Ο Αλέξανδρος γεννήθηκε το 356 π.Χ., στην Πέλλα της Μακεδονίας. Πατέρας του ήταν ο βασιλιάς της Μακεδονίας, Φίλιππος ο δεύτερος, και μητέρα του, η Ολυμπιάδα. Σε ηλικία δεκατριών ετών μαθήτευσε κοντά στον Αριστοτέλη. Ο μεγάλος φιλόσοφος τον μόρφωσε με τα ελληνικά ιδεώδη και του ενέπνευσε τον θαυμασμό και την αγάπη για το ελληνικό πνεύμα και πολιτισμό. Από τον πατέρα του έλαβε σπουδαία μαθήματα πολιτικής και στρατηγικής. Από πολύ νωρίς απέκτησε πολιτική και στρατιωτική ωριμότητα. Σε ηλικία δεκαέξι ετών, ως αντικαταστάτης του πατέρα του, που έλειπε σε εκστρατεία, κατέπνιξε την επανάσταση της θρακικής φυλής των Μέδων, ενώ σε ηλικία δεκαοκτώ ετών, στη Μάχη της Χαιρώνειας, ήταν διοικητής στρατιωτικού σώματος και διακρίθηκε για τις πολεμικές του αρετές. Σε ηλικία είκοσι ετών έγινε βασιλιάς της Μακεδονίας, μετά τη δολοφονία του πατέρα του, το 336 π.Χ.
Από πολύ νωρίς αντιμετώπισε οργανωμένες συνωμοσίες εναντίον του, τις οποίες διέλυσε με αστραπιαία ταχύτητα. Με την ίδια αστραπιαία ταχύτητα και αποφασιστικότητα εξεστράτευσε εναντίον των πόλεων της Νότιας Ελλάδας, οι οποίες μόλις έμαθαν το θάνατο του Φιλίππου επαναστάτησαν. Ωστόσο, μόλις πληροφορήθηκαν την εκστρατεία του Αλεξάνδρου εναντίον τους, έσπευσαν να δηλώσουν υποταγή και σε συνέδριο, που έγινε στην Κόρινθο, τον ανακήρυξαν Ηγεμόνα της Ελλάδας, όπως και νωρίτερα τον πατέρα του και αρχιστράτηγο στην επικείμενη εκστρατεία κατά των Περσών.
Την άνοιξη του334 π.Χ., ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία με πενήντα χιλιάδες πεζούς, έξι χιλιάδες ιππείς και εκατόν είκοσι πολεμικά πλοία.
Στον Γρανικό ποταμό έγινε η πρώτη μάχη μεταξύ των Μακεδόνων και των Περσών, στις 22 Μαΐου 334 π.Χ.. Ο Αλέξανδρος πολέμησε ο ίδιος στήθος προς στήθος με τους γενναιότερους πολεμιστές των Περσών, τους οποίους κατατρώπωσε.
Χωρίς να χάσει χρόνο, ο Αλέξανδρος προχώρησε νότια και απελευθέρωσε τις ελληνικές πόλεις της Μικράς Ασίας. Τον χειμώνα του 334 π.Χ., έφθασε στην πόλη Γόρδιο, όπου αποφάσισε να ξεχειμωνιάσει. Εκεί, στο βασιλικό ανάκτορο, υπήρχε ο περίφημος Γόρδιος Δεσμός. Η παράδοση έλεγε πως όποιος τον έλυνε θα κυρίευε την Ασία. Ο Αλέξανδρος απλά τον έκοψε με το σπαθί του.
Την άνοιξη του 334 π.Χ., βάδισε προς τα νότια, πέρασε το όρος Ταύρος και μπήκε στην Κιλικία. Κυρίευσε την πόλη Ταρσό και συνέχισε την πορεία του προς τη Συρία. Συνάντησε τότε για δεύτερη φορά τον περσικό στρατό που αποτελούνταν από πεντακόσιες χιλιάδες μαχητές και στις 12 Νοεμβρίου 331 π.Χ. έδωσε μάχη κοντά στην πόλη Ισσό της Κιλικίας. Οι Πέρσες υπέστησαν πανωλεθρία και διαλύθηκαν.
Ο Αλέξανδρος προχώρησε νότια, για να γίνει κύριος όλων των παραλίων της Μεσογείου και να εξουδετερώσει κάθε απειλή του περσικού στόλου. Κατέλαβε, κατά σειρά, τη Φοινίκη, την Παλαιστίνη και την Αίγυπτο. Στις ακτές της Αιγύπτου, κοντά στις εκβολές του Νείλου και σε θέση κατάλληλη για την ανάπτυξη του εμπορίου, όρισε να χτιστεί η Αλεξάνδρεια. Ο ίδιος χάραξε τα τείχη και τους δρόμους της.
Επιστρέφοντας από την Αίγυπτο στην Ασία συνάντησε στα Γαυγάμηλα, πέρα από τον Τίγρη ποταμό, νέο πολυάριθμο περσικό στρατό, τον οποίο και νίκησε την 1η Οκτωβρίου 331 π.Χ.. Ο περσικός στρατός καταστράφηκε και ολόκληρη η Περσία κατακτήθηκε από τον Αλέξανδρο.
Ωστόσο, δε σταμάτησε στην Περσία. Προχώρησε προς τα ανατολικά για να υποτάξει τις φυλές που κατοικούσαν εκεί και να απαλλάξει έτσι το μεγάλο του βασίλειο από μελλοντικό κίνδυνο. Το τριακόσια Μάλιστα, μπήκε στις Ινδίες, όπου νίκησε τον βασιλιά Πώρο. Όμως, οι στρατιώτες του κουράστηκαν και αρνήθηκαν να προχωρήσουν. Αναγκάσθηκε τότε να ανακόψει την επική πορεία του προς Ανατολάς, και επέστρεψε στα Σούσα.
Τότε άρχισε να σκέφτεται την οργάνωση της επικράτειάς του. Μελετώντας τον τρόπο της ζωής των Περσών και τον τρόπο της διοικήσεώς τους, έβγαλε το συμπέρασμα πως για να διατηρηθεί το αχανές κράτος που δημιούργησε έπρεπε να συμφιλιώσει τους Πέρσες ευγενείς με τους Έλληνες. Φαντάστηκε τον εαυτό του σαν ελληνοπέρση βασιλιά και μιμήθηκε την ενδυμασία και γενικά τον τρόπο ζωής τους. Παντρεύτηκε την κόρη του Δαρείου Στάτειρα και την ανιψιά της Παρυσάτιδα, ενώ παρακίνησε τους αξιωματικούς και τους στρατιώτες του να παντρευτούν κι αυτοί Περσίδες. Νωρίτερα είχε παντρευτεί και τη Ρωξάνη, κόρη τοπικού ηγεμόνα της Βακτριανής, παρά την αντίδραση των στρατηγών του. Η Ρωξάνη τού χάρισε και τον μοναδικό του απόγονο, τον Αλέξανδρο τον τέταρτο, ο οποίος γεννήθηκε δύο μήνες μετά το θάνατο του στρατηλάτη και σκοτώθηκε σε ηλικία δώδεκα ετών με διαταγή του Κάσσανδρου, στρατηγού του Μεγάλου Αλεξάνδρου και σφετεριστή του θρόνου της Μακεδονίας.
Οι πολλές διοικητικές φροντίδες, οι κόποι και τελευταία ο θάνατος του πιο στενού του φίλου, Ηφαιστίωνα, έφθειραν την υγεία του Αλεξάνδρου. Έτσι, αρρώστησε βαριά και στις 10 ή 11 Ιουνίου του 323 π.Χ., άφησε την τελευταία του πνοή στη Βαβυλώνα, σε ηλικία μόλις τριάντα δύο ετών.
Μετά τον θάνατο του Αλεξάνδρου το απέραντο κράτος του διαμοιράστηκε μεταξύ των στρατηγών του, που επί πολλά χρόνια διαφωνούσαν για τη διανομή. Δεν χάθηκε, όμως, το εκπολιτιστικό έργο του. Οι κατακτήσεις του άνοιξαν τα σύνορα μεταξύ του ελληνικού χώρου και της Ανατολής. Ο Αλέξανδρος συνέβαλε στη διάδοση του ελληνικού πολιτισμού στις χώρες της Ασίας και στην Αίγυπτο. Η ελληνική γλώσσα έγινε διεθνής. Τα ελληνικά ήθη πέρασαν σε όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Ανέτειλε ο πολιτισμός της λεγόμενης “Ελληνιστικής Εποχής”, που αποτελεί μία νέα λάμψη του ελληνικού πνεύματος. Δικαιολογημένα, λοιπόν, η ιστορία ανακήρυξε τον Αλέξανδρο “Μέγα” για το γιγάντιο έργο του.
Περισσότερα εκπαιδευτικά βίντεο εδώ.