Ο Τζούλιους Ρόμπερτ Οπενχάιμερ ήταν Αμερικανός θεωρητικός φυσικός, γερμανικής καταγωγής, γνωστός κυρίως για τη δουλειά του στην κατασκευή της πρώτης ατομικής βόμβας γι' αυτό είναι καλείται "ο πατέρας της ατομικής βόμβας". Γεννήθηκε στη Νέα Υόρκη τον Απρίλιο του 1904 όπου και μεγάλωσε, από Εβραίους γονείς. Σπούδασε στα πανεπιστήμια του Χάρβαρντ και Κέμπριτζ. Έγινε καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας. Ασχολήθηκε με την κβαντική φυσική των υποατομικών σωματιδίων και τις πυρηνικές αντιδράσεις. Εκτός από τη φυσική, τον γοήτευε η φιλοσοφία και η γαλλική φιλολογία, ενώ έμαθε λατινικά, αρχαία ελληνικά και σανσκριτικά.
Έγινε γνωστός για τον ρόλο του ως διευθυντής του Σχεδίου Μανχάτταν, την προσπάθεια της κατασκευής του πρώτου πυρηνικού όπλου, στο μυστικό εργαστήριο στο Λος Άλαμος στην πολιτεία του Νέου Μεξικού. Ως «πατέρας της ατομικής βόμβας», που είχε ισχύ 18.000 τόνων ΤΝΤ, υποστήριξε τη χρήση της, που κατέστρεψε τις ιαπωνικές πόλεις της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι στις 6 και 9 Αυγούστου 1945, στην τελική φάση του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Άλλες εργασίες του είχαν σχέση με τη θεωρητική αστρονομία, την κβαντική θεωρία πεδίου και τη φασματοσκοπία. Απεβίωσε στις 18 φεβρουαρίου του 1967 με αιτία θανάτου καρκίνο του λάρυγγα.
Περιέργως, και πριν από τον ατομικό βομβαρδισμό της Χιροσίμα και του Ναγκασάκι, ο Οπενχάιμερ έτρεφε ένα ακαθόριστο προαίσθημα ότι το μέλλον τού επεφύλασσε κάτι «σκοτεινό και απειλητικό». Λίγα χρόνια νωρίτερα, στα τέλη της δεκαετίας του 1940, σε μία εποχή όπου είχε πραγματικά κατακτήσει θέση λατρευτικού συμβόλου στην αμερικανική κοινωνία ως ο πλέον σεβαστός και θαυμαστός επιστήμονας και σύμβουλος δημόσιας πολιτικής της γενιάς του – εμφανιζόμενος ακόμη και στα εξώφυλλα των περιοδικών Time και Life – είχε διαβάσει τη νουβέλα του Χένρι Τζέιμς «Το Θηρίο στη Ζούγκλα». Ο Οπενχάιμερ συγκλονίστηκε από αυτή την ιστορία εμμονής και βασανιστικού εγωκεντρισμού, στην οποία ο πρωταγωνιστής στοιχειώνεται από το προαίσθημα ότι τον «προόριζαν για κάτι σπάνιο και παράξενο, πιθανώς κολοσσιαίο και τρομερό, που έμελλε, αργά ή γρήγορα, να γίνει». Ό,τι κι αν ήταν αυτό, ήξερε πως θα τον «κατακυρίευε».
Ο δρόμος που πήρε ο Ρόμπερτ από τη Νέα Υόρκη στο Λος Άλαμος του Νέου Μεξικού – από την αφάνεια στη δόξα – τον οδήγησε σε σπουδαίες μάχες και θριάμβους του 20ού αιώνα, στην επιστήμη, την κοινωνική δικαιοσύνη, τον πόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο. Στο ταξίδι του τον καθοδήγησαν η σπάνια ευφυΐα του, οι γονείς του, οι δάσκαλοι που είχε στη Σχολή Ηθικής Παιδείας και οι εμπειρίες της νιότης του. Επαγγελματικά, η εξέλιξή του ξεκίνησε την δεκαετία του 1920 στη Γερμανία, όπου σπούδασε κβαντική φυσική, μια νέα επιστήμη την οποία αγάπησε και διέδωσε. Στη δεκαετία του 1930, καθώς οικοδομούσε το πιο διάσημο κέντρο για τη μελέτη της στις Ηνωμένες Πολιτείες, στο Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ της Καλιφόρνιας, ευαισθητοποιήθηκε από τις συνέπειες της Μεγάλης Οικονομικής Ύφεσης στις ΗΠΑ και της εξάπλωσης του φασισμού στο εξωτερικό και δραστηριοποιήθηκε μαζί με φίλους του στον αγώνα για οικονομική και φυλετική δικαιοσύνη.
Το 1936 ο Αμερικανός φυσικός θα συνάψει μια θυελλώδη σχέση με την κόρη ενός συναδέλφου του στο Μπέρκλεϋ, την Τζιν Τάτλοκ, ενεργό μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και αρθρογράφο σε φίλα προσκείμενη εφημερίδα. Κατά τον Οπενχάιμερ δυο φορές έφτασαν κοντά στον γάμο, αλλά στο τέλος η Τζιν, που έπασχε από μείζονα καταθλιπτική διαταραχή, υπαναχωρούσε. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες ενός φίλου του Οπενχάιμερ, σε περιόδους που η σχέση τους περνούσε κρίση, η Τζιν εξαφανιζόταν για εβδομάδες και μετά επέστρεφε, καμαρώνοντας για τις ερωτικές της περιπέτειες μέσα στο διάστημα αυτό, με στόχο «να πληγώσει τον Ρόμπερτ που την αγαπούσε», πάντα κατά τον συγκεκριμένο μάρτυρα.
Για άλλους, η Τζιν το έκανε ώστε να αποσπάσει την προσοχή του από τον κόσμο της Φυσικής. Ο Φρανκ Οπενχάιμερ θα αποκάλυπτε ότι ο αδερφός του κάποτε του εκμυστηρεύτηκε ότι «χρειάζεται τη Φυσική περισσότερο από τους φίλους και τους ανθρώπους».
Την χρονιά που χώρισε με τη Τζιν, θα γνώριζε τη γυναίκα που θα παντρευόταν, την Κίττυ, η οποία ήταν κάποτε μέλος του κομμουνιστικού κόμματος και είχε χάσει τον κομμουνιστή πρώην σύζυγό της στον ισπανικό εμφύλιο – κρατήστε το και αυτό. Όταν γνωρίστηκαν, η Κίττυ ήταν παντρεμένη με έναν φυσικό. Η σχέση τους έμεινε κρυφή για ένα διάστημα και συνεχίστηκε αφού το ανακάλυψε ο σύζυγός της, με την Κίττυ να παίρνει διαζύγιο για να παντρευτεί τον Οπενχάιμερ, όταν έμεινε έγκυος στο πρώτο τους παιδί. Θα έκαναν άλλο ένα τρία χρόνια μετά. Στο μεταξύ, ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος είχε ανάψει για τα καλά, οι ΗΠΑ είχαν εμπλακεί και προσπαθούσαν να σχεδιάσουν την πρώτη ατομική βόμβα, ώστε να προλάβουν τις δυνάμεις του Άξονα, αλλά και τη Σοβιετική Ένωση. Λίγους μήνες μετά την έναρξη του σχετικού προγράμματος, η διοίκησή του ανατέθηκε στον στρατό και επικεφαλής ορίστηκε ο υποστράτηγος Λέσλι Γκρόουβς.
Ο Γκρόουβς αναζητούσε έναν επιστήμονα για να αναλάβει τη διεύθυνση του προγράμματος με την κωδική ονομασία «Manhattan Project» και κατέληξε στον Οπενχάιμερ, παρά τις αντιρρήσεις αρκετών, λόγω του πολιτικού παρελθόντος του. Ο Οπενχάιμερ έπεισε τον Γκρόουβς ότι ήταν απαραίτητη μια ριζική αναδιάρθρωση του εγχειρήματος, ότι ο κερματισμός των αρμοδιοτήτων δεν θα έφερνε το επιθυμητό αποτέλεσμα. Έπρεπε να ακολουθήσουν ένα συγκεντρωτικό μοντέλο οργάνωσης και διοίκησης, ενώ θα ήταν ωφέλιμο οι επιστήμονες και οι τεχνικοί να συγκεντρωθούν όλοι σε ένα απομονωμένο μέρος, ώστε να έχουν όσο το δυνατόν λιγότερους περισπασμούς. Έτσι, το τμήμα έφυγε από το Μανχάταν, όπου είχαν την έδρα τους τα κεντρικά γραφεία – από εκεί πήρε το όνομα του το πρότζεκτ, σε περίπτωση που αναρωτηθήκατε- και μεταφέρθηκε στο Νέο Μέξικο, σε τοποθεσία όπου ο Οπενχάιμερ είχε ιδιόκτητο ράντσο. Πέρα από το εργαστήριο, χτίστηκε και μια μικρή πόλη στην περιοχή, για να κατοικήσουν οι επιστήμονες με τις οικογένειές τους. Την άνοιξη του 1943 ξεκίνησαν επισήμως οι εργασίες του Manhattan Project, υπό την καθοδήγηση του Οπενχάιμερ και με τη συνδρομή μερικών από τα μεγαλύτερα επιστημονικά μυαλά της εποχής.
Θέλεις η κατάληψη μιας θέσης εξουσίας, θέλεις η σοβαρότητα της κατάστασης και αυτό που εκλάμβανε ως πατριωτικό καθήκον, θέλεις η εμπειρία, ο Οπενχάιμερ μετατράπηκε σε μια ηγετική φυσιογνωμία που παρακολουθούσε στενά κάθε στάδιο της διαδικασίας, με αρκετούς από τους εργαζομένους στο πρότζεκτ να τον επαινούν για τον εμψυχωτικό του ρόλο, για την ενότητα που διασφαλιζόταν με τη διαρκή παρουσία του στα δωμάτια του εργαστηρίου και τη συνδιαλλαγή του με τους υφισταμένους του, αλλά και για τον τρόπο περιγραφής των προβλημάτων, που ξέφευγε από το τεχνοκρατικό επιστημονικό σκέλος, με αναφορές στη ζωή, στην τέχνη και στην φιλοσοφία.
Στις 16 Ιουλίου του 1945 και ώρα 05.29 πραγματοποιήθηκε η πρώτη δοκιμή και έκρηξη ατομικής βόμβας στην ανθρώπινη ιστορία. Λίγο πριν από τη δοκιμή, οι επιστήμονες έβαζαν στοιχήματα για το μέγεθος της καταστροφής που θα προκαλούσε η έκρηξη της βόμβας, καθώς υπήρχε ένας στατιστικά μικρός, πλην υπαρκτός κίνδυνος να στερήσει όχι μόνο τις δικές τους ζωές, αλλά και εκατομμύρια άλλες. Λέγεται ότι κατά τη δοκιμή ο Οπενχάιμερ ήταν ο μόνος που φορούσε παλτό και είχε εμφανέστατη ένταση, η οποία καταλάγιασε μόνο μετά το επιτυχημένο αποτέλεσμα. Εκεί υποτίθεται ότι ειπώθηκε η διάσημη ατάκα: «Και έτσι έγινα ο Θάνατος, ο Καταστροφέας των Κόσμων».
O μύθος θέλει ο Οπενχάιμερ να την λέει επί τόπου, μπρος σε ένα θέαμα που προξενούσε ταυτόχρονα σοκ και δέος, μα υπάρχουν διάφορες, αντικρουόμενες μαρτυρίες. Ο ίδιος ο Οπενχάιμερ σε ντοκιμαντέρ του 1965 ανέφερε ότι ήταν αυτός ο στίχος που πέρασε από το μυαλό του όταν εξερράγη η βόμβα – άρα σκέφτηκε την ατάκα, δεν την είπε δυνατά– αλλά κι αυτό θα μπορούσε κάλλιστα να είναι μια κατασκευασμένη μνήμη, μια ιστορία που ήθελε ο ίδιος να λέει στους άλλους και στον εαυτό του, αφού είδε τα αποτελέσματα της «επιτυχίας» του στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι.
Τρεις εβδομάδες μετά την επιτυχημένη δοκιμή, η κυβέρνηση Τρούμαν «δοκίμασε» το υπερόπλο της σε συνθήκες πολέμου, βομβαρδίζοντας τις ως άνω πόλεις της Ιαπωνίας. Oι ανθρώπινες απώλειες υπολογίζονται κάπου μεταξύ 150 και 226 χιλιάδων, ένα μεγάλο μέρος των οποίων πρόεκυψε τη στιγμή της έκρηξης. Ο Οπενχάιμερ, που μέχρι τότε πίστευε ότι η απόφαση για τον τρόπο χρήσης της βόμβας ανήκε στους πολιτικούς και έβλεπε την κατασκευή της ως πατριωτικό (αλλά και επιστημονικό) του καθήκον, φέρεται να κλονίστηκε από τις πραγματικές συνέπειες της χρήσης της. Ο Έντουαρντ Τέλερ, από τους θεωρητικούς φυσικούς που εργάστηκαν στο Manhattan Project, υποστηρίζει ότι τη μέρα της έκρηξης στο Ναγκασάκι ο Οπενχάιμερ τον επισκέφτηκε συντετριμμένος στο γραφείο του και του δήλωσε ότι δεν ήθελε να έχει καμία σχέση με την επικείμενη κατασκευή μιας βόμβας υδρογόνου, δηλαδή της επόμενης γενιάς πυρηνικών όπλων.
Λίγες μέρες μετά, ο Οπενχάιμερ θα ζητήσει συνάντηση με τον Πρόεδρο Χάρι Τρούμαν, στην οποία θα επιχειρήσει να τον προειδοποιήσει για τους κινδύνους της περαιτέρω χρήσης πυρηνικών όπλων και θα του εξομολογηθεί πως αισθάνεται ότι «έχει αίμα στα χέρια του». Εξοργισμένος ο Τρούμαν διέκοψε τη συνάντηση, τον έδιωξε από το οβάλ γραφείο και φέρεται να είπε στους ανθρώπους του επιτελείου του ότι δεν θέλει να ξαναπατήσει το πόδι του ποτέ ξανά εκεί μέσα.
Μετά τον πόλεμο, το 1947, σε αναγνώριση της συνεισφοράς του, του επιστημονικού του έργου και της κατάρτισής του, ο Οπενχάιμερ θα τεθεί επικεφαλής του Ινστιτούτου Προηγμένων Τεχνολογιών στο Νιου Τζέρσεϊ, κατόπιν πρότασης του Λούις Στράους, ενός επιχειρηματία, ερασιτέχνη φυσικού και μέλους του διοικητικού συμβουλίου της νεοσυσταθείσας Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ, η οποία αποτέλεσε τον διάδοχο του Manhattan Project . Στα στελέχη του Ινστιτούτου βρισκόταν, μεταξύ άλλων, και ο Άλμπερτ Αϊνστάιν. Παρά τις επιμέρους διαφωνίες τους γύρω από τις θεωρίες τους, οι δύο άνδρες συμφωνούσαν στην ανάγκη περιορισμού της ανάπτυξης των πυρηνικών όπλων, καθώς και της υπερεθνικής εποπτείας τους, μια συμφωνία που προκύπτει κι από αλληλογραφία που είχαν ανταλλάξει πριν τη φυσική γνωριμία τους.
Στα χρόνια που θα ακολουθούσαν, ο Οπενχάιμερ θα εναντιωνόταν στην ανάπτυξη πυρηνικών οπλικών συστημάτων και, ειδικότερα, στην κατασκευή της βόμβας υδρογόνου, την οποία ο Στράους θεωρούσε αναγκαία για την αντιμετώπιση του σοβιετικού αντίπαλου δέους, ενώ επέμενε να υπάρχει διαφάνεια μεταξύ των κρατών για τις σχετικές τους ενέργειες σε ένδειξη καλής θέλησης, αλλά και ώστε να διασφαλίζεται ένας άτυπος διακρατικός έλεγχος των πυρηνικών προγραμμάτων κάθε χώρας. Η επίμονη εναντίωση του Οπενχάιμερ στην οπλική οχύρωση της χώρας του απέναντι στη σοβιετική απειλή, σε μια περίοδο έντονου ψυχροπολεμικού κλίματος, ερμηνεύτηκε ως αντιαμερικανική θέση.
Αν προσθέσετε σε αυτή την προπολεμική πολιτική του δραστηριότητα, τον γάμο του με την Κίττυ και τη σχέση του με τη Τζιν, τις συνδέσεις των οποίων με το κομμουνιστικό κόμμα αναφέραμε προηγουμένως, καθώς και το γεγονός ότι ο Οπενχάιμερ συνέχισε να βλέπει στα κρυφά τη Τζιν κατά το διάστημα που ήταν υπεύθυνος του Manhattan Project, όσοι επιθυμούσαν τον παραγκωνισμό του, είχαν αρκετά στοιχεία για να εκμεταλλευτούν την αντικομμουνιστική υστερία των ημερών και να πετύχουν τον στόχο τους. Σύντομα, σειρά από δημοσιεύματα στον Τύπο αμφισβητούσαν τον πατριωτισμό του Οπενχάιμερ, το FBI άρχισε να τον παρακολουθεί στενά, ενώ ανακλήθηκε η άδεια πρόσβασης του σε απόρρητες πληροφορίες. Ο Οπενχάιμερ προσέφυγε κατά της εν λόγω απόφασης, για να ακολουθήσει η ακρόαση του από τριμελή επιτροπή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η νομική ομάδα του Οπενχάιμερ δεν είχε πρόσβαση σε έγγραφα που στοιχειοθετούσαν το «κατηγορητήριο», βάσει του οποίου λήφθηκε η απόφαση. Στο τέλος η επιτροπή απεφάνθη κατά πλειοψηφία 2 προς 1 ότι ο Οπενχάιμερ ήταν μεν πιστός Αμερικανός πολίτης, αλλά, με βάση τα στοιχεία και τις καταθέσεις, η πρόσβασή του σε απόρρητα έγγραφα θα αποτελούσε ρίσκο για την εθνική ασφάλεια και έτσι ήταν υποχρεωμένοι να επικυρώσουν την απόφαση. Το συγκεκριμένο γεγονός, μαζί με τη γενικότερη στάση μερίδας του Τύπου έπληξαν την εικόνα και το κύρος του Οπενχάιμερ στην κοινή γνώμη. Οι φίλοι του θα του έλεγαν ότι κακώς συναίνεσε στη μυστικότητα της ακρόασης και θα τον παρακινούσαν να γράψει ένα αυτοβιογραφικό άρθρο για λογαριασμό εφημερίδας ή περιοδικού ευρείας κυκλοφορίας, ώστε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση. Εκείνος, όσο μπορούσε να καταλάβει τους ανθρώπους του κλάδου του, τόσο αδυνατούσε να συλλάβει την έννοια της κοινής γνώμης και να κατανοήσει τη μέθοδο (ή και την ανάγκη) προσέγγισης του μέσου πολίτη και δεν τους άκουσε.
Αξίζει πάντως να θυμόμαστε ότι στην αυγή της πυρηνικής εποχής, ο πατέρας της ατομικής βόμβας είχε προειδοποιήσει ότι επρόκειτο για ένα όπλο τρόμου χωρίς διακρίσεις, που αυτομάτως κατέστησε την Αμερική στόχο κακόβουλων επιθέσεων. Όταν, σε μία κεκλεισμένων των θυρών ακρόαση της Γερουσίας, το 1946, ο Οπενχάιμερ ρωτήθηκε «κατά πόσον θα ήταν δυνατόν τρεις – τέσσερις άντρες να φέρουν λαθραία μονάδες [ατομικής] βόμβας στη Νέα Υόρκη και να ανατινάξουν όλη την πόλη» απάντησε με νόημα: «Βεβαίως είναι εφικτό και, όντως, θα μπορούσαν να καταστρέψουν τη Νέα Υόρκη». Αμέσως μετά, ένας γερουσιαστής ρώτησε ταραγμένος: «Τι όργανο θα χρησιμοποιούσατε προκειμένου να εντοπίσετε μια ατομική βόμβα κρυμμένη κάπου στην πόλη;» Ο Οπενχάιμερ ευφυολογώντας είπε: «Ένα κατσαβίδι [για ν’ ανοίξω κάθε κασόνι ή βαλίτσα]». Η μόνη πραγματική άμυνα απέναντι στην πυρηνική τρομοκρατία ήταν η εξάλειψη των πυρηνικών όπλων.
Οι προειδοποιήσεις του Οπενχάιμερ αγνοήθηκαν και, τελικά, εξαναγκάστηκε σε σιωπή. Όπως εκείνος ο επαναστάτης Έλληνας ημίθεος, ο Προμηθέας – που έκλεψε τη φωτιά από το Δία και την παρέδωσε στους ανθρώπους – ο Οπενχάιμερ μας έδωσε την ατομική φωτιά. Όμως στη συνέχεια, όταν προσπάθησε να την ελέγξει, όταν πάλεψε να μας κάνει να συνειδητοποιήσουμε τους τρομερούς κινδύνους της, οι κρατούντες – όπως ο Δίας – ορθώθηκαν εξοργισμένοι να τον τιμωρήσουν. Όπως έγραψε αργότερα το διαφωνόν μέλος της Εξεταστικής Επιτροπής της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας, Γουόρντ Έβανς, η άρση του πιστοποιητικού ασφάλειας του Οπενχάιμερ ήταν «ένα μελανό στίγμα στο θυρεό της χώρας μας».
Ο Οπενχάιμερ πέθανε στις 18 Φεβρουαρίου του 1967 από καρκίνο του λάρυγγα. Αν και αρκετοί, κάνοντας τους εύλογους συνειρμούς, θα αναζητούσαν τον ένοχο στην πιθανή έκθεσή του στη ραδιενέργεια κατά την περίοδο του Manhattan Project, στην πραγματικότητα το αίτιο μάλλον ήταν πιο συνηθισμένο: υπήρξε μανιώδης καπνιστής από νεαρή ηλικία.
Για τους θεωρητικούς φυσικούς, ο Οπενχάιμερ υπήρξε ένα σπουδαίο μυαλό της επιστήμης της φυσικής. Για πολλούς Αμερικανούς ήταν ένας ήρωας πολέμου, για κάποιους ένας προδότης των αμερικανικών ιδεών. Για εκείνους που χρειάζονται οι δαίμονές τους να έχουν πρόσωπο και έχουν την ανάγκη μιας μανιχαϊστικής, ατομοκεντρικής προσέγγισης της Ιστορίας, ο Οπενχάιμερ είναι κυριολεκτικά ο «Θάνατος, ο Καταστροφέας των Κόσμων», ο συγγραφέας της δυστυχίας μας, ο κύριος υπαίτιος της πιο αποκρουστικής ένοπλης επέμβασης του εικοστού αιώνα. Για τις πιο καλλιτεχνικές φύσεις, είναι το κεντρικό πρόσωπο μιας σύγχρονης τραγωδίας με χιλιάδες παράπλευρες απώλειες. Για τους πιο αισιόδοξους είναι αυτός που κατάφερε να σταματήσει την τρέλα των Παγκοσμίων Πολέμων και να φέρει μια μακρά περίοδο ειρήνης.
Στην πραγματικότητα, όσες λέξεις κι αν ειπωθούν για εκείνον, θα παραμείνει ένας γρίφος, μέσα σε ένα μυστήριο, τυλιγμένος σε ένα αίνιγμα, μέρος του οποίου μπορεί να έλυσαν μόνο όσοι τον γνώρισαν και τον έζησαν και, φυσικά, ο ίδιος. Το μόνο βέβαιο κι εκείνο που τον διαφοροποιεί από τους περισσότερους από εμάς, είναι ότι ο κόσμος δεν θα είναι ποτέ ξανά ο ίδιος μετά το μικρό πέρασμα του από τη ζωή και όσα πρόλαβε να κάνει μέχρι τον θάνατό του. Κι αυτό επειδή μας βοήθησε να συνειδητοποιήσουμε ότι η πιθανότητα το «ρολόι του κόσμου να χτυπήσει μεσάνυχτα» δεν περιορίζεται στο επίπεδο της εσχατολογικής μυθοπλασίας.