ἀγείρω = συναθροίζω, συγκεντρώνω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀγείρω, ἀγείρεις, ἀγείρει, ἀγείρομεν, ἀγείρετε, ἀγείρουσι(ν)
Υποτακτική
ἀγείρω, ἀγείρῃς, ἀγείρῃ, ἀγείρωμεν, ἀγείρητε, ἀγείρωσι(ν)
Ευκτική
ἀγείροιμι, ἀγείροις, ἀγείροι, ἀγείροιμεν, ἀγείροιτε, ἀγείροιεν
Προστακτική
---, ἄγειρε, ἀγειρέτω, ---, ἀγείρετε, ἀγειρόντων (ή ἀγειρέτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀγείρειν
Μετοχή
ἀγείρων, ἀγείρουσα, ἀγεῖρον
Παρατατικός
Οριστική
ἤγειρον, ἤγηρες, ἤγηρε, ἠγήρομεν, ἠγήρετε, ἤγειρον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγερῶ, ἀγερεῖς, ἀγερεῖ, ἀγεροῦμεν, ἀγερεῖτε, ἀγεροῦσι(ν)
Ευκτική
ἀγεροῖμι, ἀγεροῖς, ἀγεροῖ, ή ἀγεροίην, ἀγεροίης, ἀγεροίη, ἀγεροῖμεν, ἀγεροῖτε, ἀγεροῖεν
Απαρέμφατο
ἀγερεῖν
Μετοχή
ἀγερῶν, ἀγεροῦσα, ἀγεροῦν
Αόριστος
Οριστική
ἤγειρα, ἤγειρας, ἤγειρε(ν), ἠγείραμεν, ἠγείρατε, ἤγειραν
Υποτακτική
ἀγείρω, ἀγείρῃς, ἀγείρῃ, ἀγείρωμεν, ἀγείρητε, ἀγείρωσι(ν)
Ευκτική
ἀγείραιμι, ἀγείραις ή ἀγείρειας, ἀγείραι ή ἀγείρειε(ν), ἀγείραιμεν, ἀγείραιτε, ἀγείραιεν ή ἀγείρειαν
Προστακτική
---, ἄγειρον, ἀγειράτω, ---, ἀγείρατε, ἀγειράντων (ή ἀγειράτωσαν)
Απαρέμφατο
ἀγεῖραι
Μετοχή
ἀγείρας, ἀγείρασα, ἀγεῖραν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀγήγερκα, ἀγήγερκας, ἀγήγερκε, ἀγηγέρκαμεν, ἀγηγέρκατε, ἀγηγέρκασι(ν)
Υποτακτική
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ὦ
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ᾖς
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ᾖ
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα ὦμεν
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα ἦτε
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα ὦσι
Ευκτική
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός εἴην
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός εἴης
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός εἴη
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα εἴημεν (εἶμεν)
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα εἴητε (εἶτε)
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ἴσθι
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ἔστω
---
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα ἔστε
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα ἔστων
Απαρέμφατο
ἀγηγερκέναι
Μετοχή
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἀγηγέρκειν, ἀγηγέρκεις, ἀγηγέρκει, ἀγηγέρκεμεν, ἀγηγέρκετε, ἀγηγέρκεσαν
Μέση Φωνή
Από τους χρόνους της Μέσης Φωνής βρίσκονταν σε κανονική χρήση ο Ενεστώτας και ο Παρατατικός, οι υπόλοιποι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι.
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἀγείρω, ἀγείρεις, ἀγείρει, ἀγείρομεν, ἀγείρετε, ἀγείρουσι(ν)
ἀγείρω, ἀγείρῃς, ἀγείρῃ, ἀγείρωμεν, ἀγείρητε, ἀγείρωσι(ν)
ἀγείροιμι, ἀγείροις, ἀγείροι, ἀγείροιμεν, ἀγείροιτε, ἀγείροιεν
---, ἄγειρε, ἀγειρέτω, ---, ἀγείρετε, ἀγειρόντων (ή ἀγειρέτωσαν)
ἀγείρειν
ἀγείρων, ἀγείρουσα, ἀγεῖρον
Παρατατικός
Οριστική
ἤγειρον, ἤγηρες, ἤγηρε, ἠγήρομεν, ἠγήρετε, ἤγειρον
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγερῶ, ἀγερεῖς, ἀγερεῖ, ἀγεροῦμεν, ἀγερεῖτε, ἀγεροῦσι(ν)
ἀγεροῖμι, ἀγεροῖς, ἀγεροῖ, ή ἀγεροίην, ἀγεροίης, ἀγεροίη, ἀγεροῖμεν, ἀγεροῖτε, ἀγεροῖεν
ἀγερεῖν
ἀγερῶν, ἀγεροῦσα, ἀγεροῦν
Αόριστος
Οριστική
ἤγειρα, ἤγειρας, ἤγειρε(ν), ἠγείραμεν, ἠγείρατε, ἤγειραν
ἀγείρω, ἀγείρῃς, ἀγείρῃ, ἀγείρωμεν, ἀγείρητε, ἀγείρωσι(ν)
ἀγείραιμι, ἀγείραις ή ἀγείρειας, ἀγείραι ή ἀγείρειε(ν), ἀγείραιμεν, ἀγείραιτε, ἀγείραιεν ή ἀγείρειαν
---, ἄγειρον, ἀγειράτω, ---, ἀγείρατε, ἀγειράντων (ή ἀγειράτωσαν)
ἀγεῖραι
ἀγείρας, ἀγείρασα, ἀγεῖραν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀγήγερκα, ἀγήγερκας, ἀγήγερκε, ἀγηγέρκαμεν, ἀγηγέρκατε, ἀγηγέρκασι(ν)
Υποτακτική
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ὦ
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ᾖς
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα ὦμεν
Ευκτική
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός εἴην
Προστακτική
---
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός ἴσθι
ἀγηγερκότες- ἀγηγερκυῖαι- ἀγηγερκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἀγηγερκέναι
ἀγηγερκώς- ἀγηγερκυῖα- ἀγηγερκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἀγηγέρκειν, ἀγηγέρκεις, ἀγηγέρκει, ἀγηγέρκεμεν, ἀγηγέρκετε, ἀγηγέρκεσαν
Μέση Φωνή
Από τους χρόνους της Μέσης Φωνής βρίσκονταν σε κανονική χρήση ο Ενεστώτας και ο Παρατατικός, οι υπόλοιποι χρόνοι είναι μεταγενέστεροι.
Ενεστώτας
Οριστική
ἀγείρομαι, ἀγείρῃ/ἀγείρει, ἀγείρεται, ἀγειρόμεθα, ἀγείρεσθε, ἀγείρονται
ἀγείρωμαι, ἀγείρῃ, ἀγείρηται, ἀγειρώμεθα, ἀγείρησθε, ἀγείρωνται
ἀγειροίμην, ἀγείροιο, ἀγείροιτο, ἀγειροίμεθα, ἀγείροισθε, ἀγείροιντο
---, ἀγείρου, ἀγειρέσθω, ---, ἀγείρεσθε, ἀγειρέσθων ή ἀγειρέσθωσαν
ἀγείρεσθαι
ἀγειρόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ἠγειρόμην, ἠγείρου, ἠγείρετο, ἠγειρόμεθα, ἠγείρεσθε, ἠγείροντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἀγεροῦμαι, ἀγερῇ/ἀγερεῖ, ἀγερεῖται, ἀγεροῦμεθα, ἀγερεῖσθε, ἀγεροῦνται
ἀγεροίμην, ἀγεροῖο, ἀγεροῖτο, ἀγεροίμεθα, ἀγεροῖσθε, ἀγεροῖντο
ἀγερεῖσθαι
ἀγερούμενος
Αόριστος
Οριστική
ἠγειράμην, ἠγείρω, ἠγείρατο, ἠγειράμεθα, ἠγείρασθε, ἠγείραντο
ἀγείρωμαι, ἀγείρῃ, ἀγείρηται, ἀγειρώμεθα, ἀγείρησθε, ἀγείρωνται
ἀγειραίμην, ἀγείραιο, ἀγείραιτο, ἀγειραίμεθα, ἀγείραισθε, ἀγείραιντο
---, ἄγειραι, ἀγειράσθω, ----, ἀγείρασθε, ἀγειράσθων ή ἀγειράσθωσαν
ἀγείρασθαι
ἀγειράμενος, ἀγειραμένη, ἀγειράμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἠγέρθην, ἠγέρθης, ἠγέρθη, ἠγέρθημεν, ἠγέρθητε, ἠγέρθησαν
ἀγερθῶ, ἀγερθῇς, ἀγερθῇ, ἀγερθῶμεν, ἀγερθῆτε, ἀγερθῶσι(ν)
ἀγερθείην, ἀγερθείης, ἀγερθείη, ἀγερθείημεν ή ἀγερθεῖμεν,
ἀγερθείητε ή ἀγερθεῖτε, ἀγερθείησαν ή ἀγερθεῖεν
Προστακτική
---, ἀγέρθητι, ἀγερθήτω, ---, ἀγέρθητε, ἀγερθέντων ή ἀγερθήτωσαν
Απαρέμφατο
ἀγερθῆναι
Μετοχή
ἀγερθείς
ἀγερθεῖσα
ἀγερθέν
Παρακείμενος
Οριστική
ἀγήγερμαι, ἀγήγερσαι, ἀγήγερται, ἀγηγέρμεθα, ἀγήγερθε, ἀγηγερμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον ὦ
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον ᾖς
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον ᾖ
ἀγηγερμένοι- ἀγηγερμέναι-ἀγηγερμένα ὦμεν
ἀγηγερμένοι- ἀγηγερμέναι-ἀγηγερμένα ἦτε
ἀγηγερμένοι- ἀγηγερμέναι-ἀγηγερμένα ὦσι
Ευκτική
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον εἴην
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον εἴης
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον εἴη
ἀγηγερμένοι- ἀγηγερμέναι-ἀγηγερμένα εἴημεν (εἶμεν)
ἀγηγερμένοι- ἀγηγερμέναι-ἀγηγερμένα εἴητε (εἶτε)
ἀγηγερμένοι- ἀγηγερμέναι-ἀγηγερμένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, ἀγήγερσο, ἀγηγέρθω, --- ἀγήγερθε, ἀγηγέρθων ή ἀγηγέρθωσαν
Απαρέμφατο
ἀγηγέρθαι
Μετοχή
ἀγηγερμένος,
ἀγηγερμένη,
ἀγηγερμένον
Υπερσυντέλικος
ἀγηγέρμην, ἀγήγερσο, ἀγήγερτο, ἀγηγέρμεθα, ἀγήγερθε, ἀγηγερμένοι ἦσαν
---, ἀγέρθητι, ἀγερθήτω, ---, ἀγέρθητε, ἀγερθέντων ή ἀγερθήτωσαν
ἀγερθῆναι
ἀγερθείς
Παρακείμενος
Οριστική
ἀγήγερμαι, ἀγήγερσαι, ἀγήγερται, ἀγηγέρμεθα, ἀγήγερθε, ἀγηγερμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον ὦ
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον ᾖς
ἀγηγερμένοι- ἀγηγερμέναι-ἀγηγερμένα ὦμεν
Ευκτική
ἀγηγερμένος- ἀγηγερμένη-ἀγηγερμένον εἴην
Προστακτική
---, ἀγήγερσο, ἀγηγέρθω, --- ἀγήγερθε, ἀγηγέρθων ή ἀγηγέρθωσαν
Απαρέμφατο
ἀγηγέρθαι
ἀγηγερμένος,
ἀγηγερμένη,
Υπερσυντέλικος
ἀγηγέρμην, ἀγήγερσο, ἀγήγερτο, ἀγηγέρμεθα, ἀγήγερθε, ἀγηγερμένοι ἦσαν