος ήταν πλούσιος και με καρδιά μεγάλη.25Απλά — χωρίς καυχήματα, χωρίς κομποφανία —και μυστικά, τους έδιδε τα μέσα και τους ζούσε.Και η ψυχή μου χαίρονταν για τους φτωχούς γονείς μου —και η ψυχή μου έκλαιε για την φτωχή εμένα.Πολύ καιρό δεν άργησεν η άτυχη ημέρα30που μες στον κάμπο στάθηκε κοντά μου, και με πήρετο χέρι και με κοίταζε… Έτρεμα σαν το φύλλογιατ’ ήξευρα τί ήθελε, και δεν τον αγαπούσα…Εδίσταζαν στα χείλη του τα λόγια — ώς που είπε·«Φρόσω, για το χατίρι τους δεν στέργεις να με πάρεις;» 35Όχι, μ’ εφώναζ’ η καρδιά ζητώντας τον Αντώνη.Αλλά βαριά σηκώθηκε Βοριάς αγριεμένος,κι έλεγαν το καράβι του πως χάθηκε στα ξένα.Αχ, πώς εβγήκε το σκληρό, φαρμακευμένο ψέμα!…Αχ, πώς να ζω η δύστυχη να κλαίω νύχτα, μέρα!… 40Μ’ έλεγε ο πατέρας μου πολλά για να με πείσει.Αλλ’ η καλή μητέρα μου δεν έλεγε μια λέξι,Μόνο στα μάτια μ’ έβλεπε, κι η λύπη και η φτώχειαέτρεχαν από πάνω της. Έχασα κάθε θάρρος.Δεν βάσταξα. Τον έδωκα το χέρι μου. Θαμμένη45βαθιά μέσα στην θάλασσα ήτανε η καρδιά μου. Όλες οι κόρες του χωριού την τύχην μου φθονούσανπου έπαιρν’ άνδρα πλούσιο και άρχοντα μεγάλο,εγώ μια κόρη χωρική, εγώ φτωχιά μια κόρη. Δεν είδε μεγαλύτερο γάμο απ’ τον δικό μας50ποτέ του το χωριό. Μικροί, μεγάλοι μαζωχθήκανγια να ιδούν του άρχοντα την τυχερή την νύφη.Με πασχαλιές τον δρόμο μας έραναν και με ρόδα.Παντού χοροί και μουσικές, τραγούδια και τραπέζια.Για μένα νύχτα ήτανε. Μαύρα φορούσαν όλα. 55Τέσσαρες μήνες πέρασαν μονάχα που τον πήρα,και μια βραδιά που έρημη στην πόρτα του σπιτιού μουστέκουμουν, βλέπω την σκιά εμπρός μου του Αντώνη.Με φάνηκε σαν όνειρο, δεν πίστευα το φως μου·έως που μ’ είπ’ «Αγάπη μου, γιατ’ είσαι λυπημένη;60Τα βάσανά μας τέλεψαν, ήλθα για να σε πάρω». Πικρά, πικρά τον δέχθηκα και του τα είπα όλα.Και έσφιξα τα χέρια του σαν πριν μες στα δικά μου,και τον εφίλησα σαν πριν, κι έκλαψα στον λαιμό του.Είπα πως δεν αγάπησα άλλον από εκείνον…65Τον είπα πως με γέλασαν, πως μες στην τρικυμίαεπίστεψα που πνίχθηκε… Πως μόνο για χατίριτης μάνας, του πατέρα μου πανδρεύθηκα… Μαζί τουπως προτιμούσα βάσανα, φτώχεια, και καταφρόνια,απ’ όσα πλούτη έχ’ η γη που να τα φέρνει άλλος…70Τον είπα πως τον αγαπώ σαν πρώτα, μόνον τώραο έρως μου είναι φωτιά άσβεστη που με καίει,τώρα που ξέρω πως ποτέ, ποτέ, ποτέ δικός μουδεν θε να γίνει και εγώ δική του… Και τον είπα,απ’ την παλιά αγάπη του αν έμεινε ολίγη,75να ορκισθεί να μη με διει ποτέ πια στην ζωή του…Και άλλα, άλλα έλεγα· άλλα που δεν θυμούμαι.Έκαιε το κεφάλι μου. Με έφευγε ο νους μου. Τώρα πια όλα τέλεψαν. Εμαύρισ’ η ζωή μου.Δεν θα ’χει πια ποτέ χαρά για μέν’ αυτός ο κόσμος.80Ας μ’ έπαιρνε ο θάνατος!… Αλλά πώς να πεθάνω —έχω πληγή μες στην καρδιά, μα είμ’ ακόμη νέα. [1896*] |
Μνήμη
Δεν αποθνήσκουν οι θεοί. Η πίστις αποθνήσκειτου αχαρίστου όχλου των θνητών.Είν’ οι θεοί αθάνατοι. Από τα βλέμματά μαςτους κρύπτουσι νεφέλαι αργυραί.5Ω Θεσσαλία ιερά, Σε αγαπώσιν έτι,Σε ενθυμούνται αι ψυχαί αυτών.Εν τοις θεοίς, ως εν ημίν, ανθούσιν αναμνήσεις,της πρώτης των αγάπης οι παλμοί.Ότε ερών το λυκαυγές φιλεί την Θεσσαλίαν,10σφρίγος από τον βίον των θεώνπερνά την ατμοσφαίραν της· και κάποτ’ αιθερίαμορφή επί των λόφων της πετά.
Ο θάνατος του αυτοκράτορος Τακίτου
Είν’ ασθενής ο αυτοκράτωρ Τάκιτος.Το γήρας του δεν ηδυνήθη το βαθύτους κόπους του πολέμου να αντισταθεί.Εις μισητόν στρατόπεδον κατάκοιτος,5εις τ’ άθλια τα Τύανα — τόσο μακράν! — την φίλην ενθυμείται Καμπανίαν του,τον κήπον του, την έπαυλιν, τον πρωινόνπερίπατον — τον βίον του προ έξ μηνών. —Και καταράται εις την αγωνίαν του10την Σύγκλητον, την Σύγκλητον την μοχθηράν. [1897*] |
Τα βήματα των Ευμενίδων
Κοιμάται ο Νέρων εν τω ανακτόρω τουήσυχος, ασυνείδητος, και ευτυχής —ακμαίος εν τη ευρωστία της σαρκόςκι εν τω ωραίω σφρίγει της νεότητος.
5Αλλά οι Λάρητές του είν’ ανήσυχοι.Τρέμουσι της εστίας οι μικροί θεοί,και τα ασήμαντά των σώματα ζητούννα κρύψουν, να μικρύνουν, ν’ αφανίσωσι.Διότι ήκουσαν κρότον απαίσιον —10κρότον Ταρτάρειον, κρότον θανάσιμον —ερχόμενον από την κλίμακα, και ευθύςοι δείλαιοι Λάρητες, με λιπόθυμονόλην την ασθενή αυτών θεότητα,εμάντευσαν, ησθάνθησαν, εγνώρισαν15τα φοβερά των Ευμενίδων βήματα.
Τα δάκρυα των αδελφών του Φαέθοντος
Ως φως εν ύλη, ως διαφανήςχρυσός ο ήλεκτρος είναι ο τιμαλφής.—Ότε απαίσιος δύναμις εμμανής,φθονούσα τον Φαέθοντα, εκ κορυφής
5τον κατεκρήμνισε των ουρανών,αι αδελφαί του ήλθον μελανείμονεςεις το υγρόν του μνήμα, τον Ηριδανόν,κι ημέραν, νύκτα έκλαιον αι τλήμονες.
Κι εθρήνουν μετ’ αυτών όλ’ οι θνητοί10την ματαιότητα ονείρων υψηλών.Ω τύχη άσπλαχνος, ω μοίρα μισητή,έπεσε ο Φαέθων εκ των νεφελών!
Εντός των ταπεινών μας εστιώνας ζήσομεν ολιγαρκείς και ποταποί·15εκβάλομεν τους πόθους εκ των καρδιών,ας παύσει πάσα προς τον ουρανόν ροπή.
Έκλαιον πάντοτε αι δυστυχείς,έκλαιον του Φαέθοντος αι αδελφαί,κι επί εκάστης του Ηριδανού πτυχής20αντανεκλώντο αι ωχραί αυτών μορφαί.
Εν άκρα συγκινήσει τα σεπτάδάκρυα των νυμφών εδέχετο η γηκαι εθησαύριζεν. Ως δ’ έγιναν επτάημέραι, κι η ογδόη έλαμψεν αυγή,
25εις αιωνίαν παρεδόθησανστιλπνότητα τα κλαύματά των τα πολλάκι εις ήλεκτρον λαμπρόν μετεμορφώθησαν.Ω λίθε εκλεκτέ! ω δάκρυα καλά!
Θρήνος γενναίος, θρήνος ζηλευτός,30μεστός αγάπης και μεστός μαρμαρυγής —τίμιαι αδελφαί, με δάκρυα φωτόςεκλάψατε τον κάλλιστον νέον της γης.
Η αρχαία τραγωδία
Η αρχαία τραγωδία, η αρχαία τραγωδίαείναι ιερά κι ευρεία ως του σύμπαντος καρδία.Την εγέννησεν είς δήμος, μία πόλις Ελληνίς,αλλ’ ευθύς εκείνη έπτη, κι έστησεν εν ουρανοίς5την σκηνήν.
Εν θεάτρω Ολυμπίω, εν αξία των κονίστρα,ο Ιππόλυτος, ο Αίας, Άλκηστις και Κλυταιμνήστρα,την ζωήν μας διηγούνται την δεινήν και την κενήνκαι ελέους θείου πίπτει εις την γην την αλγεινήν10η ρανίς.
Υπό την μικροτέραν της μορφήν την τραγωδίανέβλεπε και εθαύμαζε των Αθηνών ο δήμος.Η τραγωδία ήκμαζεν εντός του σαπφειρίνουθεάτρου τ’ ουρανού. Εκεί ακροατάς της είχε15τους αθανάτους. Κι οι θεοί, επί εδρών μεγάλωνεκ καθαρού αδάμαντος, ήκουον εν αφάτωευχαριστήσει τους καλούς του Σοφοκλέους στίχους,του Ευριπίδου τους παλμούς, το ύψος του Αισχύλου,και του λεπτού Αγάθωνος Ατθίδας φαντασίας.20Αντάξιοι υποκριταί των υψηλών δραμάτωνήσαν αι Μούσαι, ο Ερμής και ο σοφός Απόλλων,ο προσφιλής Διόνυσος, η Αθηνά κι η Ήβη.Και επληρούντο τ’ ουρανού με ποίησιν οι θόλοι·αντήχουν οι μονόλογοι, εύγλωττοι και πενθούντες·25και οι χοροί, ακένωτοι πηγαί της αρμονίας·κι οι ευφυείς διάλογοι με τας βραχείας φράσεις.Η φύσις όλη ευλαβής εσίγα, μη ταράξειτην θεσπεσίαν εορτήν θόρυβος τρικυμίας.Ακίνητοι και ευλαβείς, αήρ, και γη, και πόντος30εφρούρουν των μεγάλων των θεών την ηρεμίαν.Και κάποτε τοις ήρχετο ηχώ από τα άνω,ολίγων στίχων έπνεεν άυλος ανθοδέσμη,με «Εύγε, εύγε» των θεών, τρίμετροι μεμιγμένοι.Κι έλεγεν ο αήρ τη γη, κι η γραία γη τω πόντω·35«Σιγή, σιγή· ακούσομεν. Εντός του ουρανίουθεάτρου, την παράστασιν τελούν της Αντιγόνης».
Η αρχαία τραγωδία, η αρχαία τραγωδίαείναι ιερά κι ευρεία ως του σύμπαντος καρδία.Την εγέννησεν είς δήμος, μία πόλις Ελληνίς,40αλλ’ ευθύς εκείνη έπτη, κι έστησεν εν ουρανοίςτην σκηνήν.
Εν θεάτρω Ολυμπίω, εν αξία των κονίστρα,ο Ιππόλυτος, ο Αίας, Άλκηστις και Κλυταιμνήστρα,διηγούνται την ζωήν μας την δεινήν και την κενήν45και ελέους θείου πίπτει εις την γην την αλγεινήνη ρανίς.
Ο Οράτιος εν Αθήναις
Εις της εταίρας Λέας το δωμάτιον,όπου κομψότης, πλούτος, κλίνη απαλή,νέος, με ιάσμας εις τας χείρας, ομιλεί.Κοσμούσι τους δακτύλους του λίθοι πολλοί, 5κι εκ σηρικού λευκού φορεί ιμάτιονμε ανατολικά κεντήματ’ ερυθρά.Η γλώσσα του είν’ Αττική και καθαρά,αλλ’ ελαφρός τις τόνος εν τη προφορά τον Τίβεριν προδίδει και το Λάτιον.10Ο νέος την αγάπην του ομολογεί,κι η Αθηναία τον ακούει εν σιγή τον εύγλωττόν της εραστήν Οράτιον·κι έκθαμβος βλέπει νέους κόσμους του Καλούεντός του πάθους του μεγάλου Ιταλού. [1893, 1897*] |
Οι Ταραντίνοι διασκεδάζουν
Θέατρα πλήρη, πανταχόθεν μουσική·εδώ κραιπάλη και ασέλγεια, κι εκείαθλητικοί αγώνες και σοφιστικοί.Του Διονύσου τ’ άγαλμα κοσμεί αμάραντος5στέφανος. Μία κόχη γης δεν μένει άρραντοςσπονδών. Διασκεδάζουν οι αστοί του Τάραντος.
Αλλ’ απ’ αυτά απέρχοντ’ οι Συγκλητικοίκαι σκυθρωποί πολλά οργίλα ομιλούν.Κι εκάστη τόγα φεύγουσα βαρβαρική10φαίνεται νέφος καταιγίδα απειλούν.
Η κηδεία του Σαρπηδόνος
Είν’ η καρδία του Διός πλήρης οδύνης.Ο Πάτροκλος εφόνευσε τον Σαρπηδόνα. Βουλήν της Μοίρας εσεβάσθη ο Θεός.Αλλ’ ο πατήρ θρηνεί την δυστυχίαν του. 5Του Μενοιτίου ο υιός ανίκητος,οι Αχαιοί ως λέοντες βρυχώμενοι,ζητούσι τον νεκρόν ν’ αρπάξουν, και βοράνεις κόρακας κι εις κύνας να τον ρίψωσιν. Αλλά ο Ζευς δεν στέργει την ταπείνωσιν.10Του προσφιλούς και τιμημένου του υιούτο σώμα δεν θ’ αφήσει να υβρίσωσιν. Ιδού από το άρμα του κατέρχεταιεπί της γης ο Φοίβος, δίᾳ εντολῄ.Του Σαρπηδόνος τον νεκρόν αι θεϊκαί15χείρες του σώζουσι, και εις τον ποταμόντον φέρουσι και ευλαβώς τον νίπτουσι.Πλύνετ’ η κόνις και το αίμα το πηκτόν,και του δικαίου και ανδρείου ήρωοςη φυσιογνωμία αναφαίνεται.20Της αμβροσίας χύνει τα αρώματαεπί του πτώματος ο Φοίβος δαψιλώςκαι το περικαλύπτει με Ολύμπια,αθάνατα φορέματα. Του στήθους τουκλείει την χαίνουσαν πληγήν. Σχηματισμόν25ήρεμον κι εύχαριν δίδ’ εις τα μέλη του.Το δέρμα του λαμπρύνεται. Κτεις φωτεράτην κόμην του κτενίζει, κόμην άφθονονκαι μέλαιναν, ήν έτι δεν ητίμασελευκή τις * θριξ.Ως νέος φαίνετ’ αθλητής30αναπαυόμενος — ως νέος εραστήςονειρευόμενος χαράν και έρωταςμε κυανά πτερά και με ουράνιατόξα — ως νέος και ευδαίμων σύζυγος,εν πάσι του τοις συνηλίκοις τυχηρός,35καλήν κερδίσας νύμφην και ανάεδνον. Την εντολήν του περατώσας ο Θεός,τον Ύπνον και τον Θάνατον, τους αδελφούς,καλεί, και διατάττει εις την εκτενήΛυκίαν να μεταφερθεί ο Σαρπηδών. 40Ως εν αγκάλαις πατρικές και τρυφερέςτον έλαβον ο Ύπνος και ο Θάνατοςμε λύπην και αγάπην και με προσοχήνμη του νεκρού προσώπου διαταραχθείη σοβαρά γαλήνη, μη του ανδρικού45σώματος η μεγαλοπρέπεια βλαβεί. Οι Λύκιοι βαθέως προσεκύνησαντης φοβεράς αναισθησίας τους Θεούς,και τον καλόν των άνακτα παρέλαβοννεκρόν το πνεύμα, αλλά την μορφήν λαμπρόν,50ακμαίον, και ευώδη, και γαλήνιον. Μνημείον τω ανήγειραν μαρμάρινον,κι επί της βάσεώς του με αναγλυφάςέμπειροι γλύπται εξιστόρησαν τας νίκαςτου ήρωος και τας πολλάς του εκστρατείας. [1892, 1898*] |
Φωνή απ’ την θάλασσα
Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —φωνή που μπαίνειμες στην καρδιά μας και την συγκινείκαι την ευφραίνει.
5Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.Το ψάλλει με την θεία της φωνή εκείνη,όταν στους ώμους της απλώνει την γαλήνη10σαν φόρεμά της ο καιρός ο θερινός.
Φέρνει μηνύματα εις τες ψυχές δροσάταη μελωδία της. Τα περασμένα νιάταθυμίζει χωρίς πίκρα και χωρίς καημό.Οι περασμένοι έρωτες κρυφομιλούνε,15αισθήματα λησμονημένα ξαναζούνεμες στων κυμάτων τον γλυκό ανασασμό.
Τραγούδι τρυφερό η θάλασσα μας ψάλλει,τραγούδι που έκαμαν τρεις ποιηταί μεγάλοι,ο ήλιος, ο αέρας και ο ουρανός.20Και σαν κοιτάζεις την υγρή της πεδιάδα,σαν βλέπεις την απέραντή της πρασινάδα,τον κάμπο της που ’ναι κοντά και τόσο μακρινός,
γεμάτος με λουλούδια κίτρινα που σπέρνειτο φως σαν κηπουρός, χαρά σε παίρνει25και σε μεθά, και σε υψώνει την καρδιά.Κι αν είσαι νέος, μες στες φλέβες σου θα τρέξειτης θάλασσας ο πόθος· θα σε πει μια λέξιτο κύμα απ’ τον έρωτά του, και θα βρέξειμε μυστική τον έρωτά σου μυρωδιά.
30Βγάζει η θάλασσα κρυφή φωνή —φωνή που μπαίνειμες στην καρδιά μας και την συγκινείκαι την ευφραίνει.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —35το τραγικό παράπονο των πεθαμένων,που σάβανό των έχουν τον ψυχρόν αφρό,και κλαιν για τες γυναίκες των, για τα παιδιά των,και τους γονείς των, για την έρημη φωλιά των,ενώ τους παραδέρνει πέλαγο πικρό,
40σε βράχους και σε πέτρες κοφτερές τούς σπρώχνει,τους μπλέκει μες στα φύκια, τους τραβά, τους διώχνει,κι εκείνοι τρέχουνε σαν να ’σαν ζωντανοίμε ολάνοιχτα τα μάτια τρομαγμένα,και με τα χέρια των άγρια, τεντωμένα,45από την αγωνία των την υστερνή.
Τραγούδι είναι, ή παράπονο πνιγμένων; —το τραγικό παράπονο των πεθαμένωνπου κοιμητήριο ποθούν χριστιανικό.Τάφο, που συγγενείς με δάκρυα ραντίζουν,50και με λουλούδια χέρια προσφιλή στολίζουν,και που ο ήλιος χύνει φως ζεστό κι ευσπλαχνικό.
Τάφο, που ο πανάχραντος Σταυρός φυλάει,που κάποτε κανένας ιερεύς θα πάειθυμίαμα να κάψει και να πει ευχή.55Χήρα τον φέρνει που τον άνδρα της θυμάταιή υιός, ή κάποτε και φίλος που λυπάται.Τον πεθαμένο μνημονεύουν· και κοιμάταιπιο ήσυχα, συγχωρεμένη η ψυχή.