ἕπομαι: ακολουθώ
Ενεστώτας
Οριστική
ἕπομαι, ἕπῃ/ἕπει, ἕπεται, ἑπόμεθα, ἕπεσθε, ἕπονται
ἕπωμαι, ἕπῃ, ἕπηται, ἑπώμεθα, ἕπησθε, ἕπωνται
ἑποίμην, ἕποιο, ἕποιτο, ἑποίμεθα, ἕποισθε, ἕποιντο
---, ἕπου, ἑπέσθω, ---, ἕπεσθε, ἑπέσθων ή ἑπέσθωσαν
ἕπεσθαι
ἑπόμενος
Παρατατικός
Οριστική
εἱπόμην, εἵπου, εἵπετο, εἱπόμεθα, εἵπεσθε, εἵποντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἕψομαι, ἕψῃ/ἕψει, ἕψεται, ἑψόμεθα, ἕψεσθε, ἕψονται
ἑψοίμην, ἕψοιο, ἕψοιτο, ἑψοίμεθα, ἕψοισθε, ἕψοιντο
ἕψεσθαι
ἑψόμενος
Οριστική
ἑσπόμην, ἕσπου, ἕσπετο, ἑσπόμεθα, ἕσπεσθε, ἕσποντο
ἑπίσπωμαι, ἑπίσπῃ, ἑπίσπηται, ἑπισπώμεθα, ἑπίσπησθε, ἑπίσπωνται
ἑπισποίμην, ἑπίσποιο, ἑπίσποιτο, ἑπισποίμεθα, ἑπίσποισθε, ἑπίσποιντο
---, ἑπίσπου, ἑπισπέσθω, ----, ἑπίσπεσθε, ἑπισπέσθων ή ἑπισπέσθωσαν
ἑπισπέσθαι
ἑπισπόμενος, ἑπισπομένη, ἑπισπόμενον
Οριστική
ἠκολούθηκα, ἠκολούθηκας, ἠκουληθηκε, ἠκολουθήκαμεν, ἠκολουθήκατε, ἠκολουθήκασι(ν)
Υποτακτική
ἠκολουθηκώς- ἠκολουθηκυῖα- ἠκολουθηκός ὦ
ἠκολουθηκώς- ἠκολουθηκυῖα- ἠκολουθηκός ᾖς
ἠκολουθηκότες- ἠκολουθηκυῖαι- ἠκολουθηκότα ὦμεν
Ευκτική
ἠκολουθηκώς- ἠκολουθηκυῖα- ἠκολουθηκός εἴην
Προστακτική
---
ἠκολουθηκώς- ἠκολουθηκυῖα- ἠκολουθηκός ἴσθι
ἠκολουθηκότες- ἠκολουθηκυῖαι- ἠκολουθηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἠκολουθηκέναι
ἠκολουθηκώς- ἠκολουθηκυῖα- ἠκολουθηκός
Οριστική
ἠκολουθήκειν, ἠκολουθήκεις, ἠκολουθήκει, ἠκολουθήκεμεν, ἠκολουθήκετε, ἠκολουθήκεσαν