τίκτω: γεννώ
Ενεστώτας
Οριστική
τίκτω, τίκτεις, τίκτει, τίκτομεν, τίκτετε, τίκτουσι(ν)
τίκτω, τίκτῃς, τίκτῃ, τίκτωμεν, τίκτητε, τίκτωσι(ν)
τίκτοιμι, τίκτοις, τίκτοι, τίκτοιμεν, τίκτοιτε, τίκτοιεν
Προστακτική
---, τίκτε, τικτέτω, ---, τίκτετε, τικτόντων (ή τικτέτωσαν)
Απαρέμφατο
τίκτειν
Μετοχή
τίκτων, τίκτουσα, τίκτον
Παρατατικός
Οριστική
ἔτικτον, ἔτικτες, ἔτικτε, ἐτίκτομεν, ἐτίκτετε, ἔτικτον
Οριστική
τέξομαι, τέξῃ ή τέξει, τέξεται, τεξόμεθα, τέξεσθε, τέξονται
τεξοίμην, τέξοιο, τέξοιτο, τεξοίμεθα, τέξοισθε, τέξοιντο
Απαρέμφατο
τέξεσθαι
Μετοχή
τεξόμενος
τεξομένη
τεξόμενον
Οριστική
ἔτεκον, ἔτεκες, ἔτεκε(ν), ἐτέκομεν, ἐτέκετε, ἔτεκον
τέκω, τέκῃς, τέκῃ, τέκωμεν, τέκητε, τέκωσι(ν)
τέκοιμι, τέκοις, τέκοι, τέκοιμεν, τέκοιτε, τέκοιεν
Προστακτική
---, τέκε, τεκέτω, ---, τέκετε, τεκόντων (ή τεκέτωσαν)
Απαρέμφατο
τεκεῖν
τεκών, τεκοῦσα, τεκόν
Οριστική
τέτοκα, τέτοκας, τέτοκε, τετόκαμεν, τετόκατε, τετόκασι(ν)
Υποτακτική
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ὦ
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ᾖς
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ὦμεν
Ευκτική
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός εἴην
Προστακτική
---
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός ἴσθι
τετοκότες- τετοκυῖαι- τετοκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετοκέναι
Μετοχή
τετοκώς- τετοκυῖα- τετοκός