Το αρχαιότερο μαντείο της Ελλάδας ήταν της Δωδώνης στην Ήπειρο. Σύμφωνα με τον μύθο που ανέφερε ο Ηρόδοτος, δυο μαύρα περιστέρια ξεκίνησαν από τη Θήβα της Αιγύπτου.
Το ένα πήγε στη Λιβύη όπου χτίστηκε το ιερό του Άμμωνα Δία και το δεύτερο προσγειώθηκε σε μια βελανιδιά στην αρχαία Δωδώνη και υπέδειξε στους ανθρώπους την ίδρυση ιερού προς τιμήν του αρχηγού των Ολύμπιων Θεών, Δία. Μέχρι τότε το μαντείο της Δωδώνης ήταν υπαίθριο και αφιερωμένο στη θεά Γη.
Οι ιερείς έχτισαν στους πρόποδες του λόφου ιερό προς τιμήν του και προσκυνητές συνέρρεαν στο μαντείο για να πάρουν χρησμούς για το μέλλον.
Τους χρησμούς έδινε το ιερό δέντρο του Δία, η βελανιδιά, που υπήρχε στο κέντρο του ιερού. Σύμφωνα με έναν μύθο ο Δίας κατοικούσε στις ρίζες του δέντρου.
Οι πιστοί έγραφαν την ερώτησή τους σε ελάσματα και οι ιερείς ερμήνευαν τα μηνύματα που τους έστελνε ο θεός από το θρόισμα των φύλλων, από το κελάρυσμα των πουλιών και από τους χάλκινους λέβητες που υπήρχαν τριγύρω του ιερού και έδιναν τον χρησμό.
Σύμφωνα με τη μυθολογία, η θεά Αθηνά πήρε ένα κομμάτι ξύλου από το ιερό φυτό της Δωδώνης και το κάρφωσε στην πλώρη της Αργούς του Ιάσωνα.
Τα πρώτα χρόνια στο μαντείο υπήρχαν μόνο άντρες ιερείς, που κοιμόντουσαν στη γη για να ακούν τα μηνύματα που τους έστελναν οι θεοί και να δίνουν απαντήσεις στα ερωτήματα των πιστών. Τα επόμενα χρόνια συμμετείχαν και γυναίκες ιερείς, οι “Πελειάδες”. Όταν ο Παυσανίας αντίκρισε το ιερό του Δία στη Δωδώνη το χαρακτήρισε “θεάς αξία”. Στη Δωδώνη, σύζυγος του Δία δεν ήταν η Ήρα αλλά η Διώνη, που στην ελληνική μυθολογία ανήκε στην πρώτη γενιά των θεών και εκπροσωπούσε τη γνώση και την γονιμότητα.
Στην Ιλιάδα του Ομήρου, ο Αχιλλέας απευθύνεται στον Δία της Δωδώνης με τα εξής λόγια:
«Δία της Δωδώνης, πρωτοκύβερνε, Πελασγικέ, που
μένεις μακριά, την παγερή αφεντεύοντας Δωδώνη,
και τρογύρα χαμοκοιτάμενοι, ανιπτόποδες, ζουν οι
Σελλοί οι δικοί σου προφήτες».