Η λέξη αποκριά προέρχεται από το Βυζαντινό “αποκρέω”, που σημαίνει αποχή από το κρέας. Το ίδιο επίσης σημαίνει και η Λατινική λέξη “Καρνεβάλε”.
Οι απόκριες έχουν προέλευση Θρακική και προέρχονται από τη λατρεία του Θεού του κρασιού και του κεφιού, αλλά και της ζωής και της αναπαραγωγής του Διονύσου. Ο Διόνυσος είχε μαζί του τους Σάτυρους και τους Σειλινούς, οι οποίοι έβαζαν στα κεφάλια τους στεφάνι από κισσό, φορούσαν μάσκες και ντύνονταν με δέρματα ζώων. Οι λάτρεις του Διόνυσου ζαλισμένοι από το κρασί του Βάκχου χυδαιολογούσαν, θορυβούσαν και χόρευαν. Η κωμωδία και η σάτιρα αναπτύχθηκαν σταδιακά κατά τις Διονυσιακές αυτές τελετές.
Οι Διονυσιακές και Βακχικές αυτές γιορτές είχαν σχέση με το τέλος του χειμώνα και τον ερχομό της άνοιξης, συμβόλιζαν δε την εποχή που η γη “ξυπνά” από την χειμερία νάρκη και αναγεννάται. Για τους αρχαίους λαούς ο κύκλος αυτός της αναγέννησης της φύσης είχε σχέση και με τις ανθρώπινες ψυχές και συμβολίζονταν με το φόρεμα της μάσκας.
Τα Ανθεστήρια
Οι θρακικές αυτές τελετές αναμιγνύονται τον 7ο με 6ο π.Χ. αιώνα με την αθηναϊκή γιορτή των Ανθεστηρίων. Οι γιορτές γίνονταν κατά την ενδέκατη, δωδέκατη και δέκατη τρίτη ημέρα του μηνός Ανθεστηρίων, του δικού μας δηλαδή Φεβρουαρίου. Η πρώτη ημέρα λεγόταν “Πιθοιγία”, η δεύτερη “Χόες” και η τρίτη “Χύτροι”.
Την πρώτη ημέρα έκαναν σπονδές στον Διόνυσο με ένα μείγμα κρασιού και την ευχή το καινούργιο κρασί να είναι αβλαβές. Τη δεύτερη ημέρα πίστευαν ότι άνοιγαν πύλες του Άδη και ότι οι νεκροί ανέβαιναν στον πάνω κόσμο.
Η δεύτερη ημέρα χωριζόταν σε δύο μέρη: στον ιερό γάμο του Διονύσου, στην ιερογαμία, όπου τον Διόνυσο αντιπροσώπευε συμβολικά ο άρχοντας βασιλιάς στεφανωμένος με φύλλα και φορώντας μάσκα, και στις “Χόες”, τους αγώνες οινοποσίας δηλαδή. Ο νικητής επιβραβευόταν από τον βασιλιά με ένα ασκί γεμάτο κρασί, και στεφάνι από πράσινα φύλλα.
Η τρίτη μέρα των Ανθεστηρίων ήταν αφιερωμένη στους νεκρούς, κάτι που διασώζεται έως σήμερα μέσω του Χριστιανισμού, καθώς το πρώτο Σάββατο της Σαρακοστής είναι αφιερωμένο στους νεκρούς και ονομάζεται “ψυχοσάββατο”. Γίνονταν θυσίες και πρόσφεραν την “πανσπερμία” στον ψυχοπομπό και χθόνιο Ερμή, ένα παρασκεύασμα από σπόρους δημητριακών και όσπριων αντίστοιχο με τα σημερινά κόλλυβα. Η πανσπερμία προσφέρονταν στους νεκρούς, που πίστευαν ότι τους επισκέπτονταν για να συμμετάσχουν στα γεύματα. Η αναπαράσταση των νεκρών γινόταν φορώντας μάσκες και χορεύοντας έξαλλα.
Η γιορτή τέλειωνε με την φράση: “φευγάτε ψυχές των νεκρών, τα ανθεστήρια τελείωσαν”.
Τα Σατουρνάλια
Τον δεύτερο αιώνα μ.Χ. οι Βακχικές γιορτές εισήχθησαν στην Ρώμη, ονομάστηκαν “Σατουρνάλια”, προς τιμήν του Σατούρνου, του Κρόνου δηλαδή και άρχιζαν στις 17 Δεκεμβρίου. Αρχικά τελούνταν θυσίες στον ναό του Θεού, ακολουθούσε γεύμα και διάφορες λαϊκές εκδηλώσεις και διασκεδάσεις. Κατά τη διάρκεια των γιορτών αυτών υπήρχε πλήρη κατάλυση των κοινωνικών κανόνων, οι δούλοι ελευθερώνονταν, μπορούσαν και διακωμωδούσαν τους αφέντες τους και φόραγαν τα ρούχα τους. Από τούς δούλους εκλέγονταν δια κλήρου ένας βασιλιάς που κυβερνούσε προσωρινά τον παράλογο και ανάποδο κόσμο της αποκριάς, που συμβόλιζε την Χρυσή εποχή του Κρόνου όπου όλοι οι άνθρωποι ήταν ίσοι.
Το έθιμο τελικά, αν και καταπολεμήθηκε από την εκκλησία λόγω της εθνικής καταγωγής του, επικράτησε και μάλιστα επεκτάθηκε η χρονική του διάρκεια στις τρεις εβδομάδες του Τριωδίου.