Βέργες, ποδιές, πηλήκια, πλάκες γραφής, ταγάρια, αναγνωστικά και παιχνίδια, ραβασάκια και σκονάκια. Σxολικά αντικείμενα, ενθύμια μιας άλλης εποχής, που εκτίθενται σε ένα κτήριο μιας μικρής στοάς στην Πλάκα.
Τότε που στο σχολείο μόνο ρόδινα δεν ήταν τα πράγματα. Η οικονομική δυσπραγία των οικογενειών ήταν μεγάλη και η φοίτηση στο σχολείο καθόλου δεδομένη.
Μια ετήσια συνδρομή των 300-400 δραχμών προς το σχολείο, δεν ήταν εύκολο να καταβληθεί και το ποσοστό του αναλφαβητισμού παρέμενε υψηλό.
Πολλά παιδιά έμεναν στο σπίτι. Στην περίπτωση των αγοριών για να βοηθήσουν την οικογένεια στις αγροτικές εργασίες και σε εκείνη των κοριτσιών για να αναλάβουν την ανατροφή μικρότερων αδερφών και τις δουλειές του σπιτιού.
Ακόμη και τα παιδιά που πήγαιναν στο σχολείο, πήγαιναν γιατί πεινούσαν, για να πιουν λίγο γάλα σε σκόνη και να φάνε λίγη σούπα ή όσπρια στα συσσίτια.
Ακόμη και τα παιχνίδια που έπαιζαν τα παιδιά, όπως οι σβούρες και τα τσέρκια, δεν τα αγόραζαν. Το βαλάντιο της πλειοψηφίας των οικογενειών δεν επαρκούσε. Τα έφτιαχναν μόνα τους, με προσήλωση, αγάπη και μεράκι. Είχαν μάθει να χαίρονται με τα λίγα.
Αυτές τις ιστορίες διηγείται το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, στην οδό Αγίας Φιλοθέης 17. Το επισκέπτονται οι παλιοί για να θυμηθούν και οι νέοι για να μάθουν.
“Μάλιστα οι ηλικιωμένοι, που συχνά έρχονται στο μουσείο με τα εγγόνια τους, μετατρέπονται σε ξεναγούς“, λέει στη “Μηχανή του Χρόνου” η διευθύντρια του μουσείου και επί πολλά χρόνια εκπαιδευτικός και σχολική σύμβουλος, Ευαγγελία Κανταρτζή.
Βέργα, καρυδότσουφλα, κούρεμα με την ψιλή. Οι σκληρές τιμωρίες των μαθητών
Η αντίληψη ότι το ξύλο μορφώνει, πως “ο μη δαρείς ου παιδεύεται“, ήταν αποδεκτή ακόμη και από τους γονείς, οι οποίοι θεωρούσαν το κύρος του δασκάλου αναμφισβήτητο και το λόγο του νόμο.
Η βέργα αποτελούσε την πιο γνωστή μέθοδο τιμωρίας. Ήταν ο φόβος και ο τρόμος των μαθητών, κατά βάση των αγοριών, και, όπως είπε στη “ΜτΧ” η κ. Κανταρτζή, “το ράβδισμα γινόταν ενώπιον όλων για παραδειγματισμό.
Η βέργα δεν έπεφτε μόνο στην παλάμη, αλλά και στην εξωτερική πλευρά του χεριού, ακόμη και στα γόνατα και στις γάμπες. Τα παιδιά πονούσαν τόσο που με κόπο συγκρατούσαν τα δάκρυά τους“.
Η κ. Κανταρτζή μάς ανέφερε και μαρτυρίες για μορφές τιμωρίας που συνέβαιναν κυρίως στην επαρχία και έφταναν στα όρια του σαδισμού.
Έκλειναν τα “απείθαρχα” παιδιά στο υπόγειο του σχολείου για ένα βράδυ και σε άλλα τους ξύριζαν το κεφάλι με την ψιλή σε σχήμα σταυρού. Τους έριχναν επίσης μελάνι, πράγμα που έτσουζε πολύ και προκαλούσε φοβερό πόνο.
Στα νησιά και την Πελοπόννησο ήταν διαδεδομένη και η μέθοδος τιμωρίας των καρυδότσουφλων. Όποιο παιδί έκανε κάτι για το οποίο “έπρεπε” να τιμωρηθεί, καθόταν ακόμη και επί δέκα λεπτά με τα γόνατα πάνω στα καρυδότσουφλα και πονούσε.
Σύμφωνα με την κ. Κανταρτζή, υπήρχαν δάσκαλοι που όχι μόνο έβαζαν τα παιδιά να υπομείνουν τον πόνο, αλλά και τα πίεζαν από πάνω, για να τον νιώσουν ακόμη πιο πολύ.
Μία άλλη μορφή τιμωρίας σχετιζόταν με την ξυλόσομπα, η οποία συνήθως βρισκόταν δίπλα από την έδρα. Οι μαθητές, πολλοί εκ των οποίων πήγαιναν ξυπόλητοι στο σχολείο, ήταν επιφορτισμένοι με το άναμμά της.
Καθένας όφειλε να φέρει το πρωί στην τάξη δύο κουτσουράκια. Όποιος το ξεχνούσε, τιμωρείτο. Καθόταν στο τελευταίο θρανίο και δεν ζεσταινόταν όπως οι υπόλοιποι “συνεπείς” μαθητές του.
Στο πέρασμα των ετών, οι κοινωνικές αντιλήψεις άλλαξαν και σταδιακά οι αντιπαιδαγωγικές αυτές μέθοδοι έπαψαν να εφαρμόζονται. Όπως μας είπε η κ. Κανταρτζή, το κούρεμα με την ψιλή απαγορεύτηκε με εγκύκλιο του 1964, επί κυβερνήσεως Γεωργίου Παπανδρέου.
Ο δάσκαλος ως “αυθεντία”
Η μεταπολεμική σχολική αίθουσα είχε ορθογώνιο σχήμα. Σε μία από τις γωνίες της ήταν τοποθετημένη η έδρα του δασκάλου πάνω σε ένα βάθρο.
Πίσω από τον δάσκαλο βρισκόταν ο πίνακας και πάνω από τον πίνακα η εικόνα του Χριστού. Η διάταξη των αντικειμένων δεν ήταν τυχαία, όπως εξηγεί η κ. Κανταρτζή στη “ΜτΧ“:
“Το βάθρο χρησιμοποιείτο προκειμένου ο δάσκαλος να βρίσκεται πιο πάνω από τους μαθητές του, να δείχνει ξεκάθαρα πως αυτός ήταν η αυθεντία. Το γεγονός ότι κάτω από τον Χριστό ήταν ο δάσκαλος ήταν συμβολικός. Ο δάσκαλος είχε την απόλυτη εξουσία μέσα στην τάξη.
Εκτός από συμβολική σημασία, η έδρα πάνω στο βάθρο είχε και πρακτική, καθώς οι τάξεις τότε φιλοξενούσαν ακόμη και 60 με 70 παιδιά, σύμφωνα με μαρτυρίες. Και μάλιστα παιδιά που δεν ήταν όλα στην ίδια ηλικία. Υπήρχε ετερογένεια, διότι τα παιδιά έμεναν στην ίδια τάξη είτε λόγω πολλών απουσιών είτε λόγω αποτυχίας στις απολυτήριες εξετάσεις“.
Τα θρανία ήταν ξύλινα και πράσινου χρώματος. Αρκετά διέθεταν στη μέση μια στρογγυλή οπή, όπου τοποθετούσαν το μελανοδοχείο. Ειδικά στις τάξεις του Δημοτικού, μπορούσαν να χωρέσουν ακόμη και 4-5 άτομα, μας πληροφορεί η κ. Κανταρτζή.
“Ήταν πιο μικροκαμωμένα τα παιδιά της εποχής και επίσης ο τρόπος που κάθονταν στο θρανίο, δηλαδή στοιχισμένα και με τα χέρια σταυρωμένα, εξοικονομούσε χώρο“, συμπληρώνει.
Αναπόσπαστο κομμάτι της σχολικής αίθουσας του ’50 και των μετέπειτα δεκαετιών ήταν ο άβακας, οι χάρτες, οι προσωπογραφίες αγωνιστών του 1821 και μικρές πινακίδες που μετέδιδαν είτε ηθικά παραγγέλματα, όπως “Τ’ αγαθά κόποις κτώνται“, είτε κανόνες συμπεριφοράς, όπως “Μην θορυβείτε“.
Οι χάρτες δεν ήταν απλώς μέρος της διακόσμησης. Αποτελούσαν βασικό μέσο διδασκαλίας σε μαθήματα, όπως η ιστορία, η αριθμητική και η πατριδογνωσία, η οποία στο μεγαλύτερο μέρος της έμοιαζε με τη σημερινή μελέτη περιβάλλοντος.
Οι πλάκες με το κοντύλι
Κάθε αντικείμενο στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης έχει τη δική του ξεχωριστή και πολλές φορές συγκινητική ιστορία.
Πέρα από τα τετράδια, που είχαν πολύ λίγα και πολύ λεπτά φύλλα, οι μαθητές έγραφαν στις λεγόμενες πλάκες με το κοντύλι. Ήταν ως επί το πλείστον ορθογώνιες. Η μία πλευρά ήταν για τη γραφή ενώ η άλλη για την αριθμητική.
Το κοντύλι ήταν κατασκευασμένο από σχιστόλιθο, υλικό κατάλληλο και φθηνό ως μέσο γραφής και, όταν οι μαθητές έγραφαν με αυτό, έμοιαζε με κιμωλία. Η πλάκα είχε συνήθως δεμένο με σπάγκο το σφουγγαράκι, με το οποίο ο μαθητής έσβηνε.
Σε κάποιες περιπτώσεις ήταν δεμένο με σπάγκο και το κοντύλι. Στα χωριά θεωρούσαν τυχερά τα παιδιά που χρησιμοποιούσαν λαγοπόδαρα αντί για σφουγγάρι, επειδή πίστευαν ότι έσβηναν καλύτερα και πιο γρήγορα.
Τα ταγάρια, τα σκονάκια και τα στιχάκια
Αντί για δερμάτινη τσάντα, οι μαθητές των προπολεμικών χρόνων είχαν το λεγόμενο ταγάρι ή τσαντούλι, το οποίο έφτιαχναν με μάλλινες κλωστές οι μητέρες ή οι γιαγιάδες τους.
Οι τσάντες κυκλοφόρησαν μετά το ’50, αλλά ήταν μικρές, μια και περιελάμβαναν ένα αλφαβητάρι, ένα τετράδιο, μια κασετίνα, ένα μολύβι ή μια πένα με το μελανοδοχείο της.
Ιδιαίτερη συγκίνηση προκαλούν στην κ. Κανταρτζή οι σημειώσεις των μαθητών που κρύβονται στα αναγνωστικά και στα σχολικά βιβλία, είτε πάνω στις σελίδες τους είτε σε χαρτάκια μέσα στα βιβλία, όπως επίσης και τα ραβασάκια, οι ζωγραφιές και τα σκονάκια.
Στην ακόλουθη σελίδα, που προέρχεται από το εγχειρίδιο “Νεοελληνικά Αναγνώσματα Β’ Γυμνασίου” του 1950, διακρίνεται ένα αυτοσχέδιο μαθητικό τραγούδι, οι στίχοι του οποίου γράφουν:
Τραγούδι πέστε του και τον πόνο μου να λέει
μονάχος παραστράτησα κανένας δεν μου φταίει
Ποδιές και κέντημα για τα κορίτσια, πηλήκια και ξυλογλυπτική για τα αγόρια
Στο παρελθόν, τα έμφυλα στερεότυπα ήταν κυρίαρχα σε όλους τους τομείς του δημοσίου βίου, συμπεριλαμβανομένης της εκπαίδευσης.
Στο μάθημα των οικοκυρικών, τα κορίτσια μάθαιναν να ράβουν και να κεντούν, ενώ τα αγόρια καταπιάνονταν με την ξυλογλυπτική. Αμφότεροι έπαιρναν τα δημιουργήματά τους στο σπίτι τους και, στην περίπτωση των κοριτσιών, γίνονταν μέρος της προίκας τους.
Ο έμφυλος διαχωρισμός αποτυπώθηκε με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο και στην ενδυμασία. Τα κορίτσια ήταν υποχρεωμένα να φορούν ποδιές και άσπρη κορδέλα στα μαλλιά, τα οποία έπρεπε να έχουν πιασμένα πίσω.
Τα αγόρια αναγκάζονταν να φορούν πηλήκια, τα οποία πάνω από το γείσο είχαν τη μορφή της κουκουβάγιας, σύμβολο της σοφίας. Ποδιά φορούσαν μόνο στο νηπιαγωγείο και η αμφίεσή τους ήταν συνήθως το σακάκι και το κοντό παντελονάκι.
Οι ενδυμασίες ήταν διαφορετικές, αλλά ο ρόλος τους κοινός: η επίτευξη της ομοιομορφίας και της πειθαρχίας και ο έλεγχος της συμπεριφοράς των μαθητών. Όποιος μαθητής ή μαθήτρια “πιανόταν” να μην φοράει το πηλήκιό του ή την ποδιά της αντίστοιχα, “έτρωγε” αποβολή.
Τα πηλήκια καταργήθηκαν το 1964, στο πλαίσιο της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης του Γεωργίου Παπανδρέου που θεωρούσε ότι δεν ταίριαζαν με ένα δημοκρατικό σχολείο. Παράλληλα, η μαύρη ποδιά των κοριτσιών αντικαταστάθηκε με την μπλε. Το “τέλος” της ήρθε το 1982, επί κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ.
Τα “Ψηλά Βουνά” και τα αναγνωστικά Μεταξά
Τα δύο δημοφιλέστερα αναγνωστικά όλων των εποχών, τα “Ψηλά Βουνά” του Ζαχαρία Παπαντωνίου και το “Αλφαβητάριο” με τον ήλιο του 1917 δεν θα μπορούσαν να λείπουν από τις συλλογές του μουσείου. Το ίδιο και τα αναγνωστικά που εικονογράφησε ο Κώστας Γραμματόπουλος και διδάχθηκαν την περίοδο 1955-1973.
Επιπρόσθετα, σημαντική θέση στις συλλογές του Μουσείου έχουν τα αναγνωστικά Μεταξά, δηλαδή τα εγχειρίδια που συγγράφτηκαν και διανεμήθηκαν, στη δημοτική γλώσσα, στα σχολεία μετά την άνοδο του δικτάτορα στην εξουσία, στις 4 Αυγούστου 1936.
Οι εκπαιδευτικοί και οι μαθητές ήταν υποχρεωμένοι να αγοράζουν το εβδομαδιαίο περιοδικό “Νεολαία” της ΕΟΝ. Στη διάρκεια της δικτατορίας του, ο Μεταξάς κατήργησε τα μαθήματα της Τετάρτης και την μετέτρεψε σε ημέρα κατήχησης και προπαγάνδας.
Το 1937, ίδρυσε τον Οργανισμό Εκδόσεως Σχολικών Βιβλίων (ΟΕΣΒ), που αργότερα μετονομάστηκε σε Οργανισμό Εκδόσεως Διδακτικών Βιβλίων (ΟΕΔΒ).
Η περίοδος της μεταξικής δικτατορίας αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα κρατικού παρεμβατισμού και ελέγχου του περιεχομένου των σχολικών βιβλίων για τη διάδοση και παγίωση της κυρίαρχης ιδεολογίας, αλλά δεν ήταν ούτε το πρώτο ούτε το τελευταίο.
Ήδη από συστάσεως του ελληνικού κράτους ο βασιλιάς Όθωνας ίδρυσε το λεγόμενο βασιλικό τυπογραφείο και όρισε να τυπώνονται όλα τα σχολικά βιβλία εκεί, αφού πρώτα γινόταν ο έλεγχός τους από το κράτος. Οι δάσκαλοι ήταν υποχρεωμένοι να διδάσκουν αποκλειστικά και μόνο τα βιβλία των κρατικών εκδόσεων.
Ενθύμια ζωής
Ένα παράδειγμα της συγκίνησης που προκαλούν ορισμένα εκθέματα του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, είναι το καλαθάκι φαγητού της Τριανταφυλλιάς Μικρόπουλου.
Οι γονείς της ήταν ποντιακής καταγωγής. Ζούσαν στο Βατούμ της Σοβιετικής Ένωσης, μέχρι που εξορίστηκαν και ήρθαν στην Αθήνα. Η μικρή Τριανταφυλλιά πήγαινε στο νηπιαγωγείο με αυτό το καλαθάκι. Το “σχολικό” που την μετέφερε ήταν οι ώμοι του επιστάτη του σπιτιού.
Ένα ακόμη πολύτιμο έκθεμα είναι η σχολική τσάντα, τα γυαλάκια και μια φωτογραφία εποχής του ηθοποιού Γιώργου Μοσχίδη, τα οποία δωρίστηκαν από την κόρη του, Κορίνα.
Στο ακόλουθο βίντεο μπορείτε να ακούσετε τον Χρήστο Κανούτα να αφηγείται την ιστορία ενός κουδουνιού από το Γυμνάσιο Γρεβενών, που σήμερα αποτελεί κομμάτι των συλλογών του μουσείου:
Το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης διαθέτει αρχείο με προφορικές μαρτυρίες παλιών μαθητών και δασκάλων, το οποίο εμπλουτίζεται συνεχώς μέσα από σχετικές δράσεις που έχουν στο επίκεντρό τους τον μαθητή.
Αρκετές από αυτές είναι αναρτημένες σε ειδική ενότητα της ιστοσελίδας του Μουσείου Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης, όπου μπορεί ο καθένας να τις διαβάσει, να τις δει ή να τις ακούσει.
Κάθε μαρτυρία είναι πολύτιμη και συγκινητική και αποτυπώνει τόσο τις όμορφες όσο και τις άσχημες στιγμές, τονίζει η κ. Κανταρτζή.
Η προσωπική συλλογή που μεγάλωσε και εξελίχθηκε σε μουσείο
Το Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης λειτουργεί από το 2013, υπό τον φορέα του Εθνικού Κέντρου Έρευνας και Διάσωσης Σχολικού Υλικού (ΕΚΕΔΙΣΥ).
Αρχικά στεγαζόταν σε ένα νεοκλασικό κτήριο της οδού Τριπόδων, αλλά το 2022 μεταφέρθηκε στην οδό Αγίας Φιλοθέης. Καθημερινά υποδέχεται μαθητές και μαθήτριες από την Αθήνα και άλλα μέρη της Ελλάδας. Ωστόσο, υπάρχουν και μεμονωμένοι επισκέπτες κάθε ηλικίας και κάθε εθνικότητας.
Την έμπνευση για την ίδρυση του μουσείου είχε η κ. Κανταρτζή. Η ίδια χρησιμοποιεί χιουμοριστικά τη λέξη “πετριά”, για να εξηγήσει το πόσο πολύ ήθελε να δώσει σάρκα και οστά στο όραμά της για ένα μουσείο που θα “ξυπνούσε” αναμνήσεις.
“Ήταν μια ιδέα που ζυμωνόταν για πολλά χρόνια, με αφορμή την προσωπική μου ενασχόληση με συλλογές σχολικών βιβλίων. Η συλλογή μου σταδιακά μεγάλωνε, είδα πως είχε μεγάλη ανταπόκριση και απήχηση σε διάφορες εκθέσεις και εκδηλώσεις και θέλησα να γίνει κάτι πιο ζωντανό, που θα ήταν προσβάσιμο σε ερευνητές, εκπαιδευτικούς και προπάντων τους μαθητές. Ήταν ένα όραμα που συμμερίστηκαν κι άλλοι άνθρωποι“.
Τα εκθέματα του μουσείου
Σύμφωνα με την Ευαγγελία Κανταρτζή, το μουσείο αριθμεί περί τα 20.000 εκθέματα. Ένα μέρος τους εκτίθεται στο κτήριο της Πλάκας και τα υπόλοιπα παρουσιάζονται σε περιοδικές εκθέσεις που διοργανώνονται.
Τα περισσότερα αντικείμενα αγοράστηκαν μέσω δημοπρασιών ή από παλαιοβιβλιοπωλεία, ενώ πολλά προήλθαν από δωρεές ιδιωτών ή σχολείων. “Κάθε τεκμήριο, που για κάποιον μπορεί να φαίνεται άχρηστο, για εμάς έχει πολλή μεγάλη σημασία“, επισημαίνει η κ. Κανταρτζή.
Οι επισκέπτες του μουσείου μπορούν να δουν οτιδήποτε έχει σχέση με την ιστορία της εκπαίδευσης και των σχολείων: αναγνωστικά, βιβλία, ενδεικτικά και απολυτήρια, χάρτες, φωτογραφίες, ενδυμασίες, παιχνίδια και διάφορα αντικείμενα που συναπαρτίζουν το παζλ της σχολικής ζωής του παρελθόντος.
Οι παλαιότερες συλλογές χρονολογούνται στα τέλη του 17ου αιώνα. Ένα από τα πιο χαρακτηριστικά παραδείγματα είναι οι “Μύθοι του Αισώπου” του 1672.
Γραμμένο στην ελληνική και λατινική γλώσσα και διανθισμένο από 35 περίτεχνες ξυλογραφίες, ήταν μια πολύ ακριβή έκδοση για τα δεδομένα της εποχής, μας επισημαίνει η κ. Κανταρτζή.
Χρησιμοποιήθηκε τόσο στα ελάχιστα σχολεία που δίδασκαν ελληνικά όσο και στα ευρωπαϊκά σχολεία, διότι, λόγω του ηθικοδιδακτικού του χαρακτήρα, θεωρήθηκε ως κατάλληλο για ανάγνωσμα.
Μάθηση μέσα από τη διασκέδαση
Οι μαθητές των σχολείων που έρχονται στο Μουσείο Σχολικής Ζωής και Εκπαίδευσης δεν γίνονται παθητικοί δέκτες πληροφοριών. Μαθαίνουν για την ιστορία της ελληνικής εκπαίδευσης και των σχολείων μέσα από το παιχνίδι και την αναπαράσταση.
Φορούν ποδιές και πηλήκια και αντίστοιχα οι μουσειοπαιδαγωγοί ντύνονται δάσκαλοι σε μια σχολική αίθουσα προσομοίωση της δεκαετίας του ’50, η οποία φαίνεται στην παρακάτω φωτογραφία.
Η συγκίνηση των ηλικιωμένων
Οι μεγαλύτεροι, γνωρίζουν από πρώτο χέρι όλα όσα αντικρίζουν. “Οι ηλικιωμένοι επισκέπτες συχνά φεύγουν από το μουσείο με δάκρυα συγκίνησης. Νιώθουν ότι μπαίνουν σε μια χρονοκάψουλα και συγχρόνως έχουν την ανάγκη να μας διηγηθούν τις εμπειρίες τους.
Μια επισκέπτρια από τη Γαλλία μάς εξέφρασε τη συγκίνησή της, όταν είδε το αναγνωστικό των δικών της σχολικών χρόνων στο μουσείο μας.
Οι μικρότεροι επισκέπτες στην αρχή πιστεύουν ότι θα έρθουν κάπου που θα βαρεθούν. Εμείς όμως τους λέμε να έρθουν, γιατί θα περάσουν όμορφα και ευχάριστα. Και όντως στο τέλος περνούν καλά“, συμπληρώνει η κ. Κανταρτζή.
Ρεπορτάζ: Δημήτρης Παπακυριακού, https://www.mixanitouxronou.gr
Εξαιρετικό μας θύμισε τα σχολικά μας χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕξαιρετικό μας θύμισε τα σχολικά μας χρόνια.
ΑπάντησηΔιαγραφή