Στα 200 π.Χ. Κ.Π.
Καβάφης
Λογοτεχνικό είδος
Το ποίημα αυτό είναι το προτελευταίο που δημοσίευσε ο Καβάφης (1931) και
ανήκει στα λεγόμενα ιστορικά.
Τίτλος
Ο Καβάφης με τον τίτλο του ποιήματος και με τα λόγια περηφάνιας ενός ανώνυμου ομιλητή, ορίζει το θέμα του: η ακμή και η παρακμή δύο κόσμων και τρόπων ζωής: της Σπάρτης με τη φυλετική αξιοπρέπεια και εγωισμό και του Ελληνισμού των Ελληνιστικών βασιλείων).
Θέμα
Η υπεροπτική απουσία των Λακεδαιμονίων από την εκστρατεία του Μ.
Αλεξάνδρου και η ακόλουθη
παραμονή τους στο περιθώριο της πολιτισμικής
έκρηξης των ελληνιστικών χρόνων.
Διάρθρωση ενοτήτων
· 1η ενότητα (στ. 1-12): Η επιγραφή που συνόδευε τα λάφυρα από τη μάχη του Γρανικού και η στάση των Λακεδαιμονίων.
· 2η ενότητα (στ. 13-23): Η θαυμαστή πανελλήνια εκστρατεία.
· 3η ενότητα (στ. 24-32): Οι συνέπειες της πανελλήνιας εκστρατείας και το απαξιωτικό σχόλιο για τους
Λακεδαιμονίους.
Νοηματική εμβάθυνση
Ο ομιλητής του ποιήματος σχολιάζει ειρωνικά την υπεροπτική στάση των
Λακεδαιμονίων, καθώς φαντάζεται πως οι Σπαρτιάτες θα αδιαφόρησαν για τη
φράση πλην Λακεδαιμονίων της επιγραφής του Μ. Αλεξάνδρου. Στη συνέχεια,
απαριθμεί τις νίκες της πανελλήνιας εκστρατείας που σημειώθηκαν χωρίς τη
συμμετοχή των Λακεδαιμονίων και εξυμνεί την εκστρατεία που δημιούργησε ένα νέο
ελληνικό κόσμο. Αναφέρει τα σημαντικά κράτη αυτού του κόσμου
και σημειώνει την μεγάλη τους γεωγραφική επικράτεια, την προσαρμοστικότητα τους
στις νέες συνθήκες και τη διάδοση της ελληνικής γλώσσας. Τέλος, καταλήγει στο
συμπέρασμα πως κανείς δεν αξίζει να ασχολείται με τους Λακεδαιμόνιους μετά από τέτοια επιτεύγματα.
Ερμηνεία ιδιαίτερων σημείων
Η φράση από την επιγραφή του Μ. Αλεξάνδρου.
Η φράση με την οποία ξεκινά το ποίημα προέρχεται από την επιγραφή που
συνόδευε τα λάφυρα της μάχης του Γρανικού ποταμού που ο Μ. Αλέξανδρος αφιέρωσε στον Παρθενώνα. Η
φράση αυτή δίνει έμφαση στον πανελλήνιο χαρακτήρα
της εκστρατείας, αλλά εξαιρεί τους Λακεδαιμονίους που αρνήθηκαν να έχουν συμμετοχή. Η φράση αυτή αποτελεί το βασικό δομικό
στοιχείο γύρω από το οποίο
οργανώνεται το ποίημα και μας μεταφέρει χρονικά στο 334 π.Χ.
1η ενότητα. Ο
ομιλητής είναι πρόσωπο φανταστικό. Από τα στοιχεία του ποιήματος,
καταλαβαίνουμε πως πρόκειται για Έλληνα που ζει το 200 π.Χ. Η χρήση α’
πληθυντικού προσώπου μας δείχνει πως μιλά εκπροσωπώντας όλους τους Έλληνες των ελληνιστικών κρατών. Το ποίημα λειτουργεί
ως αφηγηματικός μονόλογος, αφού δεν υπάρχουν άλλα πρόσωπα στα οποία να
απευθύνεται ο ομιλητής.
Ο ειρωνικός
σχολιασμός της στάσης των
Λακεδαιμονίων.
Ο αφηγητής-ομιλητής, κρίνει ειρωνικά αντίδραση των Σπαρτιατών.
Φαντάζεται πως η πιθανή τους αντίδραση στην επιγραφή θα ήταν η αδιαφορία,
γιατί δεν πρέπει να θεώρησαν
και τόσο σημαντική
τη νίκη στον Γρανικό ποταμό γιατί μέσα στην κλειστή
κοινωνία τους και στην έπαρση για την πολεμική τους ανωτερότητα δε νοιάζονταν για
μακρινές συγκρούσεις στις οποίες δε συμμετείχαν οι ίδιοι ως αρχηγοί.
Η αντίληψη των Λακεδαιμονίων για την ηγετική τους θέση ανάμεσα στους
Έλληνες φανερώνει έπαρση ενώ η άρνησή τους να συμμετάσχουν στην εκστρατεία
με άλλους ως αρχηγούς ενέχει βέβαια το στοιχείο της αξιοπρέπειας
(δε δέχονται να υποτιμηθεί η αξία τους),
όμως παράλληλα δείχνει και ένα λαό
που αρνείται να συμβιβαστεί με μια νέα πραγματικότητα και να προσαρμοστεί στα νέα ιστορικά δεδομένα. Ο εγωισμός και η περηφάνια τους, η
αλαζονική στάση τους απέναντι στους άλλους Έλληνες και η αξίωση που είχαν να
αναγνωρίζουν οι υπόλοιποι Έλληνες τη μοναδικότητά τους, τους οδήγησε σε μια αδυναμία να προσαρμοστούν στις νέες
ιστορικές καταστάσεις που θα επιφέρει η πανελλήνια εκστρατεία του Μ.
Αλεξάνδρου. Η στάση τους παρουσιάζεται όχι μόνο η ‘πρέπουσα’ αλλά και η
‘επιβεβλημένη’ από τον χαρακτήρα και τον τρόπο ζωής τους. Ωστόσο, ο ομιλητής,
αν και κατανοεί συγκαταβατικά και ειρωνικά
την άκαμπτη στάση τους, τούς κατηγορεί,
που τυφλωμένοι από το παρελθόν δεν μπόρεσαν να διακρίνουν τον «ελληνικό καινούριο κόσμο» που γεννιόταν.
Ο σχολιαστής της επιγραφής λοιπόν
προσποιείται ότι κατανοεί
την πεισματική στάση των Σπαρτιατών, την θεωρεί δήθεν φυσιολογική, τη βλέπει με κατανόηση
και συγκαταβατικότητα και τη ‘δικαιολογεί’ με λεπτή ειρωνεία. Όμως, στον
τελευταίο στίχο επέρχεται η ανατροπή: η λεπτή ειρωνεία γίνεται σαρκασμός και περιφρόνηση
που εκφράζεται μάλιστα με
θαυμαστικό. Η διαφορά στάσης του
σχολιαστή οφείλεται στο γεγονός ότι καταδείχτηκε η ασημαντότητα των
Λακεδαιμονίων ύστερα από την απαρίθμηση των τόσο λαμπρών νικών και την υπόμνηση της σπουδαιότητας του καινούριου κόσμου που έχει προκύψει
2η ενότητα. Οι μεγάλες
νίκες της εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου και το αποτέλεσμα
της.
Ο ποιητής εξυμνεί σε υψηλούς τόνους την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και τα αποτελέσματά της, υπογραμμίζοντας έτσι με έμφαση τη σπουδαιότητά τους. Απαριθμεί τις ένδοξες και αποφασιστικές μάχες στον Γρανικό, στην Ισσό και στα Άρβηλα, όπου επήλθε η τελειωτική συντριβή του περσικού στρατού. Εξυμνεί θριαμβικά την εκστρατεία και τον ελληνικό κόσμο σε ένα χείμαρρο μεγαλόστομων επιθέτων και ρημάτων: (εσαρώθη, φοβερός, εσαρώθη, θαυμάσια, περίλαμπρη, περιλάλητη, δοξασμένη, μέγας, πολυάριθμοι). Επίσης, απαριθμεί κομπαστικά τις επικράτειες και τους λαούς. Τέλος, τονίζει την απεραντοσύνη του χώρου στον οποίο εκτείνεται η ελληνική επιρροή, η δράση και κυρίως η γλώσσα.
3η ενότητα.
Ο νέος ελληνικός
κόσμος.
Σε αυτή την ενότητα του ποιήματος ο ποιητής με τον ίδιο υψηλό τόνο της
προηγούμενης ενότητας, απαριθμεί τα σημαντικότερα ελληνιστικά κράτη του νέου ελληνικού κόσμου, την μεγάλη
γεωγραφική εξάπλωση , την ανάμειξη
των πολιτισμών, την αφομοίωση των νέων πολιτισμικών στοιχείων και τη διάδοση της ελληνικής
γλώσσας ως τα βάθη της Ανατολής. Κατά τον ομιλητή η διάδοση
της ελληνικής γλώσσας
και του ελληνικού
πολιτισμού, αποτελεί την κορυφαία
συνέπεια της εκστρατείας.
Η απαξιωτική στάση του ομιλητή
απέναντι στους Λακεδαιμονίους.
Στον τελευταίο στίχο του ποιήματος, ο ομιλητής αναφέρεται και
πάλι στη στάση των
Λακεδαιμονίων απέναντι στην πανελλήνια εκστρατεία με έντονα ειρωνικό και απαξιωτικό τρόπο που φτάνει
σε επίπεδα σαρκασμού. Με ένα θαυμαστικό στο τέλος του στίχου, δίνεται
έμφαση στον περιφρονητικό τόνο του ομιλητή
ο οποίος αναρωτιέται, αν είναι δυνατόν να ασχολείται κανείς με τους
Λακεδαιμονίους, μετά από τα τόσα τεράστια επιτεύγματα που πραγματοποιήθηκαν με
τη δημιουργία του νέου ελληνικού κόσμου.
Η λεπτή ειρωνεία
του ποιητή. Η στάση του ομιλητή.
Με τον έντονα υμνητικό τόνο και τον κομπασμό με τον οποίο μιλά για την
εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου και με την περιφρόνηση απέναντι στους Λακεδαιμονίους, ο ομιλητής δείχνει μια έπαρση και μια αλαζονική συμπεριφορά
παρόμοια με αυτή των Λακεδαιμονίων, όταν αρνήθηκαν να συμμετέχουν στην εκστρατεία. Σε αυτή τη στάση του ομιλητή, εντοπίζεται και η λεπτή ειρωνεία του ποιητή.
Η συσσώρευση επιθέτων με τα οποία εξυμνείται η εκστρατεία, σε συνδυασμό με τη
χρονολογία που μας μεταφέρει ο μονόλογος του ομιλητή αποτελεί την βάση της ειρωνείας.
Η χρονολογία 200 π.Χ. ,μας μεταφέρει σε μια
εποχή όπου έχουν αρχίσει να φαίνονται τα πρώτα σημάδια παρακμής του
ελληνιστικού κόσμου. Η ειρωνεία του ποιητή, δεν αφορά όσα λέει για το θρίαμβο
της εκστρατείας, τις λαμπρές νίκες , τη γεωγραφική και πολιτισμική εξάπλωση,
αλλά την περιορισμένη ιστορική οπτική του ομιλητή, που δημιουργεί
και την έπαρση. Ο ομιλητής
δεν μπορεί να κατανοήσει πως λαοί
και πολιτισμοί που δείχνουν
ισχυροί, μπορεί να παρακμάσουν και να βρεθούν στο περιθώριο της ιστορίας.
Εφόσον οι Λακεδαιμόνιοι ,που τώρα
είναι αντικείμενο περιφρόνησης και σαρκασμού λόγω της παρακμής τους , κάποτε
ήταν μια τεράστια ηγεμονική δύναμη ,το ίδιο θα μπορούσε να συμβεί και στον νέο
ελληνικό κόσμο. Η ιστορία επαλήθευσε αυτή την προοπτική κ ο ποιητής το
γνωρίζει. Εκεί λοιπόν,
εντοπίζεται η λεπτή
ειρωνεία του ποιητή
απέναντι στον ομιλητή.
Ο βαθμός ταύτισης
ποιητή-ομιλητή.
Ο ποιητής δεν ταυτίζεται απόλυτα
με τον ομιλητή του. Μπορεί
να συμφωνεί με τον επικριτικό σχολιασμό της στάσης των
Σπαρτιατών , με τη σημασία του ελληνιστικού κόσμου και τη διάδοση του ελληνικού
πολιτισμού στην Ανατολή ως ένα κορυφαίο επίτευγμα. Ωστόσο, διαφοροποιείται από
τον ομιλητή ως προς την περιορισμένη ιστορική οπτική του και την έπαρση που τον διακατέχει. Τη διαφοροποίηση του αυτή από
τον ομιλητή, την εκφράζει με τη λεπτή του ειρωνεία.
Αφηγηματική οργάνωση
Το ποίημα είναι γραμμένο σε α΄ πληθυντικό πρόσωπο («εμείς οι
Αλεξανδρείς…») και έχει μορφή μονολόγου. Αφηγητής του ποιήματος, είναι ένας Έλληνας που εκπροσωπεί, (χρησιμοποιεί το α΄ πληθυντικό πρόσωπο)
τον ελληνικό πληθυσμό των ελληνικών
βασιλείων (στα 200 π.Χ.) και που καυχιέται για τη δύναμη
και την ακμή του «δοξασμένου κόσμου» του, περιφρονώντας ταυτόχρονα τους ξεπεσμένους Λακεδαιμόνιους.
Στιχουργία
Το μέτρο
είναι ιαμβικό και οι στίχοι ανισοσύλλαβοι και ανομοιοκατάληκτοι.
Γλώσσα
Η γλώσσα πλησιάζει την κοινή
δημοτική αλλά με αρκετούς λόγιους τύπους ή τύπους της καθαρεύουσας (πχ «ήσαν», «υπηρέτας», «οι εν Περσίδι»,
«βασιλέα», κλπ.). Αντίθετα με τη γνωστή λιτότητα του Καβάφη, εδώ παρατηρείται πλούτος επιθέτων, ακόμα και συσσώρευσή τους. Μάλιστα, τα πιο πολλά
από αυτά είναι σε σχήμα ασύνδετο.
Ύφος
Σκόπιμα κομπαστικό, ρητορικό,
επιτηδευμένο, για να εκφράσει την περηφάνια
του φανταστικού ομιλητή για τα κορυφαία επιτεύγματα που δημιούργησε η
πανελλήνια εκστρατεία. Η συσσώρευση επιθέτων
και ο παράλληλος ρητορικός
στόμφος καθώς και η έξαρση του τόνου
στο λόγο αποτελούν παρέκκλιση του
ποιητή από την πάγια λιτότητά του. Αυτό, ωστόσο, έχει στόχο να δημιουργήσει
ένα εκφραστικό κλίμα καυχησιολογίας και έπαρσης για τα κατορθώματα του
Ελληνισμού των Ελληνιστικών χρόνων.
Τα χρονικά επίπεδα του ποιήματος
Το ποίημα κινείται σε δύο χρονικά επίπεδα. Το ένα είναι η εποχή της
εκστρατείας του Μ. Αλεξάνδρου το 334 π.Χ. Το δεύτερο
είναι η εποχή που ζει ο
ομιλητής, 134 χρόνια μετα την εκστρατεία του Αλεξάνδρου δηλαδή το 200 π.Χ.
Εντοπίζεται και ένα τρίτο χρονικό επίπεδο, η εποχή γραφής του ποιήματος, το
1931.
Εκφραστικά μέσα (ενδεικτικά)
Μεταφορές: εσαρώθη ο φοβερός στρατός.
Παρομοιώσεις : σαν πολυτίμους υπηρέτας.
Επαναλήψεις: πλην Λακεδαιμονίων(στ.1,4,11,13)-εμείς(στ.22,24)-εσαρώθη
(στ.15,17) –Άρβηλα(στ.16,17)
Ασύνδετο : την νικηφόρα, την περίλαμπρη, την…απαράμιλλη-οι
Αλεξανδρείς, οι Αντιοχείς, οι Σελευκείς.
Πολυσύνδετο : κι οι
πολυάριθμοι…, κι οι εν Μηδία, κι οι εν Περσίδι, κι όσοι άλλοι.