Στις 30 Σεπτεμβρίου 1968, μία ημέρα μετά το δημοψήφισμα για την επικύρωση του Συντάγματος της Χούντας, γράφτηκε μία από τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία του ελληνικού σιδηροδρόμου.
Δύο αμαξοστοιχίες που κινούνταν στην ίδια γραμμή συγκρούστηκαν στο Δερβένι Κορινθίας. Η μία από τις δύο ήταν σταματημένη.
Οι υπεράριθμοι επιβάτες, η αιφνιδιαστική στάθμευση του ενός τρένου και η ξαφνική αλλαγή μηχανοδηγού στην αμαξοστοιχία που ακολουθούσε οδήγησαν στη σύγκρουση. O απολογισμός ήταν 34 νεκροί και περισσότεροι από 100 τραυματίες. Οικογένειες ξεκληρίστηκαν, παιδιά έμειναν ορφανά και οι μνήμες δεν έσβησαν ποτέ, όσα χρόνια κι αν πέρασαν.
Μέχρι να συμβεί το σιδηροδρομικό δυστύχημα στα Τέμπη, στις 28 Φεβρουαρίου 2023, το δυστύχημα του Δερβενίου ήταν η πιο πολύνεκρη τραγωδία στις ράγες.
Το μυστήριο σήμα κινδύνου
Στις 15:15 της 30ης Σεπτεμβρίου, η αμαξοστοιχία 304 αναχώρησε πρώτη από την Πάτρα και στις 18:20 περίπου βρισκόταν ένα χιλιόμετρο μετά από το Δερβένι Κορινθίας. Η αμαξοστοιχία αυτή ήταν ταχεία και σταματούσε σε όλους τους σταθμούς, όπου επικρατούσε κοσμοσυρροή.
Η δεύτερη αμαξοστοιχία, η 306, ξεκίνησε από την Πάτρα στις 16:24. Επρόκειτο για υπερταχεία, η οποία σταματούσε μόνο στους μεγάλους σταθμούς.
Καθένα από τα τρένα είχε 2.500 επιβάτες και αμφότερα κατευθύνονταν προς την Αθήνα. Στη συντριπτική τους πλειοψηφία, οι επιβάτες ήταν ετεροδημότες, οι οποίοι είχαν πάει να ψηφίσουν στο “δημοψήφισμα” της δικτατορίας των Συνταγματαρχών.
Ενώ λοιπόν το τρένο 304 βρισκόταν κοντά στο Δερβένι, ξαφνικά κάποιος ή κάποια τράβηξε τον μοχλό του σήματος κινδύνου. Ο μηχανοδηγός ελάττωσε ταχύτητα και το τρένο ακινητοποιήθηκε περίπου μισό χιλιόμετρο μετά το σταθμό στο Δερβένι.
Το ποιος τράβηξε το σήμα κινδύνου δεν ξεκαθαρίστηκε ποτέ και πολλές εκδοχές γράφτηκαν στον Τύπο της εποχής.
Μια από όσες ακούστηκαν ήταν ότι ένας ναύτης λιποθύμησε και μια γυναίκα πανικόβλητη τράβηξε το σήμα κινδύνου. Μια παραλλαγή αυτής της εκδοχής ανέφερε ότι ένα παιδάκι έπαθε τροφική δηλητηρίαση κι ένας επιβάτης έσυρε τη λαβή του κινδύνου.
Το τρίτο σενάριο αναφερόταν σε μια ετοιμόγεννη γυναίκα που λόγω του συνωστισμού λιποθύμησε και ένας ναύτης προκάλεσε την ακινητοποίηση της αμαξοστοιχίας.
Η αλλαγή του μηχανοδηγού
Ο Γιώργος Νάθενας, συγκοινωνιολόγος και ιστορικός μεταφορών, είχε μιλήσει στη “Μηχανή του Χρόνου” για το πώς οδηγηθήκαμε στη μοιραία σύγκρουση:
“Υπήρχε τότε ένας κανονισμός που επέτρεπε, με γνώση του μηχανοδηγού και της προπορευόμενης και της επόμενης αμαξοστοιχίας, να μπορούν να κινηθούν δύο αμαξοστοιχίες με δεκάλεπτη ακολουθία, χωρίς η προπορευόμενη να έχει φτάσει στον επόμενο σταθμό“.
Εντωμεταξύ, η αμαξοστοιχία 306 πλησίαζε την 304. Ο μηχανοδηγός της 306, Ε. Κουρουνιώτης έδωσε τα χειριστήρια στο συνάδελφό του, Κ. Νιαρέα, ο οποίος ταξίδευε ως επιβάτης και θέλησε να ξεκουράσει τον Κουρουνιώτη.
“Ο νέος μηχανοδηγός προχωρούσε με σχετικά υψηλή ταχύτητα. Ο τροχοπεδητής ουράς προπορευόμενης δεν πρόλαβε να πάει εγκαίρως να καλύψει, γιατί μέχρι να βγει από το συνωστισμό που είχε μες στα βαγόνια καθυστέρησε, με αποτέλεσμα η πίσω αμαξοστοιχία να πέσει στην σταθμευμένη.
Η ταχύτητα της 306 ήταν τόσο μεγάλη που πραγματικά σχεδόν διαπέρασε τα τρία τελευταία βαγόνια της 304“, αναφέρει ο κ. Νάθενας.
Η ανείπωτη τραγωδία
Σύμφωνα με τα δημοσιεύματα, το τελευταίο βαγόνι του σταθμευμένου τρένου έγινε άμορφη μάζα. Οι κάτοικοι του Δερβενίου άκουσαν ένα εκκωφαντικό θόρυβο και ουρλιαχτά. Οι εικόνες που αντίκρισαν ήταν φρικιαστικές.
Από τα χτυπημένα βαγόνια κρέμονταν χέρια, πόδια και κεφάλια επιβατών και οι κραυγές απελπισίας και βοηθείας των τραυματισμένων και εγκλωβισμένων ηχούσαν παντού.
Από την πρώτη στιγμή, συνεργεία του Στρατού, της Χωροφυλακής και της Πυροσβεστικής, γιατροί και νοσηλευτές ανέλαβαν το δύσκολο έργο της διάσωσης και της περίθαλψης των επιβατών.
Οι τραυματίες μεταφέρθηκαν αρχικά σε κλινικές, νοσοκομεία και σπίτια του Κιάτου, της Κορίνθου, του Ξυλόκαστρου και του Αιγίου. Στη συνέχεια διακομίστηκαν σε νοσοκομεία της Αθήνας, όπως ο “Ευαγγελισμός“, στο “Λαϊκό” και το “Τζάννειο“.
Στο νεκροτομείο Αθηνών, όπου έσπευσαν πολλοί συγγενείς για την αναγνώριση της ταυτότητας των θυμάτων, διαδραματίστηκαν συγκλονιστικές σκηνές. Η θλίψη, η οδύνη και ένα τεράστιο “γιατί;” κυριαρχούσαν στην ατμόσφαιρα.
Η επιζήσασα Φρίντα Αποστολοπούλου ήταν τόσο τρομαγμένη που δήλωσε ότι “δεν θα ξαναμπεί σε αμαξοστοιχία“. Ο Νικόλαος Καψής, ένας ακόμη επιζών του σιδηροδρομικού δυστυχήματος, ανέφερε τα εξής στους δημοσιογράφους:
“Εγώ, η έγκυος γυναίκα μου Γεωργία και η αδελφή μου Δήμητρα μπήκαμε στο τρένο από την Πάτρα, στις 3.30. Θυμάμαι ότι μεταξύ του σταθμού των Πατρών και του μηχανοστασίου των Πατρών (Άγιος Γεώργιος) χτύπησε για πρώτη φορά το σήμα κινδύνου και η αμαξοστοιχία σταμάτησε για 15 λεπτά. Κατέβηκαν κάτω οι υπάλληλοι και ξελασκάρισαν τα φρένα.
Η δεύτερη φορά που σταμάτησε το τραίνο ήταν στο Δερβένι. Κανένας δεν κατέβηκε από το τραίνο και νομίζω ότι σταμάτησε, γιατί λιποθύμησε το παιδάκι μας κυρίας, που η ίδια τράβηξε το σήμα κινδύνου.
Ενώ το τρένο ήταν σταματημένο, η αδελφή μου από το προτελευταίο βαγόνι που ήμασταν έφυγε και πήγε στο τελευταίο. Λίγες στιγμές αργότερα έγινε η σύγκρουση. Το τι έγινε δεν μπορώ να το περιγράψω. Ο καθένας προσπαθούσε να σωθεί και δεν σκεφτόταν τον άλλο“.
Το πόρισμα
Μετά από ομόφωνη απόφαση εισαγγελέα και ανακριτή προφυλακίστηκαν πέντε άτομα, κατηγορούμενα για ανθρωποκτονία από αμέλεια και σοβαρές σωματικές κακώσεις εξ αμελείας κατά συρροή. Ο μηχανοδηγός της αμαξοστοιχίας 304, Γ. Δάβος αποφυλακίστηκε με εγγύηση, διότι θεωρήθηκε ότι δεν είχε ευθύνη για το δυστύχημα.
Το πόρισμα που εξέδωσε τριμελής επιτροπή που συνέστησε το Υπουργείο Συγκοινωνιών ανέφερε πως οι κύριοι υπεύθυνοι για το δυστύχημα στο Δερβένι ήταν οι εξής τρεις:
- Ο σταθμάρχης Αθ. Σκίτσος, ο οποίος εκτελούσε χρέη προϊσταμένου του τρένου 304 και “δεν ενήργησε για την κάλυψη αυτής, όταν η τελευταία εστάθμευσε“.
- Ο μηχανοδηγός του τρένου 306, Κουρουνιώτης που επέτρεψε στον επιβάτη συνάδελφό του να οδηγήσει την αμαξοστοιχία και δεν έδειξε τη δέουσα προσοχή ενώ γνώριζε ότι προπορευόταν άλλη αμαξοστοιχία.
- Ο μηχανοδηγός Νιαρέας που πήρε τη θέση του Κουρουνιώτη, ο οποίος, παρότι γνώριζε ότι προηγείτο άλλη αμαξοστοιχία με διαφορά 10 λεπτών, “δεν είχε εντεταμένη την προσοχή του” και δεν στάθμευσε έγκαιρα.
Η ταχύτητα του τρένου 306 μειώθηκε από τα 52 χιλιόμετρα στα 42, αλλά αυτό δεν αρκούσε για να αποφευχθεί η μοιραία σύγκρουση. Επίσης, το πόρισμα υπογράμμιζε ότι ο μηχανοδηγός του 306 μπορούσε να αντιληφθεί έγκαιρα το σταθμευμένο 304 από απόσταση 170 περίπου μέτρων.
Η υπόθεση εκδικάστηκε τον Ιούνιο του 1970, στο Πλημμελειοδικείο Κορίνθου. Στο εδώλιο έκατσαν έξι άτομα. Ο εισαγγελέας στηλίτευσε τους κατηγορούμενους τονίζοντας πως “στο μοιραίο σημείο της συγκρούσεως συνηντήθη η ασυνειδησία τους”.
Τους χαρακτήρισε ως “καταδρομείς των ανθρώπινων ζωών” και ζήτησε από το δικαστήριο την βαρύτατη καταδίκη των πέντε από τους έξι ως “ύστατη προσφορά της πολιτείας προς τους 34 νεκρούς”. Η πρότασή του εισακούστηκε και πέντε από τους έξι κατηγορούμενους τιμωρήθηκαν με ποινές φυλάκισης 18 μηνών έως 4 ετών και 3 μηνών.
Το δυστύχημα υποχρέωσε τους σιδηροδρόμους να αλλάξουν τους κανονισμούς και από τότε είναι υποχρεωτικό ο σταθμάρχης ενός σταθμού στον οποίο φτάνει μία αμαξοστοιχία και στη συνέχεια αναχωρεί, να δίνει υποχρεωτικά ελευθέρα γραμμή, για να έρθει ο επόμενος συρμός από τον προηγούμενο σταθμό.
https://www.mixanitouxronou.gr