«Η Γαλλία, ο στρατός, η Ιωσηφίνα». Αυτά ήταν, υποτίθεται, τα τελευταία λόγια του Ναπολέοντα Βοναπάρτη όταν πέθανε στο νησί της Αγίας Ελένης, ένα από τα πιο απομονωμένα εδάφη στον κόσμο, στο οποίο είχε εξοριστεί μετά την ήττα και την εκθρόνιση του ως αυτοκράτορας της Γαλλίας.
Τρεις λέξεις που συνέβαλαν στο να μυθοποιηθεί η σχέση του 1,68 μ. ύψους στρατηγού με τη σύζυγό του, με την οποία έζησε 13 χρόνια. Όπως και τα παθιασμένα γράμματα που της έστελνε από την Ιταλία, όπου πήγε στην πρώτη του μεγάλη εκστρατεία, μετά τον γάμο του, γεμάτα έρωτα και ερωτισμό.
Φαίνεται, ωστόσο, ότι παρά τον μύθο, η υποτιθέμενη μεγάλη ιστορία αγάπης μεταξύ του Ναπολέοντα και της Ιωσηφίνας ήταν πάντα περισσότερο προπαγάνδα παρά πραγματικότητα. Πολλοί μελετητές και ιστορικοί έχουν διαψεύσει την επίσημη ιστορία που πάντα πουλούσε στο ναπολεόντειο καθεστώς: Αυτή που έλεγε ότι ενώ ο ήρωας θριάμβευε στο πεδίο της μάχης εναντίον των εχθρών της Δημοκρατίας, η Ιωσηφίνα, η ερωμένη του και γλυκιά σύζυγός του, τον περίμενε στο Παρίσι, λαχταρώντας τον από μακριά, κεντώντας τη μέρα και κλαίγοντας τη νύχτα, όπως η αγαπημένη Πηνελόπη του Οδυσσέα.
Η Μαρί Ζοζέφ Ροζ γεννήθηκε στο Λε Τρουάζ-Ιλέτ της Μαρτινίκας, σε μία πλούσια γαλλική οικογένεια Κρεολών. Ήταν η πρώτη κόρη του ιππότη Ιωσήφ-Γκασπάρ Τασέρ (1735-1790), κυρίου του Λα Παζρί, υποπλοιάρχου των Μοιρών του Ναυτικού και της συζύγου του Ροζ-Κλαιρ ντε Βερζέρ ντε Σαννουά (1736-1807), που ο εκ μητρός θείος της Άντονυ Μπράουν ίσως ήταν Ιρλανδός. Ο πατέρας της ήταν Γαλλο-Κρεολός, πλούσιος ιδιοκτήτης φυτείας ζαχαροκάλαμου στη Μαρτινίκα.
Όταν το 1766 τυφώνες κατέστρεψαν την ιδιοκτησία της, η οικογένεια αγωνίστηκε οικονομικά. Η εκ πατρός θεία της Εντμέα (γαλλ. Ντεζιρέ) ήταν ερωμένη του Φραγκίσκου, μαρκησίου του Μπωαρναί, ενός αριστοκράτη στη Γαλλία. Όταν επρόκειτο να αποβιώσει ο Φραγκίσκος, η Εντμέα κανόνισε τον πλεονεκτικό γάμο της ανιψιάς της Αικατερίνης με τον γιο του Φραγκίσκου, τον Αλέξανδρο. Ο γάμος αυτός θα ήταν εξαιρετικά επωφελής για τους Τασέρ, διότι τα χρήματα του Μπωαρναί θα περιερχόταν στα χέρια τους. Πάντως, η 12ετής Αικατερίνη απεβίωσε το 1777, πριν προλάβει να αναχωρήσει από τη Μαρτινίκα για τη Γαλλία. Για την εξυπηρέτηση των σκοπών της θείας Εντμέας, η Αικατερίνη αντικαταστάθηκε από την μεγαλύτερη αδελφή της Ιωσηφίνα.
Έτσι το 1779 η Ιωσηφίνα πήγε στη Γαλλία με τον πατέρα της. Παντρεύτηκε τον Αλέξανδρο στο Νουαζύ-λε-Γκραν. Απέκτησαν δύο τέκνα: τον Ευγένιο (1781-1824) και την Ορτάνς (1783-1837), που το 1802 παντρεύτηκε τον αδελφό του Ναπολέοντα Α΄, τον Λουδοβίκο Βοναπάρτη. Ο γάμος της Ιωσηφίνας και του Αλεξάνδρου δεν ήταν ευτυχής: ο Αλέξανδρος εγκατέλειπε την οικογένειά του για πάνω από ένα έτος για σύντομες συναντήσεις και συχνές επισκέψεις σε οίκους ανοχής. Αυτό οδήγησε σε διάσταση η οποία αποφασίστηκε από δικαστήριο, κατά την οποία η Ιωσηφίνα και τα παιδιά της ζούσαν με έξοδα του Αλεξάνδρου στο αββαείο του Πεντεμόν, που το είχαν Βερναρδίνες μοναχές. Το 1794, κατά την Τρομοκρατία, η Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, θεωρώντας ότι η Ιωσηφίνα ήταν πολύ κοντά σε αντι-επαναστατικούς οικονομικούς κύκλους, αποφάσισε τη σύλληψή της. Το ένταλμα σύλληψης εκδόθηκε εναντίον της στις 2 Φλορεάλ του έτους Β΄ (21 Απριλίου 1794) και φυλακίστηκε στην ειρκτή Καρμέ ως τις 10 Θερμιδόρ του έτους Β΄ (28 Ιουλίου 1794). Κατά την περίοδο αυτή, στην Ιωσηφίνα επιτρεπόταν μόνο να επικοινωνεί με τα παιδιά της μέσω σημειωμάτων τους στη λίστα πλυσίματος, κάτι που οι φύλακες σύντομα απαγόρευσαν.
Ο σύζυγός της κατηγορήθηκε ότι αμύνθηκε ισχνά το Μάιντς το 1793 και, καθώς θεωρήθηκε αριστοκράτης ύποπτος, καταδικάστηκε σε θάνατο και εκτελέστηκε στη λαιμητόμο μαζί με τον εξάδελφό του Ωγκυστέν στις 23 Ιουλίου 1794, στην Πλατεία της Επανάστασης (νυν Πλατεία Ομονοίας) στο Παρίσι. Η Ιωσηφίνα ελευθερώθηκε πέντε ημέρες μετά, χάρη στην πτώση και εκτέλεση του Ροβεσπιέρου, η οποία έληξε την Τρομοκρατία. Στις 9 Θερμιδόρ έτους Β΄ (27 Ιουλίου 1794) ο Πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης Ζαν-Λαμπέρ Ταλιάν κανόνισε την απελευθέρωση της συζύγου του Τερέζ Καμπαρύς και σύντομα μετά της Ιωσηφίνας. Το 1795 ένας νέος νόμος επέτρεψε στη Ιωσηφίνα να ανακτήσει τις ιδιοκτησίες του Αλεξάνδρου.
H κυρία ντε Μπωαρναί είχε σχέσεις με πολλές ηγετικές μορφές της πολιτικής, όπως τον Πωλ Μπαράς. To 1795 συνάντησε τον Ναπολέοντα Βοναπάρτη, έξι έτη νεότερό της και έγινε η ερωμένη του. Αυτός σε ένα γράμμα του τον Δεκέμβριο της έγραφε: «Ξυπνώ γεμάτος από εσάς. Η εικόνα και η μνήμη των τελευταίων βραδιών μας με τις μεθυστικές απολαύσεις τους δεν έχουν αφήσει σε ησυχία τις αισθήσεις μου». Τον Ιανουάριο του 1796 ο Ναπολέων Βοναπάρτης της πρότεινε να παντρευτούν στις 9 Μαρτίου. Ως τη συνάντησή της με τον Ναπολέοντα ήταν γνωστή με το όνομα Ροζ, αλλά ο Βοναπάρτης προτιμούσε να την αποκαλεί Ζοζεφίν (Ιωσηφίνα), όνομα που αυτή υιοθέτησε από τότε.
Ο γάμος δεν έγινε ευνοϊκά αποδεκτός από την οικογένεια του Ναπολέοντα, η οποία ταράχθηκε που αυτός νυμφεύτηκε μία μεγαλύτερή του χήρα με δύο παιδιά. Η μητέρα του και οι αδελφές του ήταν ιδιαίτερα δυσαρεστημένες με την Ιωσηφίνα, καθώς ένιωθαν αδέξιες και ανεπιτήδευτες με την παρουσία της. Δύο ημέρες μετά τον γάμο ο Βοναπάρτης άφησε το Παρίσι για να οδηγήσει έναν Γαλλικό στρατό στην Ιταλία. Όσο ήταν μακριά της, της έστελνε πολλά ερωτικά γράμματα. Τον Φεβρουάριο του 1797 της έγραψε: «Εσείς, που στη φύση σας δόθηκε πνεύμα, γλυκύτητα και ωραιότητα, εσείς μόνο μπορείτε να συγκινήσετε και να κυβερνήσετε την καρδιά μου, εσείς ξέρετε πολύ καλά την απόλυτη αυτοκρατορία που ασκείτε επάνω της!» Πάντως η Ιωσηφίνα σπάνια του απαντούσε και όταν το έκανε, οι επιστολές της ήταν ξηρές και συχνά χλιαρές. Δεν είναι γνωστό αν η Ιωσηφίνα δεν τον αγαπούσε τόσο όσο την αγαπούσε ο Ναπολέων και αν πέρασαν χρόνια πριν αυτή θερμάνει τα αισθήματά της. Έπειτα από τον γάμο, ο Ναπολέων λέγεται ότι κρατούσε μία εικόνα της στην τσέπη του και τη φιλούσε κάθε ώρα· πάντως η Ιωσηφίνα δεν κοίταξε ποτέ την εικόνα του νέου της συζύγου, που εκείνος της είχε δώσει.
Η Ιωσηφίνα, που είχε μείνει στο Παρίσι, άρχισε το 1796 μία σχέση με τον όμορφο Ιππολύτ Σαρλ, υπολοχαγό των Ουσάρων. Οι φήμες της σχέσης τους έφθασαν στον Ναπολέοντα, που εξοργίστηκε και η αγάπη του γι' αυτήν μεταβλήθηκε ολοκληρωτικά.
Το 1798 ο Ναπολέων οδήγησε έναν γαλλικό εκστρατευτικό σώμα στην Αίγυπτο. Κατά την εκστρατεία του, ο Ναπολέων ξεκίνησε ερωτική σχέση με την Πωλίν Φουρέ, σύζυγο ενός νεαρού αξιωματικού, που έγινε γνωστή ως «η Κλεοπάτρα του Ναπολέοντα». Η σχέση με την Ιωσηφίνα μετά από αυτό δεν ήταν πια η ίδια. Τα γράμματα έγιναν λιγότερο ερωτικά. Δεν αναφέρονται άλλοι εραστές της Ιωσηφίνας, αλλά ο Ναπολέων είχε ερωτικές σχέσεις με πολλές άλλες γυναίκες. Το 1804 είπε: "η δύναμη είναι η ερωμένη μου".
Τον Δεκέμβριο του 1800 η Ιωσηφίνα παρά λίγο να σκοτωθεί στη Συνωμοσία της οδού Σαιν-Νικαίζ, σε μία προσπάθεια εναντίον της ζωής του Ναπολέοντα με βόμβα μέσα σε μία μικρή άμαξα: Στις 24 Δεκεμβρίου αυτή και ο Ναπολέων πήγαιναν να δουν την παράσταση της Δημιουργίας του Γιόζεφ Χάυντν στην Όπερα του Παρισιού, συνοδευόμενοι από αρκετούς φίλους και συγγενείς. Η παρέα ξεκίνησε με δύο άμαξες· στη δεύτερη ήταν η Ιωσηφίνα, η κόρη της Ορτάνς, η έγκυος Καρολίνα Βοναπάρτη-Μυρά (αδελφή του Ναπολέοντα) και ο στρατηγός Ζαν Ραππ. Η Ιωσηφίνα είχε καθυστερήσει, καθώς ήθελε να τυλίξει σωστά το νέο μεταξωτό σάλι της, έτσι ο Ναπολέων προχώρησε με την πρώτη άμαξα. Καθώς περνούσε η άμαξά της, η βόμβα εξερράγη και σκότωσε αρκετούς περαστικούς και ένα από τα άλογα της άμαξας. Έσπασαν τα τζάμια της άμαξας και η Ορτάνς χτυπήθηκε στο χέρι της από τα κομμάτια τους. Δεν υπήρχαν άλλοι τραυματισμοί και η παρέα προχώρησε στην Όπερα.
Το 1804 ο Ναπολέων εξελέγη αυτοκράτορας των Γάλλων, κάνοντάς της αυτοκράτειρα. Η τελετή της στέψης έγινε από τον Πάπα Πίο Ζ΄ στην Παναγία των Παρισίων στις 2 Δεκεμβρίου 1804. Ακολουθώντας ένα προσχεδιασμένο τελετουργικό, ο Ναπολέων έστεψε πρώτα τον εαυτό του και μετά την Ιωσηφίνα, ανακηρύσσοντάς της αυτοκράτειρα.
Για τον ρόλο της ως αυτοκράτειρας, ο Ναπολέων Α΄ όρισε μία Αυλή γι' αυτήν και αποκατέστησε τα αξιώματα, που αποτελούσαν τον περίγυρο της βασίλισσας πριν τη Γαλλική Επανάσταση. Η Αντελαϊντ ντε λα Ροσφουκώ έγινε η πρώτη κυρία της τιμής, η Εμιλί ντε Μπωαρναί έγινε κυρία του κοιτώνος, οι σύζυγοι των αξιωματούχων και στρατηγών του κυρίες Ζαν Σαρλότ ντυ Λυκαί, Κυρία ντε Ρεμυζά, Ελισάβετ Μπωντ ντε Ταλουέ, Λωριστόν, ντ'Αρμπέρκ, Μαρί-Αντουανέτ Ντυσατέλ, Σοφί ντε Σαγκούρ, Σαράν, Κολμπέρ, Σαβαρύ και Αγλαΐα-Λουίζα Ωγκουιέ Νεΰ ως κυρίες του ανακτόρου.
Λίγο πριν τη στέψη συνέβη ένα περιστατικό στο Σατώ ντε Σαιν-Κλου, που σχεδόν διέρρηξε τον γάμο τους: η Ιωσηφίνα έπιασε τον Ναπολέοντα στο υπνοδωμάτιο με την κυρία της ακολουθίας της Ελιζαμπέτ ντε Βωντέ. Ωστόσο ο Ναπολέων απείλησε να τη χωρίσει, καθώς δεν του είχε κάνει παιδί· τελικά με τις προσπάθειες της κόρης της Ορτάνς, συμφιλιώθηκαν.
Όταν έπειτα από λίγα έτη έγινε φανερό πως η Ιωσηφίνα δεν μπορούσε να κάνει παιδί, ο Ναπολέων, που ακόμη την αγαπούσε, άρχισε να σκέφτεται την εκδοχή ενός διαζυγίου. Η τελική απόφαση ελήφθη, όταν ο γιος της Ορτάνς και του αδελφού του, ο Ναπολέων Κάρολος Βοναπάρτης, που είχε ανακηρυχθεί κληρονόμος του Ναπολέοντα, απεβίωσε 5 ετών από κοκίτη το 1807. Ο Βοναπάρτης άρχισε να φτιάχνει κατάλογο υποψήφιων πριγκιπισσών. Σε ένα δείπνο στις 30 Νοεμβρίου του 1809 έκανε γνωστό στην Ιωσηφίνα, ότι για το συμφέρον της Γαλλίας πρέπει να βρει μία σύζυγο, που να μπορούσε να του κάνει απόγονο. Η Ιωσηφίνα συμφώνησε στο διαζύγιο, έτσι ο αυτοκράτορας μπορούσε να νυμφευτεί πάλι με την προσδοκία να αποκτήσει διάδοχο. Η τελετή διάζευξης έγινε στις 10 Ιανουαρίου 1810 και ήταν μία μεγάλη, σοβαρή κοινωνική εκδήλωση, όπου ο καθένας διάβασε μία δήλωση αφοσίωσης στον άλλο.
Στις 11 Μαρτίου ο Ναπολέων νυμφεύτηκε τη Μαρία Λουίζα των Αψβούργων-Λωρραίνης δι΄αντιπροσώπου και τον Απρίλιο έγινε η επίσημη τελετή στο Λούβρο. Ο Ναπολέων ανέφερε ότι, παρά τον γρήγορο έρωτά της προς αυτόν, «νυμφεύτηκε μία μήτρα για τεκνοποιΐα». Ακόμη και μετά τον χωρισμό τους, ο Ναπολέων επέμεινε να διατηρήσει η Ιωσηφίνα τον τίτλο της αυτοκράτειρας: «είναι θέλησή μου να διατηρήσει τη θέση και τον τίτλο της αυτοκράτειρας και ιδιαίτερα να μην αμφιβάλλει για τα αισθήματά μου. Να με κρατήσει πάντα ως τον καλύτερο και πιο αγαπητό φίλο της».
Έπειτα από το διαζύγιό της έζησε στο Σατώ ντε Μαλμαιζόν, κοντά (δυτικά) του Παρισιού. Κράτησε σε καλή σχέση με τον Ναπολέοντα, και έλεγε ότι το μόνο πράγμα που υπήρχε μεταξύ τους ήταν τα χρέη της: «το μόνο που έμεινε μεταξύ μας είναι οι οφειλές μου· σίγουρα όχι ο ανδρισμός του», παρατήρησε ιδιωτικά.
Τον Μάρτιο του 1811 η Μαρία Λουίζα της Αυστρίας έκανε έναν- από πολύ καιρό προσδοκώμενο- διάδοχο, που ο Ναπολέων του έδωσε τον τίτλο του βασιλιά της Ρώμης. Δύο έτη μετά ο Ναπολέων κανόνισε η Ιωσηφίνα να συναντήσει τον νεαρό πρίγκιπα, «που της κόστισε τόσα δάκρυα».
Η Ιωσηφίνα απεβίωσε στο κάστρο του Μαλμαιζόν στο Ρουέιγ-Μαλμαιζόν στις 29 Μαΐου 1814, λίγο μετά από έναν περίπατο με τον Αλέξανδρο Α΄ της Ρωσίας στους κήπους του Μαλμαιζόν. Τάφηκε στον κοντινό ναό του Σαιν Πιερ-Σαιν Πωλ στο Ρουέιγ. Η κόρη της Ορτάνς τάφηκε κοντά της το 1837.
Ο Ναπολέων ενόσω ήταν εξόριστος στην Έλβα, έμαθε το τέλος της μέσω μίας Γαλλικής εφημερίδας και έμεινε κλειδωμένος στο δωμάτιό του για δύο ημέρες, αρνούμενος να δει οποιονδήποτε. Όταν εξορίστηκε στην Αγία Ελένη, είπε σε έναν φίλο του: «την αγαπούσα ειλικρινά την Ιωσηφίνα μου, αλλά δεν τη σεβάστηκα». Παρά τις πολλές σχέσεις του, το διαζύγιο και τον δεύτερο γάμο του, οι τελευταίες λέξεις του αυτοκράτορα στην επιθανάτιο κλίνη του ήταν: «Γαλλία· η Στρατιά· επικεφαλής του Στρατού· Ιωσηφίνα» (France, l'armée, tête d'armée, Joséphine).