ΗΤΑΝ ΜΙΑ ΦΟΡΑ ΕΝΑΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Θεατρικό για την 28η Οκτωβρίου, https://otanimoundaskalos.wordpress.com
Λίγα λόγια για το έργο: Το έργο αποτελείται από διάφορα σκετς και αφηγήσεις που καλύπτουν την περίοδο 1939-1944.
1) Ξέσπασμα Β΄ Παγκοσμίου πολέμου (αφήγηση)
2) Τορπιλισμός Έλλης (αφήγηση)
3) Παραμονές πολέμου (σκετς)
4) Τελεσίγραφο Ιταλών – Όχι (αφήγηση)
5) Οι στρατιώτες μας φεύγουν για το μέτωπο (σκετς)
6) Προέλαση ελληνικού στρατού (αφήγηση)
7) Γυναίκες της Πίνδου (σκετς)
8) Επίθεση Γερμανών – κατάληψη της Ελλάδας (αφήγηση)
9) Ήταν μια φορά ένας πόλεμος (θεατρικό που αναφέρεται σε κατοχή, αντίσταση και απελευθέρωση.
Αριθμός μαθητών:
αφήγηση (1): 3 μαθητές/τριες
αφήγηση (2): 3 μαθητές/τριες
αφήγηση (4) και (6): 3 μαθητές/τριες
αφήγηση (8): 3 μαθητές/τριες
σκετς (3) και σκετς (5): 5 μαθητές (στρατιώτες που πάνε στο μέτωπο)
σκετς (7): 5 μαθήτριες (Γυναίκες της Πίνδου)
θεατρικό (9): 3 μαθητές (Γερμανοί στριατιώτες) + 6 μαθητές (οι 5 μπορεί να είναι οι ίδιοι με αυτούς που έπαιξαν στα δύο προηγούμενα σκετς ή διαφορετικοί ανάλογα με την απόφαση του δασκάλου)
1) Ξέσπασμα Β΄ Παγκοσμίου πολέμου (αφήγηση)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: 1939. Μαύρα σύννεφα πολέμου απλώνονται πάνω από την Ευρώπη.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Ο ναζιστής δικτάτορας της Γερμανίας, ο Αδόλφος Χίτλερ, είναι έτοιμος να υλοποιήσει τα καταστροφικά του σχέδια.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3: Ένας είναι ο στόχος του. Να υποτάξει όλη την Ευρώπη κάτω από τη ναζιστική του μπότα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Σύμμαχο στα σχέδιά του βρίσκει τον Μπενίτο Μουσολίνι, τον ηγέτη της φασιστικής Ιταλίας.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Ο Χίτλερ, με ασήμαντες αφορμές, βρίσκει ευκαιρία και κατακτά διαδοχικά Αυστρία, Ουγγαρία, Τσεχοσλοβακία και Πολωνία.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3: Οι Άγγλοι και οι Γάλλοι αναγκάζονται να κηρύξουν τον πόλεμο στη Γερμανία προσπαθώντας να σταματήσουν αυτή την άσκοπη και παράλογη επίδειξη δύναμης.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Σε απάντηση οι Γερμανοί εισβάλλουν σε Σουηδία, Δανία, Ολλανδία και Βέλγιο.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Ο κόσμος βλέπει με έκπληξη και οδύνη την ανίκητη γερμανική στρατιά να καταλαμβάνει τη μία χώρα μετά την άλλη, χωρίς καμία αντίσταση.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3: Η Γαλλία είναι ο επόμενος στόχος του Χίτλερ. Οι Γάλλοι οχυρώνονται στην περίφημη γραμμή Μαζινό.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 1: Ο Χίτλερ, με έναν ιδιοφυή στρατηγικό σχεδιασμό, εισβάλλει στη Γαλλία από τα σύνορα του Βελγίου.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 2: Μέσα σε 2 μέρες οι Γερμανοί κάνουν παρέλαση στο Παρίσι. Απογοήτευση και απελπισία πλημμυρίζει τα στήθη όσων ανθρώπων είναι υπέρ της ελευθερίας και της δημοκρατίας.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 3: Οι μόνες χώρες που έχουν μείνει πλέον ελεύθερες στην Ευρώπη είναι η Αγγλία, η Ρωσία, η φασιστική Ισπανία που θα μείνει ως το τέλος του πολέμου ουδέτερη, και μια μικρή φτωχή χώρα στη ΝΑ Ευρώπη που τη λένε Ελλάδα…
2) Τορπιλισμός Έλλης (αφήγηση)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4: Στις 15 Αυγούστου 1940 οι κάτοικοι της Τήνου και άλλοι επισκέπτες έχουν μαζευτεί για να γιορτάσουν τη θρησκευτική γιορτή της Παναγίας. Το ιστορικό και ένδοξο πλοίο, η «Έλλη» έχει φτάσει για να τιμήσει κι αυτό τη Μεγαλόχαρη.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 5: Όμως για κακή τύχη των Ελλήνων ένας δυνατός κρότος ακούγεται. Το πλοίο, περιτριγυρισμένο από φλόγες και καπνούς αρχίζει να γέρνει. Μετά από κάποιο διάστημα ωρών η Έλλη έχει πια βυθιστεί.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 6: Την επόμενη μέρα στάλθηκαν κάποιοι δύτες για να λύσουν την απορία όλων των ανθρώπων. Ναι, αυτό που όλοι υποψιάζονταν ήταν αλήθεια. Η τορπίλη ήταν ιταλική. Οι αποδείξεις; Κομμάτια από τορπίλη με στοιχεία ιταλικά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4: Παρ’ όλα αυτά η ελληνική κυβέρνηση αποφασίζει να μη μιλήσει για να αποφύγει κάθε προστριβή με την Ιταλία.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 5: Δε θέλει να δώσει στον Μουσολίνη την αφορμή που αναζητά εδώ και μήνες.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 6: Οι Έλληνες όμως το ήξεραν, το κατάλαβαν από την πρώτη στιγμή.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 4: Οι Ιταλοί ήταν υπεύθυνοι γι’ αυτό το ύπουλο χτύπημα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 5: Ο Μουσολίνι είχε δώσει τη διαταγή γι’ αυτό το φρικιαστικό έγκλημα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 6: Οι Έλληνες το ήξεραν και περίμεναν να γράψουν νέες σελίδες ένδοξης ιστορίας.
3) Παραμονές πολέμου (σκετς)
ΗΛΙΑΣ: Τα μάθατε; Έπεσε και το Παρίσι.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Η Γαλλία καταλήφθηκε απ’ τους Γερμανούς.
ΚΩΣΤΑΣ: Μα πώς έγινε αυτό; Πριν δυο μέρες διάβασα πως…
ΗΛΙΑΣ: Άσε τι διάβασες. Δυο μέρες χρειάστηκε ο Χίτλερ για να φτάσει στο Παρίσι.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Πάει και τελείωσε. Ο στρατός του είναι ανίκητος.
ΘΥΜΙΟΣ: Ε, όχι και ανίκητος. Υπάρχει και η Αγγλία.
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Γιατί η Ρωσία πάει πίσω; Ξέρετε πόσο στρατό έχει ο Στάλιν;
ΗΛΙΑΣ: Δε βαριέσαι. Μπροστά στη Γερμανία όλοι θα υποκύψουν. Θα το δείτε.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Ναι, δίκιο έχεις. Ποιος μπορεί να τα βάλει με τους Γερμανούς…
ΚΩΣΤΑΣ: Λέτε ο πόλεμος να φτάσει και στην Ελλάδα;
ΗΛΙΑΣ: Βρε ποιος ασχολείται με την Ελλάδα;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Είμαστε φτωχή χώρα. Κανείς δεν ενδιαφέρεται για εμάς.
ΘΥΜΙΟΣ: Κι ο Μουσολίνι; Γιατί κάθε τόσο βγάζει ανακοινώσεις και μας απειλεί;
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Και την Έλλη ποιος τη βούλιαξε; Ο Μουσολίνι δεν ήταν;
ΚΩΣΤΑΣ: Μα δεν αποδείχτηκε τίποτα.
ΗΛΙΑΣ: Καλά, αν θέλουμε το πιστεύουμε αυτό.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Εγώ άκουσα πως τα κομμάτια της τορπίλης που βρέθηκαν είχαν ιταλικά γράμματα.
ΚΩΣΤΑΣ: Και τότε γιατί δεν ανακοινώθηκε τίποτα;
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Γιατί ο Μεταξάς φοβάται τους Ιταλούς.
ΘΥΜΙΟΣ: Όμως αργά ή γρήγορα θα πρέπει να τους αντιμετωπίσουμε…
(ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ)
4) Τελεσίγραφο Ιταλών – Όχι (αφήγηση)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 7: Δυστυχώς η ώρα να μπει η Ελλάδα στον πόλεμο ήρθε πολύ γρήγορα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 8: Στις 28 Οκτωβρίου 1940, στις 3 τα ξημερώματα, ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι έφτασε στο σπίτι του δικτάτορα Μεταξά.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 9: Σκοπός της επίσκεψής του ήταν να του παραδώσει το τελεσίγραφο των Ιταλών.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 7: Ένα τελεσίγραφο που ζητούσε να επιτραπεί στον ιταλικό στρατό να εισχωρήσει στο ελληνικό έδαφος.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 8: Φυσικά η απάντηση του Μεταξά ήταν Όχι.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 9: Μέχρι να ξημερώσει η Ελλάδα βρισκόταν σε πόλεμο…
5) Οι στρατιώτες μας φεύγουν για το μέτωπο (σκετς)
ΚΩΣΤΑΣ: Μα τι συμβαίνει; Γιατί ακούγονται όλες αυτές οι σειρήνες και δε μας άφησαν να κοιμηθούμε;
ΘΥΜΙΟΣ: Καλά, που ζεις εσύ; Χαμπάρι δεν πήρες;
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Έχουμε πόλεμο!
ΚΩΣΤΑΣ: Πόλεμο; Με ποιους;
ΘΥΜΙΟΣ: Με τους Ιταλούς! Με ποιους άλλους;
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Αυτοί δεν είναι που δυο χρόνια τώρα τρώγονται για φασαρία;
ΚΩΣΤΑΣ: Είχατε δίκιο λοιπόν όταν λέγατε για την Έλλη.
ΘΥΜΙΟΣ: Δίκιο είχαμε.
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Μακάρι να είχαμε άδικο.
ΚΩΣΤΑΣ: Και τώρα τι θα γίνει; Θα παραδοθούμε;
ΘΥΜΙΟΣ: Τι λες ρε; Είσαι με τα καλά σου;
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Εμείς να παραδοθούμε; Οι Ιταλοί θα παραδοθούν σε λίγο.
ΚΩΣΤΑΣ: Μα είναι μεγαλύτερη χώρα. Και ισχυρότερη.
ΘΥΜΙΟΣ: Κι εμείς είμαστε ισχυροί!
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Γιατί έχουμε το δίκιο με το μέρος μας!
ΘΥΜΙΟΣ: Κι αυτό μετράει πάνω απ’ όλα τα κανόνια και τ’ αεροπλάνα του κόσμου!
ΚΩΣΤΑΣ: Να, έρχονται ο Ηλίας κι ο Βαγγέλης!
(Εμφανίζονται ο Ηλίας κι ο Βαγγέλης κρατώντας από ένα τουφέκι)
ΚΩΣΤΑΣ: Τι κάνετε, παιδιά; Για πού το βάλατε;
ΗΛΙΑΣ: Για το μέτωπο. Θέλει και ρώτημα;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Πάμε να υπερασπιστούμε την πατρίδα μας.
ΚΩΣΤΑΣ: Κάλεσαν την κλάση σας;
ΗΛΙΑΣ: Σιγά μην περιμένουμε να μας καλέσουν.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Πάμε εθελοντές! Δε βλέπω την ώρα να κυνηγήσω τους μακαρονάδες!
ΘΥΜΙΟΣ: Τα τουφέκια πού τα βρήκατε;
ΗΛΙΑΣ: (Σηκώνει ψηλά το τουφέκι) Μ’ αυτό το τουφέκι ο πατέρας μου μπήκε στη Σαλονίκη το ’12. Και μ’ αυτό θα μπω κι εγώ στη Ρώμη!
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (Σηκώνει ψηλά το δικό του τουφέκι) Και μ’ αυτό το τουφέκι μπήκε ο δικός μου πατέρας στη Σμύρνη το ’20. Δε χρειάζομαι καινούριο.
ΗΛΙΑΣ: (Κοιτάζει το ρολόι του) Το τρένο φεύγει σε μία ώρα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Άντε! Ετοιμαστείτε να έρθετε κι εσείς.
ΘΥΜΙΟΣ: Δίκιο έχετε. Έρχομαι κι εγώ μαζί σας!
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Πάμε! Σε δυο μέρες θα πίνουμε τον καφέ μας στη Ρώμη. Άντε, Κώστα, εσύ δε θα έρθεις;
ΚΩΣΤΑΣ: Μα έχω οικογένεια…
ΘΥΜΙΟΣ: (Θυμωμένος) Μόνο, εσύ, έχεις οικογένεια;
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Όλοι έχουμε οικογένεια.
ΗΛΙΑΣ: Γι’ αυτό ακριβώς πάμε να πολεμήσουμε.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Θέλουμε οι δικοί μας άνθρωποι να ζήσουν ελεύθεροι.
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Σιγά μη σκύψουμε το κεφάλι στους φασίστες.
ΘΥΜΙΟΣ: Η ελευθερία της πατρίδας μας είναι πάνω απ’ όλα.
ΚΩΣΤΑΣ: Ε, τότε πάμε, τι καθόμαστε;
ΗΛΙΑΣ: Εμπρός! Να κρατήσουμε την πατρίδα μας ελεύθερη!
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Ζήτω η ελευθερία!
ΘΥΜΙΟΣ: Ζήτω η πατρίδα μας!
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Ζήτω η Ελλάδα μας!
ΤΕΛΟΣ
6) Προέλαση ελληνικού στρατού (αφήγηση)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 7: Οι Έλληνες στρατιώτες πολέμησαν ηρωικά στα βουνά της Πίνδου προσπαθώντας να αποκρούσουν τις επιθέσεις των Ιταλών.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 8: Και το θαύμα έγινε. Ο ιταλικός στρατός, όχι μόνο δεν προχώρησε ούτε ένα μέτρο στο ελληνικό έδαφος, μα άρχισε να υποχωρεί.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 9: Οι Έλληνες στρατιώτες άρχισαν να προελαύνουν ελευθερώνοντας τις ελληνικές πόλεις της Β. Ηπείρου.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 7: Σύμμαχο και βοηθό σ’ αυτή την τιτάνια προσπάθεια οι Έλληνες στρατιώτες είχαν τις γυναίκες της Πίνδου.
7) Γυναίκες της Πίνδου (σκετς)
ΚΟΡΗ 1: Μάνα, δεν μπορώ άλλο, κουράστηκα.
ΚΟΡΗ 2: Ναι, μάνα, κι εγώ το ίδιο. Ας καθίσουμε λίγο, εδώ, να ξαποστάσουμε.
ΚΟΡΗ 3: Να βάλουμε μια στάλα νερό στο στόμα μας.
ΚΟΡΗ 4: Να φάμε και μια μπουκιά ψωμί να ψυχοπιαστούμε.
ΜΑΝΑ: Δεν είναι ώρα για ξεκούραση και σκόλη! Έχουμε πόλεμο! Μπρος, σηκώστε τα μπογαλάκια σας και πάμε. Έχουμε μια ώρα δρόμο μέχρι την Κιάφα. Κι αν ο καιρός πάλι χαλάσει, σαν το χτεσινό στοιχειοπάλεμα, θα βραδιάσουμε μέχρι να ματαγυρίσουμε στο σπιτικό μας.
ΚΟΡΗ 1: Μα γιατί πρέπει κάθε μέρα να κουβαλούμε πολεμοφόδια και τρόφιμα;
ΚΟΡΗ 2: Τόσους άντρες έχει ο στρατός.
ΜΑΝΑ: Οι άντρες έχουν άλλες δουλειές. Κάνουν πόλεμο! Στην Κιάφα, στην Τσούκα, στο Ταμπούρι, στο Κούτσουρο, στην Πυρσόγιανη, παντού πολεμούν τα ευζωνάκια μας. Κρατούν δεξιά το όπλο, ζερβά την ξιφολόγχη, στη μέση τα φυσέκια και το παγούρι τους και στην πλάτη το γυλιό τους.
ΚΟΡΗ 3: Και γιατί δώσαμε όλα τα μάλλινα ρούχα του συχωρεμένου του πατέρα μας και τις κουβέρτες μας στους στρατιώτες;
ΜΑΝΑ: Εσείς δώσατε μάλλινα και κουβέρτες. Άλλοι έδωσαν τα χέρια τους, τα πόδια τους, τα μάτια τους, κι άλλοι τη ζωή τους!¹ Καταλάβατε, λοιπόν, όλες, ότι η πατρίδα σας χρειάζεται;
ΚΟΡΗ 4: Έχεις δίκιο μάνα. Μας συγχωρείς. Απλώς μας κούρασε αυτό το πήγαινε έλα πάνω στα καταράχια, απ’ το ένα κορφοβούνι στο άλλο.
ΜΑΝΑ: Μπορεί να κουραστήκατε, μα αντέχετε. Σας ξέρω καλά, κόρες μου είστε. Εγώ σας μεγάλωσα.
ΚΟΡΗ 1: Ναι, μάνα. Εμπρός αδελφές μου. Πάμε γρήγορα, πριν μας προλάβει ο χιονιάς.
ΚΟΡΗ 2: Οι άντρες εκεί πάνω πολεμούν με γενναιότητα. Και χρειάζονται μια μάλλινη φανέλα, μια ζεστή κάλτσα, ένα ζευγάρι γάντια.
ΚΟΡΗ 3: Μα έχουμε δουλειές στο χωριό.
ΜΑΝΑ: Ακούστε καλά. Με το ζόρι καμιά σας να μην έρθει. Είστε γυναίκες της Πίνδου! Αυτός ο τόπος είναι φτωχός, μα βγάζει ανθρώπους που τους περισσεύει η περηφάνια κι η παληκαριά.
ΚΟΡΗ 4: Έχει δίκιο η μάνα μας. Αυτός ο τόπος δε φοβήθηκε κανέναν τύραννο. Δεν έσκυψε το κεφάλι ούτε στον Αλή Πασά, ούτε στον Τούρκο Σουλτάνο. Θα φοβηθούμε τώρα τους μακαρονάδες;
ΚΟΡΗ 1: Κι εγώ δε φοβάμαι, μα σκέφτομαι τη δύσμοιρη τη Δέσπω, τι έπαθε εχθές.
ΜΑΝΑ: Τι έπαθε; Δεν έμαθα. Μήπως προλαβαίνω να μάθω και τίποτα με τόσες δουλειές;
ΚΟΡΗ 2: Κουβαλούσε μια στάμνα νερό για τους φαντάρους μας.
ΚΟΡΗ 3: Οι Ιταλοί τής έριξαν δυο σφαίρες. Μία τρύπησε τη στάμνα και χύθηκε το νερό…
ΚΟΡΗ 4: Και μία τρύπησε τα σωθικά της και χύθηκε το αίμα της.
ΜΑΝΑ: Καημένη Δέσπω…
ΚΟΡΗ 1: Τη βρήκε δυο ώρες αργότερα μισοπεθαμένη η Αργυρώ του Χρηστοβασίλη.
ΚΟΡΗ 2: Νερό, της φώναξε η Δέσπω. Νερό!
ΚΟΡΗ 3: Κι όταν η Αργυρώ της έδωσε νερό απ’ το φλασκί της, η Δέσπω φώναξε με τρεμάμενη φωνή:
ΚΟΡΗ 4: Δε θέλω για μένα το νερό. Για να γεμίσω τη στάμνα μου το θέλω. Να πιουν οι φαντάροι μας να ξεδιψάσουν.²
ΚΟΡΗ 1: Αυτά είπε και ξεψύχησε.
ΜΑΝΑ: Βλέπετε, κόρες μου, πως φτάνετε στα λόγια μου; Σας βαστάει μωρέ ν’ αφήσετε τους φαντάρους μας χωρίς τρόφιμα; Χωρίς νερό; Χωρίς μάλλινα ρούχα;
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Όχι!
ΜΑΝΑ: Ε, τότε, τι καθόμαστε; Πάρτε τα πράγματά μας και πάμε… Άντε, έχουμε πολύ δρόμο μπροστά μας…
ΟΛΕΣ ΜΑΖΙ: Πάμε!
ΤΕΛΟΣ
¹Τα λόγια της μάνας βασίζονται στην εξής δήλωση της Σοφίας Βέμπο: «Μα σ’ εκείνο τον πόλεμο όλοι έδωσαν τη ζωή τους. Τα πόδια τους, τα μάτια τους, τα χέρια τους, την υγειά τους. Εγώ τι έδωσα; Τη φωνή μου, που καλή ή κακή, την έχω ακόμα ακέραιη και ζωντανή».
²Το περιστατικό με τη στάμνα βασίζεται σε ένα ποίημα που είχα ακούσει εδώ και πολλά χρόνια και μου είχε κάνει εντύπωση. Δυστυχώς μέχρι τώρα δεν έχω βρει το συγκεκριμένο ποίημα ώστε να αναφέρω τον ποιητή.
Επίθεση Γερμανών – κατάληψη της Ελλάδας (αφήγηση)
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 7: Η ελληνική προέλαση και το κυνήγι των Ιταλών σταμάτησε την άνοιξη του 1941.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 8: Ο Χίτλερ αναγκάστηκε να αλλάξει τα στρατηγικά του σχέδια στέλνοντας το στρατό του να επιτεθεί στην Ελλάδα από τα σύνορα της Βουλγαρίας.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 9: Μόνο τότε λύγισαν οι Έλληνες, μη μπορώντας να αντέξουν σε δύο μέτωπα συγχρόνως.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 7: Τον Απρίλιο του 1941 οι Γερμανοί κατέλαβαν την Ελλάδα.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 8: Θα ακολουθήσουν 4 χρόνια σκληρής κατοχής και αμέτρητων δεινών για τον ελληνικό λαό.
ΑΦΗΓΗΤΗΣ 9: Η πείνα, τα βασανιστήρια και οι εκτελέσεις έκαναν τα χρόνια της γερμανικής κατοχής να θεωρούνται μια από τις πιο μαύρες σελίδες της ελληνικής ιστορίας.
9) Ήταν μια φορά ένας πόλεμος (θεατρικό)
Σκηνή Α΄
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: (Φωνάζει) Χανς, Γιόχαν! Πού είστε επιτέλους;
ΧΑΝΣ: Εδώ είμαστε, λοχία Μίλερ.
ΓΙΟΧΑΝ: Στις διαταγές σας.
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Πού εδώ; Μια ώρα σας ψάχνω…
ΧΑΝΣ: Ε… να… ξέρετε…
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Ξέρω, ξέρω τι σας χρειάζεται. Να σας στείλω στο ρωσικό μέτωπο!
(Οι 2 στρατιώτες τρομάζουν)
ΧΑΝΣ: Όχι, λοχία Μίλερ!
ΓΙΟΧΑΝ: Δε θα επαναληφθεί, λοχία Μίλερ!
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Ακούστε, άχρηστοι, μη σας πω καμιά χειρότερη κουβέντα. Ψάχνουμε ακόμη αυτό το νεαρό, ξέρει ο Γιόχαν. Τσακιστείτε και ψάξτε να τον βρείτε!
ΧΑΝΣ: Μάλιστα, λοχία Μίλερ.
ΓΙΟΧΑΝ: Θα τον βρούμε οπωσδήποτε.
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Θα ψάξετε όλη τη γειτονιά. Κάπου εδώ είναι κρυμμένος. Θα κάνετε έρευνα παντού. Συνεννοηθήκαμε;
ΧΑΝΣ: Μάλιστα, λοχία Μίλερ.
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Και μόλις τον βρείτε, θα τον παραδώσετε στα ΕΣ ΕΣ. Αυτοί θα τον περιποιηθούν.
(Ο λοχίας πάει να φύγει αλλά ξαναγυρνάει)
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Α, και μη το ξεχάσω. Περιμένουμε σήμα από το Φρουραρχείο. Κάτι μεγάλο θα συμβεί απόψε. Έτσι ψιθυρίζεται. Αν τυχόν ακούσετε τη σειρήνα, να έρθετε αμέσως σε μένα. Εντάξει;
ΧΑΝΣ: Μάλιστα, λοχία Μίλερ.
ΓΙΟΧΑΝ: Μείνετε ήσυχος.
(Ο λοχίας Μίλερ φεύγει. Οι 2 στρατιώτες μένουν μόνοι τους)
ΓΙΟΧΑΝ: Μα τι άνθρωποι είναι αυτοί οι Έλληνες, δεν μπορώ να καταλάβω.
ΧΑΝΣ: Τι εννοείς;
ΓΙΟΧΑΝ: Να… δεν κάθονται ποτέ ήσυχοι. Τόσες χώρες καταλάβαμε, καμιά δε μας δυσκόλεψε τόσο.
ΧΑΝΣ: Έχεις δίκιο. Όλο σαμποτάζ και επιθέσεις είναι.
ΓΙΟΧΑΝ: Δε μας αφήνουν σε ησυχία.
ΧΑΝΣ: Ούτε από βασανιστήρια καταλαβαίνουν…
ΓΙΟΧΑΝ: Ούτε από εκτελέσεις…
ΧΑΝΣ: Κι έχουμε βασανίσει αμέτρητους.
ΓΙΟΧΑΝ: Και εκτελέσει άλλους τόσους…
ΧΑΝΣ: Αλήθεια, αυτός που ψάχνουμε τι έκανε;
ΓΙΟΧΑΝ: Έγραφε στους τοίχους «Ζήτω η Ελευθερία» ή «Ζήτω η Ελλάδα», κάτι τέτοιο τέλος πάντων.
ΧΑΝΣ: Ε, δεν έκανε και τίποτα σοβαρό.
ΓΙΟΧΑΝ: Αυτό μη το λες. Μικρός είναι. Αν τον αφήσουμε χωρίς τιμωρία, μεθαύριο θα μας βάζει βόμβες.
ΧΑΝΣ: Πόσο μικρός είναι;
ΓΙΟΧΑΝ: Γύρω στα 15.
ΧΑΝΣ: Και τι θα τον κάνουμε άμα τον πιάσουμε;
ΓΙΟΧΑΝ: Δεν ξέρω. Άλλοι είναι για τα βασανιστήρια. Εμείς πρέπει να τον βρούμε. Αυτή είναι η δουλειά μας.
ΧΑΝΣ: Να σου πω την αλήθεια, βαρέθηκα αυτή τη δουλειά. Θέλω να πάω σπίτι μου.
ΓΙΟΧΑΝ: (Κοιτάζει γύρω του τρομαγμένος) Σιωπή μη μας ακούσει κανείς και σε στείλει στο ρωσικό μέτωπο!
ΧΑΝΣ: Όχι, προτιμώ εδώ στην Ελλάδα.
ΓΙΟΧΑΝ: Ναι, ωραία χώρα η Ελλάδα. Αρκεί να μην είχε τους Έλληνες που δε μας αφήνουν σε ησυχία.
ΧΑΝΣ: Άντε πάμε. Αυτή η γειτονιά έχει αρκετά σπίτια. Πρέπει να τα ελέγξουμε όλα.
ΓΙΟΧΑΝ: Πάμε.
ΣΚΗΝΗ Β΄
(Σκηνικό: εσωτερικο ενος σπιτού – 5 φίλοι πίνουν ούζο σε ένα τραπέζι) (Είναι οι ίδιοι πέντε φίλοι που πήγαν φαντάροι στο μέτωπο στο προηγούμενο σκετς, αλλά αν κρίνει σκόπιμο ο δάσκαλος μπορεί να ορίσει άλλους μαθητές)
ΗΛΙΑΣ: (Σηκώνει το ποτηράκι του) Στην υγεία σου, Κώστα.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Στην υγειά σου.
ΚΩΣΤΑΣ: Ευχαριστώ, παιδιά. Πιείτε ένα ποτηράκι ακόμα. (Γεμίζει τα ποτήρια τους)
ΘΥΜΙΟΣ: Κώστα μου, έχω ένα παράπονο.
ΚΩΣΤΑΣ: Τι παράπονο;
ΘΥΜΙΟΣ: Θέλει και ρώτημα; Καλό το ούζο, μα ξεροσφύρι πίνεται;
ΚΩΣΤΑΣ: Ε, όχι και ξεροσφύρι. Σας έβγαλα στραγαλάκια, ελίτσες…
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Ναι, 5 ελίτσες. Μία για τον καθένα…
ΗΛΙΑΣ: Και 15 στραγαλάκια. 3 για τον καθένα…
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (Ειρωνικά) Φάγαμε, σκάσαμε.
ΘΥΜΙΟΣ: (Επίσης ειρωνικά) Ναι, εγώ φούσκωσα.
ΚΩΣΤΑΣ: Μα αφού ξέρετε τι δύσκολα περνάμε όλοι. Οι Γερμανοί όλα τα τρόφιμα τα στέλνουν στους φαντάρους τους.
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Έχει δίκιο ο Κώστας.
ΗΛΙΑΣ: Μη γινόμαστε άδικοι.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Το μεζεδάκι ήταν υπέροχο.
ΘΥΜΙΟΣ: Κώστα, με συγχωρείς. Ένα αστείο είπα.
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Ξέρουμε όλοι τι πείνα περνάει ο λαός μας.
ΗΛΙΑΣ: Τις προάλλες, για να αγοράσω μισό μπουκάλι λάδι, πούλησα το χρυσό ρολόι του πατέρα μου!
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Μα αυτό ήταν κειμήλιο!
ΗΛΙΑΣ: Τι να έκανα; Πεινάνε τα παιδιά μου. Το ρολόι τρώγεται; Δεν τρώγεται.
ΚΩΣΤΑΣ: (Υψώνει το ποτήρι) Άντε, κι εύχομαι σε δυο μήνες που θα έρθει το 1945, να είμαστε ελεύθεροι.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αυτί.
ΘΥΜΙΟΣ: Να έρθουν επιτέλους οι Άγγλοι να μας ελευθερώσουν!
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: (Θυμωμένος) Οι Ρώσοι θα έρθουν! Είδες τι έκαναν στον Χίτλερ;
ΚΩΣΤΑΣ: Καλά, μη μαλώνετε παιδιά. Υπάρχει κι άλλη λύση. Να ελευθερωθούμε μόνοι μας…
(Χτυπάει έντονα η πόρτα)
ΚΩΣΤΑΣ: Ποιος να ‘ναι τέτοια ώρα;
(Σηκώνεται και ανοίγει την πόρτα – Μπαίνει ένας νεαρός με ματωμένο πουκάμισο)
ΝΙΚΗΤΑΣ: Βοηθήστε με, πατριώτες!
ΚΩΣΤΑΣ: Τι συμβαίνει; Ποιος είσαι;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Με κυνηγούν οι Γερμανοί! Κρύψτε με!
ΚΩΣΤΑΣ: (Με δυσαρέσκεια) Πού να σε κρύψω, αγόρι μου;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Σας παρακαλώ! Όπου να ‘ναι θα έρθουν κι εδώ! Ψάχνουν σ’ όλη τη γειτονιά.
ΚΩΣΤΑΣ: Κι εδώ βρήκες να έρθεις;
ΝΙΚΗΤΑΣ: (Θυμωμένος) Άμα δε με θέλετε, να φύγω.
(Κάνει πως φεύγει – Ο Κώστας τον προλαβαίνει στην πόρτα)
ΚΩΣΤΑΣ: Κάτσε βρε. Για πού το ‘βαλες; Άμα σε πιάσουν οι Γερμανοί θα σε στήσουν στα 6 μέτρα.
ΗΛΙΑΣ: Μα τι έκανες;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Σκότωσες κανένα Γερμανό;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Όχι. Γράφαμε συνθήματα στους τοίχους και μας έπιασε μια γερμανική περίπολος.
ΘΥΜΙΟΣ: Ήταν δηλαδή κι άλλοι μαζί σου;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ναι, ένας φίλος μου.
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Τι απέγινε αυτός;
ΝΙΚΗΤΑΣ: Τον σκότωσαν! Δε βλέπετε το αίμα στο πουκάμισό μου;
ΚΩΣΤΑΣ: Πω! Πω! Γιατί, βρε, αγόρι μου, μπλέχτηκες;
ΗΛΙΑΣ: (Με έντονα λόγια) Γιατί αγαπάει την ελευθερία. Γι’ αυτό μπλέχτηκε.
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (Κι αυτός με έντονα λόγια) Γιατί αγαπάει την πατρίδα του!
ΘΥΜΙΟΣ: (Το ίδιο έντονα) Γιατί δεν αντέχει να τη βλέπει σκλαβωμένη!
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: (Φωνάζει όσο μπορεί και απευθύνεται στο κοινό) Γιατί αυτός ο τόπος σκύβει μόνο μπροστά στους νεκρούς του! (σ. σ. πρόκειται για στίχο από ποίημα του Γιάννη Ρίτσου)
(Χτυπάει η πόρτα δυνατά – Ακούγονται γερμανικές ομιλίες)
ΚΩΣΤΑΣ: (Πανικόβλητος) Ήρθαν οι Γερμανοί! Κρύψτε τον γρήγορα!
ΗΛΙΑΣ: Πού;
ΚΩΣΤΑΣ: Ξέρω γω; Βάλτε τον κάτω απ’ το τραπέζι.
(Ο Κώστας πηγαίνει να ανοίξει την πόρτα – ο Νικήτας κρύβεται κάτω από το τραπέζι – οι υπόλοιποι κάνουν έναν κλοιό μπροστά από το τραπέζι)
(Οι δύο Γερμανοί στρατιώτες, Χανς και Γιόχαν, μπαίνουν αμίλητοι στο δωμάτιο. Ρίχνουν μια ερευνητική ματιά σε κάθε γωνία και κοιτάζουν προσεχτικά τους 5 φίλους).
ΚΩΣΤΑΣ: Δεν είναι εδώ ο νεαρός που ψάχνετε!
ΗΛΙΑΣ: (Σκουντάει τον Κώστα) Μη μιλάς βρε!
ΧΑΝΣ: Τότε, πάμε να φύγουμε.
(Πάει να φύγει, όμως τον συγκρατεί ο Γιόχαν)
ΓΙΟΧΑΝ: Για μια στιγμή. Εσείς πώς ξέρετε πως ψάχνουμε κάποιον;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: (Προσπαθεί να τα μπαλώσει) Ε, τέτοια ώρα τι ήρθατε να κάνετε εδώ. Να πιείτε ουζάκι με μεζέ στραγάλια;
ΓΙΟΧΑΝ: Και πώς ξέρετε πως ψάχνουμε νεαρό;
ΘΥΜΙΟΣ: Ε, ποιοι δημιουργούν προβλήματα στο Γ’ Ράιχ. Οι νεαροί.
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Θέλει και ρώτημα, κύριε λοχία μου.
ΓΙΟΧΑΝ: (Σε αυστηρό τόνο) Δεν είμαι λοχίας. Δεκανέας είμαι!
ΗΛΙΑΣ: Εντάξει, κύριε δεκανέα μου, σας δώσαμε και προαγωγή. Μη θυμώνετε.
ΓΙΟΧΑΝ: Έχω κι άλλη μία απορία. Πώς ξέρετε πως ψάχνουμε μόνο έναν;
ΚΩΣΤΑΣ: Ε, πόσοι τρελοί μπορεί να βρεθούν να γράφουν συνθήματα.
ΗΛΙΑΣ: (Τον σκουντάει πάλι) Σκάσε, βρε, θα μας κάψεις!
ΓΙΟΧΑΝ: (Φωνάζει) Συνθήματα!!! Πώς ξέρετε πώς έγραφε συνθήματα;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Ε, κάθε βράδυ αυτό κάνουν. Κάθονται και γράφουν συνθήματα για να βάζουν σε μπελάδες εμάς τους νομοταγείς πολίτες.
ΘΥΜΙΟΣ: Μη θυμώνετε, κύριε δεκανέα μου.
ΓΙΟΧΑΝ: (Προς τον Χανς) Εγώ λέω πως κάτι μας κρύβουν αυτοί.
ΧΑΝΣ: Ναι, κι εμένα κάτι δε μ’ αρέσει εδώ πέρα.
ΓΙΟΧΑΝ: Μάλλον πρέπει να ψάξουμε το σπίτι.
ΧΑΝΣ: Ναι. Απ’ άκρη σ’ άκρη.
(Από την ανοιχτή πόρτα εμφανίζεται ο λοχίας Μίλερ – Κοιτάζει τους Χανς και Γιόχαν)
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Εδώ είστε εσείς; Καλά δεν ακούτε τόση ώρα τη σειρήνα;
ΓΙΟΧΑΝ: Συμβαίνει τίποτα;
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Και βέβαια συμβαίνει. Φεύγουμε!
ΧΑΝΣ: (Πανικόβλητος) Για το ρωσικό μέτωπο;
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Ποιο ρωσικό μέτωπο. Φεύγουμε για την πατρίδα μας, τη Γερμανία. Διαταγή του Χίτλερ.
ΓΙΟΧΑΝ: Και τους Έλληνες ποιος θα τους φυλάει;
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Κανείς. Νομίζω πως από δω και πέρα θα ζήσουν ελεύθεροι.
ΧΑΝΣ: Μα έχουμε πόλεμο!
ΛΟΧΙΑΣ ΜΙΛΕΡ: Πάει ο πόλεμος! Τον χάσαμε! Τώρα πρέπει να σωθούμε εμείς!
(Οι 3 Γερμανοί φεύγουν – Οι Έλληνες πανηγυρίζουν)
ΗΛΙΑΣ: Μήπως είναι κανένα κόλπο των Γερμανών;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Τι κόλπο βρε; Δεν άκουσες τι είπε ο άλλος; Ο πόλεμος τελείωσε!
ΘΥΜΙΟΣ: Δηλαδή είμαστε ελεύθεροι;
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Και βέβαια! Φωνάξτε το νεαρό να βγει έξω.
(Βγάζουν τον Νικήτα από την κρυψώνα του)
ΝΙΚΗΤΑΣ: Επιτέλους, τα καταφέραμε! Τους διώξαμε τους Γερμανούς!
ΗΛΙΑΣ: Κι ο πόλεμος τελείωσε!
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Ναι, σε λίγο θα είναι μόνο μια κακιά ανάμνηση.
ΝΙΚΗΤΑΣ: Ένα κακό παραμύθι με καλό τέλος!
ΗΛΙΑΣ: Σκέφτομαι τι θα λέμε στα παιδιά μας, μετά από χρόνια. Ήταν κάποτε ένας πόλεμος… που πέρασε και πάει.
ΘΥΜΙΟΣ: Πέρασε γιατί ήταν η Αγγλία και ο Τσώρτσιλ!
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Τι λες ρε βλάκα; Αν δεν ήταν η Ρωσία, θα σου ‘λεγα τι θα γινόταν!
ΘΥΜΙΟΣ: Ποιον είπες βλάκα, ρε ηλίθιε; Άμα σου δώσω μία… (τον πλησιάζει απειλητικά)
ΛΑΥΡΕΝΤΗΣ: Εγώ θα σου δώσω δύο! (Ετοιμάζεται να τον χτυπήσει).
(Ο Θύμιος και ο Λαυρέντης είναι έτοιμοι να πιαστούν στα χέρια. Ευτυχώς τους χωρίζουν ο Ηλίας με το Βαγγέλη)
ΗΛΙΑΣ: Ρε, παιδιά, είναι δυνατόν τέτοια ώρα, να θέλετε να πλακωθείτε;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Μα την ημέρα της απελευθέρωσής μας από τους Γερμανούς;
ΚΩΣΤΑΣ: Αχ, αυτή η κακιά ανάμνηση που λέτε, αυτό το κακό παραμύθι δεν πέρασε ακόμα. Δυστυχώς τώρα αρχίζει το δεύτερο μέρος του…
ΗΛΙΑΣ: Τι εννοείς, Κώστα;
ΒΑΓΓΕΛΗΣ: Φοβάσαι μη ξανάρθουν οι Γερμανοί;
ΚΩΣΤΑΣ: Όχι, οι Γερμανοί δε θα ξανάρθουν, μα φοβάμαι πως έρχονται καινούρια βάσανα για την πατρίδα μας. Δεν τους βλέπετε αυτούς τους δύο πώς μαλώνουν; Έτοιμοι είναι για καινούριο αιματοκύλισμα. (Κοιτάζοντας το κοινό) Αχ, καημένη Ελλάδα. Έχεις πολλά βάσανα ακόμα να τραβήξεις…
ΤΕΛΟΣ
Το θεατρικό «Ήταν μια φορά ένας πόλεμος» γράφτηκε από τον Θωμά Μενεξέ το Σεπτέμβριο του 2008.