διδάσκω = πληροφορώ, διαφωτίζω, αποδεικνύω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διδάσκω, διδάσκεις, διδάσκει, διδάσκομεν, διδάσκετε, διδάσκουσι(ν)
διδάσκω, διδάσκῃς, διδάσκῃ, διδάσκωμεν, διδάσκητε, διδάσκωσι(ν)
διδάσκοιμι, διδάσκοις, διδάσκοι, διδάσκοιμεν, διδάσκοιτε, διδάσκοιεν
Προστακτική
---, δίδασκε, διδασκέτω, ---, διδάσκετε, διδασκόντων (ή διδασκέτωσαν)
Απαρέμφατο
διδάσκειν
Μετοχή
διδάσκων, διδάσκουσα, διδάσκον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδίδασκον, ἐδίδασκες, ἐδίδασκε, ἐδιδάσκομεν, ἐδιδάσκετε, ἐδίδασκον
Μέλλοντας
Οριστική
διδάξω, διδάξεις, διδάξει, διδάξομεν, διδάξετε, διδάξουσι(ν)
διδάξοιμι, διδάξοις, διδάξοι, διδάξοιμεν, διδάξοιτε, διδάξοιεν
Απαρέμφατο
διδάξειν
Μετοχή
διδάξων, διδάξουσα, διδάξον
Αόριστος
Οριστική
ἐδίδαξα, ἐδίδαξας, ἐδίδαξε(ν), ἐδιδάξαμεν, ἐδιδάξατε, ἐδίδαξαν
διδάξω, διδάξῃς, διδάξῃ, διδάξωμεν, διδάξητε, διδάξωσι(ν)
διδάξαιμι, διδάξαις / διδάξειας, διδάξαι / διδάξειε(ν), διδάξαιμεν, διδάξαιτε, διδάξαιεν / διδάξειαν
Προστακτική
---, δίδαξον, διδαξάτω, ---, διδάξατε, διδαξάντων (ή διδαξάτωσαν)
Απαρέμφατο
διδάξαι
Μετοχή
διδάξας, διδάξασα, διδάξαν
Παρακείμενος
Οριστική
δεδίδαχα, δεδίδαχας, δεδίδαχε, δεδιδάχαμεν, δεδιδάχατε, δεδιδάχασι(ν)
Υποτακτική
δεδιδαχώς- δεδιδαχυῖα- δεδιδαχός ὦ
δεδιδαχώς- δεδιδαχυῖα- δεδιδαχός ᾖς
δεδιδαχότες- δεδιδαχυῖαι- δεδιδαχότα ὦμεν
Ευκτική
δεδιδαχώς- δεδιδαχυῖα- δεδιδαχός εἴην
Προστακτική
---
δεδιδαχώς- δεδιδαχυῖα- δεδιδαχός ἴσθι
δεδιδαχότες- δεδιδαχυῖαι- δεδιδαχότα ἔστε
Απαρέμφατο
δεδιδαχέναι
Μετοχή
δεδιδαχώς- δεδιδαχυῖα- δεδιδαχός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐδεδιδάχειν, ἐδεδιδάχεις, ἐδεδιδάχει, ἐδεδιδάχεμεν, ἐδεδιδάχετε, ἐδεδιδάχεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διδάσκομαι, διδάσκῃ/διδάσκει, διδάσκεται, διδασκόμεθα, διδάσκεσθε, διδάσκονται
διδάσκωμαι, διδάσκῃ, διδάσκηται, διδασκώμεθα, διδάσκησθε, διδάσκωνται
διδασκοίμην, διδάσκοιο, διδάσκοιτο, διδασκοίμεθα, διδάσκοισθε, διδάσκοιντο
Προστακτική
---, διδάσκου, διδασκέσθω, ---, διδάσκεσθε, διδασκέσθων ή διδασκέσθωσαν
Απαρέμφατο
διδάσκεσθαι
Μετοχή
διδασκόμενος
διδασκομένη
διδασκόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδιδασκόμην, ἐδιδάσκου, ἐδιδάσκετο, ἐδιδασκόμεθα, ἐδιδάσκεσθε, ἐδιδάσκοντο
Μέλλοντας
Οριστική
διδάξομαι, διδάξῃ/διδάξει, διδάξεται, διδαξόμεθα, διδάξεσθε, διδάξονται
διδαξοίμην, διδάξοιο, διδάξοιτο, διδαξοίμεθα, διδάξοισθε, διδάξοιντο
Απαρέμφατο
διδάξεσθαι
Μετοχή
διδαξόμενος
διδαξομένη
διδαξόμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
διδαχθήσομαι, διδαχθήσῃ/διδαχθήσει, διδαχθήσεται, διδαχθησόμεθα, διδαχθήσεσθε, διδαχθήσονται
διδαχθησοίμην, διδαχθήσοιο, διδαχθήσοιτο, διδαχθησοίμεθα, διδαχθήσοισθε, διδαχθήσοιντο
Απαρέμφατο
διδαχθήσεσθαι
Μετοχή
διδαχθησόμενος
διδαχθησομένη
διδαχθησόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδιδαξάμην, ἐδιδάξω, ἐδιδάξατο, ἐδιδαξάμεθα, ἐδιδάξασθε, ἐδιδάξαντο
διδάξωμαι, διδάξῃ, διδάξηται, διδαξώμεθα, διδάξησθε, διδάξωνται
διδαξαίμην, διδάξαιο, διδάξαιτο, διδαξαίμεθα, διδάξαισθε, διδάξαιντο
Προστακτική
---, δίδαξαι, διδαξάσθω, ---, διδάξασθε, διδαξάσθων ή διδαξάσθωσαν
Απαρέμφατο
διδάξασθαι
Μετοχή
διδαξάμενος
διδαξαμένη
διδαξάμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐδιδάχθην, ἐδιδάχθης, ἐδιδάχθη, ἐδιδάχθημεν, ἐδιδάχθητε, ἐδιδάχθησαν
διδαχθῶ, διδαχθῇς, διδαχθῇ, διδαχθῶμεν, διδαχθῆτε, διδαχθῶσι(ν)
διδαχθείην, διδαχθείης, διδαχθείη, διδαχθείημεν ή διδαχθεῖμεν, διδαχθείητε ή διδαχθεῖτε, διδαχθείησαν ή διδαχθεῖεν
---, διδάχθητι, διδαχθήτω, ---, διδάχθητε, διδαχθέντων ή διδαχθήτωσαν
Απαρέμφατο
διδαχθῆναι
διδαχθείς
διδαχθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
δεδίδαγμαι, δεδίδαξαι, δεδίδακται, δεδιδάγμεθα, δεδίδαχθε, δεδιδαγμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον ὦ
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον ᾖς
δεδιδαγμένοι- δεδιδαγμέναι-δεδιδαγμένα ὦμεν
Ευκτική
δεδιδαγμένος- δεδιδαγμένη-δεδιδαγμένον εἴην
Προστακτική
---, δεδίδαξο, δεδιδάχθω, --- δεδίδαχθε, δεδιδάχθων ή δεδιδάχθωσαν
Απαρέμφατο
δεδιδάχθαι
Μετοχή
δεδιδαγμένος,
δεδιδαγμένη,
δεδιδαγμένον
Υπερσυντέλικος
ἐδεδιδάγμην, ἐδεδίδαξο, ἐδεδίδακτο, ἐδεδιδάγμεθα, ἐδεδίδαχθε, δεδιδαγμένοι ἦσαν