Τ’ είν’ το κακό που γίνεται, Στη μέση στο Λεβείδι.
Κάνε βουνά γκρεμίζονται, Κάνε στοιχιά παλεύουν.
Μήτε βουνά γκρεμίζουνται, Μήτε στοιχιά παλεύουν,
Εκλείσαν τον Στριφτόμπολα, Οκτώ χιλιάδες Τούρκοι.
Η λαϊκή μούσα έχει τιμήσει δεόντως τον Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Ο Καλαβρυτινός αγωνιστής του ’21 υπήρξε ένας από τους πιο ανδρείους οπλαρχηγούς του Μοριά.
Αν ο ηρωισμός κληροδοτείται, η μοίρα του Αναγνώστη Στριφτόμπολα ήταν προδιαγεγραμμένη. Γιος του αγωνιστή Αργύρη Στριφτόμπολα, εγγονός του οπλαρχηγού Δημητρίου Στριφτόμπολα και ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, ο Αναγνώστης μεγάλωσε με τον παλμό του εθνικού ξεσηκωμού.
Γεννήθηκε στα Καλάβρυτα το 1778 και το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος. Το προσωνύμιο “Αναγνώστης” του δόθηκε καθώς ήταν ένα από τα λίγα παιδιά της εποχής που έμαθε γράμματα. Οι γονείς του τον εμπιστεύτηκαν από μικρό σε αυστηρούς δασκάλους, αλλά και ο ίδιος έδειξε ότι ήταν ιδιαίτερα φιλομαθής.
Το 1800 πήγε στην Τριπολιτσά, όπου για μια πενταετία εργάστηκε ως δάσκαλος. Ωστόσο, σύμφωνα με μαρτυρίες, εκτός από γραφή κι ανάγνωση, αυτό που μάθαινε στα ελληνόπουλα ήταν πώς να χειρίζονται τα όπλα. Ήταν ανήσυχο πνεύμα και ερχόταν συχνά σε διαπληκτισμούς με Τούρκους της περιοχής. Όταν πάνω σε έναν τσακωμό το 1805, σκότωσε έναν, αναγκάστηκε να φύγει από την πόλη κυνηγημένος.
Αρχικά, κατέφυγε στα βουνά της Λακωνίας. Στο πλευρό του πατέρα του, Αργύρη και του θείου του, Κολοκοτρώνη, ακολούθησε τον ληστρικό βίο. Η συγγένεια με τον Γέρο του Μοριά προερχόταν από την πλευρά του πατέρα του. Ο παππούς του, Δημήτριος, είχε παντρευτεί την αδερφή του Κωνσταντίνου Κολοκοτρώνη -πατέρα του Θεόδωρου.
Η κλέφτικη ζωή στα λακωνικά όρη δεν διήρκεσε πολύ, καθώς ζούσαν διαρκώς με τον φόβο ότι θα τους πιάσουν οι Τούρκοι. Σύντομα αναζήτησαν άσυλο στη Ζάκυνθο. Εκεί, οι Άγγλοι που κυριαρχούσαν στο νησί, αναγνώρισαν τις ικανότητές τους και τους απέδωσαν βαθμούς αξιωματικών. Τα επόμενα χρόνια, στην υπηρεσία του αγγλικού στρατού, διακρίθηκαν σε αρκετές μάχες κατά των γαλλορώσων στο Ιόνιο.
Όταν το 1807 πληροφορήθηκαν για την εξέγερση κατά του Αλή Πασά, έσπευσαν στην Ηλεία για να βοηθήσουν τον Λαλαίο τουρκαλβανό Αλιάγα. Δεν πρόφτασαν όμως, καθώς η στάση καταπνίγηκε σύντομα κι έτσι αναγκάστηκαν να γυρίσουν στη Ζάκυνθο.
Το 1814, μετά από πολυετή απουσία, ο Αναγνώστης επέστρεψε στα Καλάβρυτα. Θεώρησε ότι ο τόπος καταγωγής του ήταν το ιδανικό μέρος για να προετοιμαστεί για τον Αγώνα. Για τον ίδιο, ήταν πια ξεκάθαρο ότι η Επανάσταση πλησίαζε. Το 1817 μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία και, όπως αναφέρεται στη βιογραφία του, «άρχισε έκτοτε να εργάζεται νυχθημερόν και ακουράστως υπέρ αυτής».
Συγκέντρωνε όπλα, πολεμοφόδια, ρούχα, αλλά κυρίως ξεσήκωνε τους συμπατριώτες του. Διατηρούσε πάντα επαφές με τον θείο του, Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, ο οποίος γνώριζε τις ικανότητές του και ότι μπορούσε ανά πάσα στιγμή να βασιστεί πάνω του.
Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας ήταν αυτός που πρώτος ύψωσε την Ελληνική Σημαία στα Καλάβρυτα. Έπειτα, πρωτοστάτησε σε μία από τις πρώτες ένοπλες πράξεις του Αγώνα. Μαζί με άλλους Πελοποννήσιους οπλαρχηγούς ηγήθηκε της πολιορκίας των οχυρών όπου είχαν καταφύγει οι Τούρκοι στην περιοχή.
Ύστερα από πενθήμερη μάχη, οι πολιορκημένοι παραδόθηκαν. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν 2 νεκροί και 3 τραυματίες, ενώ των Τούρκων ανυπολόγιστες. Οι περισσότεροι, αν και άμαχοι, σφαγιάστηκαν. Οι επαναστάτες πήραν ως λάφυρα πάνω από 100 όπλα, με τα οποία εξόπλισαν άλλους αγωνιστές.
Η παράδοση των Καλαβρύτων θεωρείται ως η πρώτη κομβική πολεμική επιχείρηση της Ελληνικής Επανάστασης. Η επόμενη στρατιωτική επιτυχία του Στριφτόμπολα όμως, θα επισφραγιζόταν με το αίμα του…
Ο ηρωικός θάνατος
Από την έναρξη της Επανάστασης, ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης πίστευε ότι για να επικρατήσουν οι Έλληνες στην Πελοπόννησο, έπρεπε να πέσει η Τριπολιτσά, που ήταν το διοικητικό κέντρο των Τούρκων.
Παρότι αρκετοί οπλαρχηγοί εξέφρασαν αντιρρήσεις, η άποψη του Γέρου του Μοριά εν τέλει επικράτησε και στις αρχές του Απριλίου του 1821 ξεκίνησε να καταστρώνει ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο.
Στόχος του ήταν ο σταδιακός αποκλεισμός της Τριπολιτσάς από τα κάστρα των γύρω περιοχών. Μία κατά μέτωπο επίθεση ήταν αδύνατη, καθώς η οχύρωση της πόλης ήταν ισχυρότατη. Επιπλέον, η αριθμητική υπεροχή των Τούρκων ήταν καταλυτική. Πολλά στρατόπεδα της Αρκαδίας είχαν πέσει μόνο και μόνο από τον φόβο μίας ενδεχόμενης εφόδου των υπεράριθμων αντιπάλων.
Ένα από τα λίγα εναπομείναντα “απόρθητα κάστρα” ήταν το Λεβίδι.
Χτισμένο στην ανατολική πλαγιά του Μαινάλου όρους, σε απόσταση 25 χιλιομέτρων από την Τρίπολη, το Λεβίδι ήταν μια μικρή κωμόπολη της Αρκαδίας. Το στρατόπεδο είχε συσταθεί από τον Κωνσταντίνο Πετμεζά, τους ντόπιους οπλαρχηγούς με επικεφαλής τον Αλέξιο Λεβιδιώτη, αλλά και καπετάνιους από τα Καλάβρυτα.
Στις 12 Απριλίου 1821, μετά από έκκληση του Κολοκοτρώνη, το στρατόπεδο ενισχύθηκε από τον ανιψιό του, Αναγνώστη Στριφτόμπολα. Μαζί με τους άντρες του ο συνολικός αριθμός των Ελλήνων έφτανε τους 800.
Οι Τούρκοι, που αντιλήφθηκαν τις ύποπτες κινήσεις στην περιοχή, έστειλαν στράτευμα που ξεπερνούσε τις 3.000.
Αρχικά, οι Λεβιδιώτες αποφάσισαν να πιάσουν τις εισόδους του χωριού, ώστε να εμποδίσουν τους Τούρκους να μπουν. Στο άκουσμα της άφιξης του τουρκικού ιππικού, ωστόσο, οι περισσότεροι πανικοβλήθηκαν και κατέφυγαν στο βουνό. Σύμφωνα με τον Πέτρο Ευστρατίου Ιατρίδη που το 1860 κατέγραψε τα γεγονότα στο Λεβίδι, ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας παρέμεινε μόνος με 48 άνδρες μέσα στο χωριό και αποφάσισε να δώσει τη μάχη. Κατά άλλες καταγραφές, οι άντρες του ήταν 70. Για τους τούρκους ο αριθμός σε όλες τις καταγραφές ήταν 3000.
«Όποιος από εσάς είναι αληθινός χριστιανός, αγαπά τον Θεό και θέλει να δει τον εαυτό του και την Πατρίδα ελεύθερη και δεν φείδεται της ζωής του, ας μείνει μαζί μου εναντίον των εχθρών!
Ο θάνατος για εμάς σήμερα αδελφοί, θα είναι η Ζωή και η Ελευθερία της Πατρίδας!
Θα είναι η ύπαρξη της Πίστεως και της Ορθοδοξίας!
Θα είναι τέλος πάντων, η δόξα και το καύχημα στις επερχόμενες γενιές!
Για εμένα αδελφοί, προτιμότερος, μυριάκις προτιμότερος είναι ο θάνατος, πολεμών τους εχθρούς της Πατρίδος, παρά η ζωή, φεύγων εις τα όρη ατίμως!».
Σύμφωνα με τον Ιατρίδη, με αυτά τα λόγια ο Στριφτόμπολας εμψύχωσε τους άντρες του.
Στις 14 Απριλίου, οι Έλληνες στο Λεβίδι ταμπουρώθηκαν στα σπίτια και μόλις οι Τούρκοι μπήκαν στο χωριό και άρχισαν να τα καίνε, ξεκίνησαν οι μάχες σώμα με σώμα.
Σύμφωνα με τα απομνημονεύματα του αγωνιστή Φωτάκου, «ο τόπος ήταν σκοτεινός από τον καπνόν της μπαρούτης και των καιομένων ξύλων των οικιών και δεν εγνώριζεν ο ένας τον άλλον διότι ανακατώθησαν Τούρκοι και Έλληνες».
Μετά από 4 ώρες σκληρών συγκρούσεων, έφτασαν ενισχύσεις υπό το Δημήτριο Πλαπούτα και αλλους οπλαρχηγούς. Για να εμψυχωθούν κι άλλο οι Έλληνες και να τρομάξουν οι εχθροί, διέδιδαν ότι ερχόταν ο Κολοκοτρώνης με 7000 άνδρες.
Παράλληλα όσοι είχαν καταφύγει στα βουνά ρίχτηκαν στη μάχη που πήρε ομηρικές διαστάσεις, με ανατροπή του σκηνικού και ηρωικές αναμετρήσεις λίγων με πολλούς.
Μπροστά στις ενισχύσεις και την σθεναρή επτάωρη άμυνα των Ελλήνων, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή.
Οι απώλειές τους υπολογίζονται περί τους 300 άντρες. Οι απώλειες των Ελλήνων ήταν μόλις 4. Μεταξύ αυτών, ήταν ο Αναγνώστης Στριφτόμπολας.
Ο αγωνιστής έπεσε ηρωικά ενώ πολεμούσε σώμα με σώμα. Κατά τη διάρκεια της μάχης, προκειμένου να μην πέσει το ηθικό των Ελλήνων, ο θάνατός του κρατήθηκε κρυφός. Μετά την μεγάλη επιτυχία, η μνήμη του τιμήθηκε όπως του έπρεπε.
Σήμερα στην κεντρική πλατεία του Λεβιδίου στέκει το άγαλμά του. Αν και στα σχολικά βιβλία δεν αναφέρεται η δράση του, στο τόπο που θυσιάστηκε στέκει πάντα εκεί. Ένας αιώνιος φύλακας, ένας υποδειγματικός δάσκαλος.