Θεματικά κέντρα του αφηγήματος:
α) Η δειλή και παθητική συμπεριφορά της εργαζόμενης ,η ψυχολογική πίεση και η εκμετάλλευσή της από τον εργοδότη
β) η φάρσα του αφεντικού
γ) ο ρόλος της δασκάλας.
Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας με απλό και σχετικά αστείο ύφος παρουσιάζει το πρόβλημα της οικονομικής εκμετάλλευσης των ανθρώπων από τους ισχυρούς, κάτι που ήταν πολύ συνηθισμένο στη Ρωσία της εποχής του Τσέχωφ που τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν η φτώχεια και η εξαθλίωση.
Αυτό όμως που προβάλλεται ιδιαίτερα έντονα είναι η παθητική στάση της νεαρής δασκάλας , για να τονίσει ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός ότι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης.
Μήνυμα κειμένου:
β) η φάρσα του αφεντικού
γ) ο ρόλος της δασκάλας.
Στο κείμενο αυτό ο συγγραφέας με απλό και σχετικά αστείο ύφος παρουσιάζει το πρόβλημα της οικονομικής εκμετάλλευσης των ανθρώπων από τους ισχυρούς, κάτι που ήταν πολύ συνηθισμένο στη Ρωσία της εποχής του Τσέχωφ που τα κύρια χαρακτηριστικά ήταν η φτώχεια και η εξαθλίωση.
Αυτό όμως που προβάλλεται ιδιαίτερα έντονα είναι η παθητική στάση της νεαρής δασκάλας , για να τονίσει ότι πολλές φορές οι ίδιοι οι άνθρωποι ευθύνονται για το γεγονός ότι πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης.
Μήνυμα κειμένου:
=> Ο Τσέχωφ δίνει μήνυμα προς τους ανθρώπους να είναι αγωνιστικοί, δυναμικοί και να διεκδικούν τα δικαιώματα τους αλλιώς θα πέσουν θύματα κάποιων σκληρών και αδίστακτων ανθρώπων. Οι άνθρωπο δεν πρέπει να είναι δουλικοί αλλά να έχουν αξιοπρέπεια, αυτοσεβασμό και αυτοπεποίθηση.
Αφηγηματικοί τρόποι
- Το διήγημα στηρίζεται κυρίως στο διάλογο μέσα από τον οποίο διαγράφονται οι χαρακτήρες των ηρώων.
- Ωστόσο υπάρχει και η περιγραφή (αντιδράσεις και κινήσεις της Ιουλίας).
Eνότητες:
1η ενότητα "(σελίδα 106) Τις προάλλες φώναξα στο γραφείο μου ... Ευχαριστώ ψιθύρισε (σελίδα 107)": Η ώρα της πληρωμής της δασκάλας.
2η ενότητα "(σελίδα 107) Πετάχτηκα ορθός και άρχισα να βηματίζω ... μερικά ευχαριστώ και βγήκε (σελίδα 107)": Η αποκάλυψη της φάρσας.
Γλώσσα:
Γλώσσα:
Η γλώσσα του κειμένου είναι απλή και κατανοητή. Ο συγγραφές χρησιμοποιεί σύντομες και λιτές φράσεις, παρατακτική σύνδεση και πολλά σημεία στίξεως.
Ύφος:
Το διήγημα χαρακτηρίζεται από απλότητα και ουσιαστικά πρόκειται και ένα θεατρικό κείμενο, στο οποίο πρωταγωνιστούν δύο άτομα.
Ηθογραφία προσώπων
Ο αφηγητής/εργοδότης: Στο απόσπασμα ο πατέρας των παιδιών και εργοδότης της δασκάλας είναι ο ίδιος ο αφηγητής, ο οποίος φαίνεται να ξέρει τα πάντα ακόμη και τις σκέψεις της δασκάλας. Είναι εύπορος και ανήκει στην ανώτερη αστική τάξη. Στην αρχή παρουσιάζεται επιθετικός και προσπαθεί με κάθε τρόπο να εκμεταλλευτεί την υπάλληλο και να κερδοσκοπήσει εις βάρος της. Η στάση του γίνεται όλο και πιο σκληρή όταν αντιλαμβάνεται ότι η δασκάλα δεν αντιδρά. Ωστόσο, στο τέλος του αποσπάσματος αποκαλύπτει την φάρσα και το ύφος του γίνεται διδακτικό: προσπαθεί να καταλάβει τη δασκάλα και να της μάθει ότι πρέπει να διεκδικεί τα δικαιώματά της. Με αυτό τον τρόπο κατορθώνει να αντιστρέψει τα αρχικά αρνητικά συναισθήματα των αναγνωστών προς το πρόσωπό του και να κερδίσει τελικά τη συμπάθειά τους. Ο αρχικά σκληρόκαρδος εργοδότης μετατρέπεται σε έναν οργανωμένο και ευρηματικό άνθρωπο, ο οποίος έχει προβλέψει τη συμπεριφορά της Ιουλίας. Σκοπός του είναι η αφύπνιση της Ιουλίας, γεγονός που αποδεικνύει ότι τρέφει αισθήματα συμπάθειας προς το πρόσωπό της.
Η Ιουλία: Πρόκειται για ένα άβουλο ον που αδυνατεί να πάρει τη ζωή στα χέρια της. Δεν υπερασπίζεται τον εαυτό της, δεν αντιδρά και δέχεται παθητικά την μοίρα της. Η υποτακτικότητά της φαίνεται και από το γεγονός ότι συνεχώς επαναλαμβάνει τις τελευταίες λέξεις του εργοδότη της. Η αδικία που υφίσταται της προκαλεί μια νευρικότητα και όχι οργή, όπως φαίνεται από τις κινήσεις του σώματός της. Ακόμη και στις λίγες περιπτώσεις που προσπαθεί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, είναι τόσο δειλή και συγκρατημένη που υποχωρεί αμέσως στην πρώτη αντίδραση του εργοδότης της. Είναι τόσο φοβισμένη, ώστε ακόμη και όταν ο εργοδότης της τής αποκαλύπτει τη φάρσα, εκείνη απλώς ψιθυρίζει και βγαίνει από το γραφείο του. Τονίζουμε ωστόσο, ότι ο χαρακτήρας της Ιουλίας είναι ο χαρακτήρας που είχε η πλειοψηφία των γυναικών εκείνη την εποχή.
ΑΠΑΝΤΗΣΕΙΣ ΣΤΙΣ ΕΡΩΤΗΣΕΙΣ ΤΟΥ ΣΧΟΛΙΚΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
1. Ποιο πρόσωπο αφηγείται το περιστατικό και ποια εντύπωση σχηματίζετε για το χαρακτήρα και το ήθος του;
Το πρόσωπο που αφηγείται το περιστατικό με την άβουλη δασκάλα είναι ο εργοδότης της και πατέρας των μαθητών της. Δηλαδή, ο εργοδότης και ο αφηγητής ταυτίζονται. Η πρώτη εντύπωση που αποκομίζουμε από το ύφος και τις πράξεις του είναι ότι είναι ένας άνθρωπος σκληρόκαρδος, αδίστακτος, μικροπρεπής, φιλάργυρος, πονηρός και απάνθρωπος, αφού δεν διστάζει όχι μόνο να εκμεταλλευτεί οικονομικά την δασκάλα των παιδιών του, αλλά και να την κατακλέψει και να της χρεώσει ευθύνες που δεν έχει. να επιβλέπει τους εργαζόμενους στο σπίτι, να μην αρρωσταίνει, να μην είναι απρόσεκτη. Τη μειώνει, την εξευτελίζει, την τρομοκρατεί, την εξαπατά. Γι’ αυτό και μας προξενεί αντιπάθεια και απέχθεια.
Στο τέλος του αφηγήματος όμως τα αισθήματά μας προς τον εργοδότη αλλάζουν άρδην, καθώς μάς εξομολογείται ότι όλα ήταν ένα παιδαγωγικό τέχνασμα. Έπλεξε μια φάρσα, για να φέρει την Ιουλία αντιμέτωπη με τις ευθύνες της και να τη χαλυβδώσει ηθικά, ώστε να επιβιώσει στον σκληρό και άδικο κόσμο. Έτσι, αποκαθίσταται στην εκτίμησή μας. Κερδίζει τη συμπάθειά μας, ίσως και το θαυμασμό μας, αφού δεν επωφελείται από την παθητικότητά της, αν και θα μπορούσε. Ούτε και αδιαφορεί για την αδυναμία της Ιουλίας. Αντιθέτως, της δείχνει πατρικό ενδιαφέρον και στοργή και μάλιστα σε μια εποχή που τα δικαιώματα των εργαζομένων δεν ήταν θεσμοθετημένα. Τελικά φαίνεται άνθρωπος έντιμος, δίκαιος, και καλόψυχος. Το γεγονός ότι σκαρφίστηκε και σκηνοθέτησε τέτοιο πρωτότυπο παιδαγωγικό κόλπο δείχνει ότι είναι ευφάνταστος και έξυπνος. Αν αναλογιστούμε δε και τις ιστορικές συνθήκες της εποχής, οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι είναι άνθρωπος κοινωνικά ευσυνείδητος, φιλελεύθερος και πολύ προοδευτικός.
2. Ο αφηγητής χαρακτηρίζει την Ιουλία «άβουλη». Ποιες ενέργειές της δικαιολογούν αυτό το χαρακτηρισμό;
Ο αφηγητής χαρακτηρίζει την Ιουλία «άβουλη» δικαιολογημένα. Η δασκάλα στην αρχή ψελλίζει κάποιες αντιρρήσεις (σαράντα/ δύο μήνες και πέντε μέρες ), μπροστά όμως στο αυστηρό και κατηγορηματικό ύφος του εργοδότη υποχωρεί και μαζεύεται. Οι προτάσεις μένουν ανολοκλήρωτες (Όχι, δεν έγινε τέτοιο πράγμα….), τα επιχειρήματά της μένουν μετέωρα (Μα εγώ….που δανείστηκα). Αντί να υπερασπιστεί τον εαυτό της, να παλέψει για το δίκιο της, φτάνει να συμφωνεί με τις άδικες κατηγορίες του άντρα (Καλά…), επειδή θέλει να συντομεύσει το μαρτύριό της. Ούτε καν εκφράζει τα συναισθήματά της και την δίκαιη αγανάκτησή της. Ο λόγος της είναι ελλειπτικός, η φωνή της χαμηλή σαν ψίθυρος και τρεμουλιαστή σαν μουρμουρητό, πράγμα που προδίδει το φόβο, τον πανικό της και της έλλειψη δυναμισμού της. Ακόμη και η στάση του σώματος (τσαλακώνει νευρικά την άκρη του φουστανιού) την εκθέτει, γιατί αποκαλύπτει την αμηχανία της.
Οι αντιδράσεις της περιορίζονται στο νευρικό βήχα, τις ανεξέλεγκτες συσπάσεις του προσώπου, στις σταγόνες του ιδρώτα και των δακρύων, το κοκκίνισμα και τη σιωπή. Αυτή τη σιωπή την υπογραμμίζει ο συγγραφέας : μα δεν είπε λέξη / δεν έβγαλε άχνα. Και για αυτή τη σιωπή την κατηγορεί. Η Ιουλία είναι κατά το ήμισυ υπεύθυνη για την άδικη και σκληρή μεταχείριση, γιατί θυματοποιεί τον εαυτό της. Δείχνει απροστάτευτη, παθητική και ευάλωτη. Η σιωπή και η υπακοή την κάνουν εύκολο θύμα για τον καθένα. Δεν πιστεύει ούτε στον εαυτό της, ούτε στο δίκιο της. Κυρίως, δεν συνειδητοποιεί ότι ακόμα και τα κατοχυρωμένα δικαιώματα πρέπει κανείς να τα διεκδικεί με παρρησία και σθένος. Ακόμα και τις συμφωνίες πρέπει να τις κατοχυρώνει με αγώνα. Όταν ο αφηγητής λέει, λοιπόν, ότι της λείπει η βούληση, εννοεί ότι της λείπει η αποφασιστικότητα, η μαχητικότητα, το θάρρος.
3. Πώς αντιμετωπίζει η Ιουλία τον εργοδότη της και σε ποιο αποτέλεσμα την οδηγεί η στάση της;
Η Ιουλία απέναντι στον εργοδότη της αναλαμβάνει το ρόλο του θύματος. Υφίσταται μια κατάφωρη αδικία, την οποία υπομένει αδιαμαρτύρητα Δεν επαναστατεί, δεν διαφωνεί, δεν αγανακτεί. Τον αντιμετωπίζει με φόβο, σαν να είναι πανίσχυρος δυνάστης. Είναι για αυτή το αφεντικό και όχι ο προϊστάμενός της. Φοβάται μήπως χάσει τη δουλειά της και είναι πεπεισμένη ότι ,αν αντιδράσει, δεν πρόκειται να δικαιωθεί. Ακόμη χειρότερα δείχνει να θεωρεί άδικη την διαμαρτυρία της, σαν να εξέφραζε έτσι αναίδεια και απειθαρχία σ΄αυτόν «που της δίνει ψωμί». Είναι πεπεισμένη ότι η τυφλή υποταγή θα της εξασφαλίσει τουλάχιστον μια στέγη και ένα μισθό της πείνας. Το αποτέλεσμα είναι ότι απογοητεύει τον εργοδότη της και τον κάνει έξαλλο. Η αβουλία της και η δειλία της την υποβιβάζει στα μάτια του. Χάνει την εκτίμησή του. Παίρνει ακέραιο το μισθό της, αλλά δεν παίρνει το μάθημά της.
4. Φανταστείτε τον εαυτό σας στη θέση της δασκάλας. Πώς θα αντιδρούσατε σε ανάλογη περίσταση; Πώς πιστεύετε ότι θα εξυπηρετούσατε περισσότερο τα συμφέροντά σας;
Η ιστορία του Τσέχωφ τοποθετείται σε μια άλλη εποχή, όταν αγαθά όπως τα εργασιακά δικαιώματα, η ισότητα και η ισονομία των πολιτών δεν ήταν αυτονόητα και κατοχυρωμένα, όπως σήμερα σε αρκετές χώρες του πλανήτη, αλλά οι πνευματικοί και πολιτικοί ηγέτες πάλευαν να πείσουν τους αδυνάτους ότι τα δικαιούνται και τα αξίζουν. Τότε οι εργαζόμενοι που αγωνίζονταν για τα δικαιώματά τους είχαν περισσότερα πράγματα να διακινδυνεύσουν, την εργασία τους, την ασφάλειά τους, την ελευθερία τους, ακόμη και τη ζωή τους. Ο Τσέχωφ με την ιστορία του προσπαθεί να αναδείξει το κοινωνικό πρόβλημα της οικονομικής εκμετάλλευσης των εργαζομένων από τους εργοδότες τους και της παραβίασης των δικαιωμάτων τους, με σκοπό να αφυπνίσει τους πολίτες και να τους προτρέψει να αγωνιστούν γι΄αυτά.
Και στην εποχή μας όμως υπάρχουν φαινόμενα καταπίεσης, εκμετάλλευσης και αδικίας των εργαζομένων. Η διαφορά με την εποχή του συγγραφέα είναι ότι οι πολίτες των πολιτισμένων χωρών έχουν σε μεγάλο βαθμό συνειδητοποιήσει τα δικαιώματά τους , αλλά και εκπαιδεύονται (από την οικογένεια, το σχολείο κ.λπ.) να κρίνουν, να διαφωνούν και να διεκδικούν. Τις περισσότερες φορές δε πιο πολύ εκτιμάται ο άνθρωπος που έχει λόγο και θάρρος, παρά ένα άβουλο και πειθήνιο πλάσμα.
Έτσι, αν υποθέσουμε ότι βρισκόμαστε στη θέση να μας αδικούν, να μας εξαπατούν και να προσβάλλουν τη νοημοσύνη μας, όπως στο διήγημα, θα καταφεύγαμε αρχικά στο διάλογο. Με ψύχραιμο αλλά κατηγορηματικό τρόπο θα εκφράζαμε τις αντιρρήσεις μας και τις ενστάσεις μας. Θα μιλούσαμε ανοιχτά και αποφασιστικά. Δεν θα παραβιάζαμε όμως τις αρχές μας και δεν θα διακυβεύαμε την αξιοπρέπειά μας, προκειμένου να διατηρήσουμε τη θέση μας. Είναι σημαντικό να μην υποκύπτουμε σε πιέσεις, που μας θίγουν ή σε εκβιασμούς, με οποιοδήποτε κόστος. Αν η ήρεμη διαπραγμάτευση δεν απέδιδε, θα μπορούσαμε να καταφύγουμε σε ένδικα μέσα και ασφαλώς θα σπεύδαμε να παραιτηθούμε και να λύσουμε μια συνεργασία, αν δεν σέβονται την προσωπικότητα και το έργο μας. Μια τέτοια μαχητική στάση θα έσωζε τουλάχιστον την αξιοπρέπειά μας, θα μας ωρίμαζε, θα μας έκανε σίγουρα περήφανους και ασφαλώς θα περιόριζε τις αυθαιρεσίες πολλών εργοδοτών.
ΦΥΛΛΟ ΕΡΓΑΣΙΑΣ
1. Ποια φάρσα έστησε ο αφηγητής στην Ιουλία και ποιες δικαιολογίες χρησιμοποίησε για να τη στηρίξει ;
Μονάδες 6
2α) Να χωρίσετε το κείμενο σε δύο ενότητες και να δώσετε για καθεμιά έναν πλαγιότιτλο.
β) Να εντοπίσετε στο κείμενο εικόνες που περιγράφουν την ψυχολογική κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Ιουλία.
Μονάδες 6
ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΓΡΑΠΤΟΥ ΛΟΓΟΥ : Επιλέξτε ένα από τα δύο θέματα (περίπου 150 -200 λέξεις).
1.Ο Γερμανός συγγραφέας Μπέρτολντ Μπρέχτ έγραψε :“Αυτός που αγωνίζεται μπορεί να χάσει, όμως αυτός που δεν αγωνίζεται ήδη έχει χάσει.”. Να σχολιάσετε την άποψη αυτή λαμβάνοντας υπόψη τη στάση της Ιουλίας.
2. Γράψτε ένα διαφορετικό τέλος της ιστορίας, όπου η Ιουλία ορθώνει το ανάστημά της απέναντι στον εργοδότη της και διεκδικεί τα δικαιώματά της.
Μονάδες 8