Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἔχω, ἔχεις, ἔχει, ἔχομεν, ἔχετε, ἔχουσι(ν)
ἔχω, ἔχῃς, ἔχῃ, ἔχωμεν, ἔχητε, ἔχωσι(ν)
ἔχοιμι, ἔχοις, ἔχοι, ἔχοιμεν, ἔχοιτε, ἔχοιεν
---, ἔχε, ἐχέτω, ---, ἔχετε, ἐχόντων (ή ἐχέτωσαν)
ἔχειν
ἔχων, ἔχουσα, ἔχον
Παρατατικός
Οριστική
εἶχον, εἶχες, εἶχε, εἴχομεν, εἴχετε, εἶχον
Μέλλοντας
Οριστική
ἕξω, ἕξεις, ἕξει, ἕξομεν, ἕξετε, ἕξουσι(ν)
Ευκτική
ἕξοιμι, ἕξοις, ἕξοι, ἕξοιμεν, ἕξοιτε, ἕξοιεν
Απαρέμφατο
ἕξειν
Μετοχή
ἕξων, ἕξουσα, ἕξον
Οριστική
ἔσχον, ἔσχες, ἔσχε(ν), ἔσχομεν, ἔσχετε, ἔσχον
σχῶ, σχῇς, σχῇ, σχῶμεν, σχῆτε, σχῶσι(ν)
σχοίην, σχοίης, σχοίη, σχοῖμεν, σχοῖτε, σχοῖεν
---, σχές, σχέτω, ---, σχέτε, σχόντων (ή σχέτωσαν)
Απαρέμφατο
σχεῖν
σχῶν, σχοῦσα, σχόν
Οριστική
ἔσχηκα, ἔσχηκας, ἔσχηκε, ἐσχήκαμεν, ἐσχήκατε, ἐσχήκασι(ν)
Υποτακτική
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ὦ
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ᾖς
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ὦμεν
Ευκτική
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός εἴην
Προστακτική
---
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός ἴσθι
ἐσχηκότες- ἐσχηκυῖαι- ἐσχηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
ἐσχηκέναι
ἐσχηκώς- ἐσχηκυῖα- ἐσχηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐσχήκειν, ἐσχήκεις, ἐσχήκει, ἐσχήκεμεν, ἐσχήκετε, ἐσχήκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ἔχομαι, ἔχῃ/ἔχει, ἔχεται, ἐχόμεθα, ἔχεσθε, ἔχονται
ἔχωμαι, ἔχῃ, ἔχηται, ἐχώμεθα, ἔχησθε, ἔχωνται
ἐχοίμην, ἔχοιο, ἔχοιτο, ἐχοίμεθα, ἔχοισθε, ἔχοιντο
---, ἔχου, ἐχέσθω, ---, ἔχεσθε, ἐχέσθων ή ἐχέσθωσαν
ἔχεσθαι
ἐχόμενος
Παρατατικός
Οριστική
εἰχόμην, εἴχου, εἴχετο, εἰχόμεθα, εἴχεσθε, εἴχοντο
Μέλλοντας
Οριστική
ἕξομαι, ἕξῃ/ἕξει, ἕξεται, ἑξόμεθα, ἕξεσθε, ἕξονται
ἑξοίμην, ἕξοιο, ἕξοιτο, ἑξοίμεθα, ἕξοισθε, ἕξοιντο
Απαρέμφατο
ἕξεσθαι / σχήσεσθαι
ἑξόμενος, ἑξομένη, ἑξόμενον
Οριστική
ἐσχόμην, ἔσχου, ἔσχετο, ἐσχόμεθα, ἔσχεσθε, ἔσχοντο
σχῶμαι, σχῇ, σχῆται, σχῶμεθα, σχῆσθε, σχῶνται
σχοίμην, σχοῖο, σχοῖτο, σχοίμεθα, σχοῖσθε, σχοῖντο
---, σχοῦ, σχέσθω, ----, σχέσθε, σχέσθων ή σχέσθωσαν
σχέσθαι
Μετοχή
σχόμενος, σχομένη, σχόμενον
Παρακείμενος
Οριστική
ἔσχημαι, ἔσχησαι, ἔσχηται, ἐσχήμεθα, ἔσχησθε, ἔσχηνται
Υποτακτική
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον ὦ
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον ᾖς
ἐσχημένοι- ἐσχημέναι-ἐσχημένα ὦμεν
Ευκτική
ἐσχημένος- ἐσχημένη-ἐσχημένον εἴην
Προστακτική
---, ἔσχησο, ἐσχήσθω, --- ἔσχησθε, ἐσχήσθων ή ἐσχήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐσχῆσθαι
ἐσχημένος,
Υπερσυντέλικος
ἐσχήμην, ἔσχησο, ἔσχητο, ἐσχήμεθα, ἔσχησθε, ἔσχηντο
Αναλυτική κλίση του ρήματος ἔχω στα αρχαία ελληνικά
2:53 μ.μ.
0
Tags