κάμνω = κοπιάζω, κουράζομαι
Ενεστώτας
Οριστική
κάμνω, κάμνεις, κάμνει, κάμνομεν, κάμνετε, κάμνουσι(ν)
κάμνω, κάμνῃς, κάμνῃ, κάμνωμεν, κάμνητε, κάμνωσι(ν)
κάμνοιμι, κάμνοις, κάμνοι, κάμνοιμεν, κάμνοιτε, κάμνοιεν
Προστακτική
---, κάμνε, καμνέτω, ---, κάμνετε, καμνόντων (ή καμνέτωσαν)
Απαρέμφατο
κάμνειν
Μετοχή
κάμνων, κάμνουσα, κάμνον
Παρατατικός
Οριστική
ἔκαμνον, ἔκαμνες, ἔκαμνε, ἐκάμνομεν, ἐκάμνετε, ἔκαμνον
Οριστική
καμοῦμαι, καμῇ ή καμεῖ, καμεῖται, καμοῦμεθα, καμεῖσθε, καμοῦνται
καμοίμην, καμοῖο, καμοῖτο, καμοίμεθα, καμοῖσθε, καμοῖντο
καμεῖσθαι
καμούμενος
καμουμένη
καμούμενον
Οριστική
ἔκαμον, ἔκαμες, ἔκαμε(ν), ἐκάμομεν, ἐκάμετε, ἔκαμον
κάμω, κάμῃς, κάμῃ, κάμωμεν, κάμητε, κάμωσι(ν)
κάμοιμι, κάμοις, κάμοι, κάμοιμεν, κάμοιτε, κάμοιεν
Προστακτική
---, κάμε, καμέτω, ---, κάμετε, καμόντων (ή καμέτωσαν)
Απαρέμφατο
καμεῖν
καμών, καμοῦσα, καμόν
Οριστική
κέκμηκα, κέκμηκας, κέκμηκε, κεκμήκαμεν, κεκμήκατε, κεκμήκασι(ν)
Υποτακτική
κεκμηκώς- κεκμηκυῖα- κεκμηκός ὦ
κεκμηκώς- κεκμηκυῖα- κεκμηκός ᾖς
κεκμηκότες- κεκμηκυῖαι- κεκμηκότα ὦμεν
Ευκτική
κεκμηκώς- κεκμηκυῖα- κεκμηκός εἴην
Προστακτική
---
κεκμηκώς- κεκμηκυῖα- κεκμηκός ἴσθι
κεκμηκότες- κεκμηκυῖαι- κεκμηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκμηκέναι
Μετοχή
κεκμηκώς- κεκμηκυῖα- κεκμηκός
Οριστική
ἐκεκμήκειν, ἐκεκμήκεις, ἐκεκμήκει, ἐκεκμήκεμεν, ἐκεκμήκετε, ἐκεκμήκεσαν