Απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας αλλάζει το τοπίο για την επαγγελματική αναγνώριση τίτλων σπουδών από ευρωπαϊκά πανεπιστήμια και τα ελληνικά κολέγια που λειτουργούν στη χώρα μας ως παράρτημα ευρωπαϊκών ΑΕΙ. Η απόφαση ορίζει ότι «οι αρμόδιες αρχές κράτους-μέλους της Ευρωπαϊκής Ενωσης για τη χορήγηση αδείας άσκησης επαγγέλματος πρέπει να λαμβάνουν υπόψη το σύνολο των διπλωμάτων, πιστοποιητικών και άλλων τίτλων, καθώς και τη σχετική πείρα του ενδιαφερομένου», κατά τη διαδικασία αναγνώρισης της επαγγελματικής ισοδυναμίας πτυχίου για την απονομή του οποίου προσμετρήθηκαν προηγούμενες σπουδές, ανεξαρτήτως του επιπέδου αυτών. Ουσιαστικά, η απόφαση επιτρέπει για την επαγγελματική αναγνώριση πτυχίων κολεγίων-παραρτημάτων ευρωπαϊκών ΑΕΙ να συνυπολογίζονται προηγούμενες σπουδές σε εκπαιδευτικούς φορείς ανεξάρτητα από τη διαβάθμισή τους (π.χ. ΑΕΙ αλλά και ελληνικά και ευρωπαϊκά ΙΕΚ κ.ά.), καθώς και η εργασιακή εμπειρία. Βεβαίως, ο αρμόδιος φορέας του υπουργείου Παιδείας εάν το κρίνει μπορεί να θέσει όρους, π.χ. εξέταση σε μαθήματα ή πρακτική άσκηση, για την αναγνώριση του πτυχίου, αλλά όχι να απορρίψει την αίτηση επειδή ένα μέρος των σπουδών δεν έχει γίνει στο ίδιο ΑΕΙ. Με σχόλιό του στην «Κ» το υπουργείο Παιδείας ξεκαθαρίζει, καταδεικνύοντας τη σημασία της απόφασης: «Το υπουργείο Παιδείας εφαρμόζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας. Νέες αιτήσεις θα εξεταστούν βάσει του προεδρικού διατάγματος 38/2010 και των πρόσφατων εξελίξεων στη νομολογία του ΣτΕ».
Ειδικότερα, το ιστορικό της υπόθεσης είναι το εξής: Ελληνας πραγματοποίησε σπουδές λογιστικής σε εργαστήριο ελευθέρων σπουδών πριν από το 2008, οπότε και άρχισε να ισχύει ο νόμος 3696/2008 για τα κολέγια. Στη συνέχεια ο ίδιος ενεγράφη απευθείας στο δεύτερο έτος σπουδών του τριετούς προγράμματος ελληνικού κολεγίου, το οποίο λειτουργούσε ως παράρτημα βρετανικού πανεπιστημίου. Για να εισαχθεί κατευθείαν στο δεύτερο έτος (και όχι στο πρώτο) ελήφθησαν υπόψη οι προαναφερθείσες σπουδές του πολίτη στο εργαστήριο ελευθέρων σπουδών, οι οποίες θεωρήθηκαν από το βρετανικό ΑΕΙ ως ισοδύναμες με το πρώτο έτος σπουδών του σχετικού προγράμματος του εν λόγω βρετανικού πανεπιστημίου, σύμφωνα με τους κανονισμούς του. Οταν ο απόφοιτος ζήτησε από την αρμόδια υπηρεσία του υπουργείου Παιδείας (το ΣΑΕΠ – Συμβούλιο Αναγνώρισης Επαγγελματικών Προσόντων, πλέον ΑΤΕΕΝ) την επαγγελματική αναγνώριση του πτυχίου του, εκείνη απάντησε αρνητικά κρίνοντας ότι έπρεπε να είχε παρακολουθήσει στο κολέγιο, όπου φοιτούσε, το σύνολο των μαθημάτων του προγράμματος σπουδών του βρετανικού πανεπιστημίου που οδήγησε στην απονομή του πτυχίου του.
Υπουργείο Παιδείας στην «Κ»: «Νέες αιτήσεις θα εξεταστούν βάσει του προεδρικού διατάγματος 38/2010 και των πρόσφατων εξελίξεων στη νομολογία του ΣτΕ».
Το Συμβούλιο της Επικρατείας έκρινε ότι «οι αρμόδιες υπηρεσίες του ελληνικού κράτους υποχρεούνται να αναγνωρίσουν τίτλο τυπικής ανώτατης εκπαίδευσης που χορηγήθηκε από αρμόδια αρχή άλλου κράτους-μέλους, μολονότι με τον τίτλο αυτόν πιστοποιούνται σπουδές που έχουν πραγματοποιηθεί εν όλω ή εν μέρει στην Ελλάδα και οι οποίες, κατά τη νομοθεσία αυτής, δεν αναγνωρίζονται ως σπουδές τριτοβάθμιας εκπαιδεύσεως». Σε ό,τι αφορά το ζήτημα της δυνατότητας μεταφοράς εκπαιδευτικών πιστωτικών μονάδων ECTS για την απόκτηση πτυχίου, το ΣτΕ έκρινε ότι αυτή δεν εμποδίζει την αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας πτυχίου, καθώς το ΣΑΕΠ δεν είχε δικαίωμα να ελέγξει τις προϋποθέσεις υπό τις οποίες χορηγήθηκε ο προς αναγνώριση τίτλος από το βρετανικό πανεπιστήμιο, διότι «εναπόκειται αποκλειστικά στις αρμόδιες αρχές οι οποίες χορηγούν τα διπλώματα να ελέγχουν, βάσει των κανόνων που διέπουν το δικό τους σύστημα επαγγελματικής εκπαίδευσης, αν πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για τη χορήγηση των διπλωμάτων αυτών», το δε ΣΑΕΠ δεν επιτρέπεται να μη λαμβάνει υπόψη τίτλους σπουδών «εξαιτίας ακαδημαϊκών και μόνο, ως προς την οργάνωση ή το περιεχόμενο της αντίστοιχης εκπαίδευσης, διαφορών μεταξύ κράτους προέλευσης και κράτους υποδοχής».
Το ευρωπαϊκό δίκαιο
Αυτή η απόφαση, σύμφωνα με τη δικηγόρο Αθηνών Σοφία Γκιόκα που χειρίστηκε την υπόθεση ενώπιον του Συμβουλίου της Επικρατείας, διασαφηνίζει ότι η αναγνώριση της επαγγελματικής ισοδυναμίας τίτλων σπουδών είναι μια διαδικασία που υπαγορεύεται από τις υποχρεώσεις της χώρας σύμφωνα με το ευρωπαϊκό δίκαιο και πρέπει να γίνεται σύμφωνα με τις αρχές αυτού. Περαιτέρω, η απόφαση είναι σημαντική καθώς το ζήτημα εξετάστηκε αμιγώς υπό το πρίσμα του εφαρμοστέου ενωσιακού δικαίου και το ΣτΕ απέρριψε την επιχειρηματολογία του υπουργείου Παιδείας περί περιορισμών του άρθρου 16 του Συντάγματος. Η απόφαση της Ολομέλειας αναμένεται να δώσει λύση σε πολυάριθμες υποθέσεις αποφοίτων που ζητούν να αξιοποιήσουν επαγγελματικά το πτυχίο τους και να ενισχύσει στην πράξη την κινητικότητα μεταξύ βαθμίδων εκπαίδευσης.