Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κομίζω, κομίζεις, κομίζει, κομίζομεν, κομίζετε, κομίζουσι(ν)
κομίζω, κομίζῃς, κομίζῃ, κομίζωμεν, κομίζητε, κομίζωσι(ν)
κομίζοιμι, κομίζοις, κομίζοι, κομίζοιμεν, κομίζοιτε, κομίζοιεν
Προστακτική
---, κόμιζε, κομιζέτω, ---, κομίζετε, κομιζόντων (ή κομιζέτωσαν)
Απαρέμφατο
κομίζειν
Μετοχή
κομίζων, κομίζουσα, κομίζον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκόμιζον, ἐκόμιζες, ἐκόμιζε, ἐκομίζομεν, ἐκομίζετε, ἐκόμιζον
Μέλλοντας
Οριστική
κομιῶ, κομιεῖς, κομιεῖ, κομιοῦμεν, κομιεῖτε, κομιοῦσι(ν)
κομιοῖμι, κομιοῖς, κομιοῖ, ή κομιοίην, κομιοίης, κομιοίη, κομιοῖμεν, κομιοῖτε, κομιοῖεν
κομιεῖν
κομιῶν, κομιοῦσα, κομιοῦν
Αόριστος
Οριστική
ἐκόμισα, ἐκόμισας, ἐκόμισε(ν), ἐκομίσαμεν, ἐκομίσατε, ἐκόμισαν
κομίσω, κομίσῃς, κομίσῃ, κομίσωμεν, κομίσητε, κομίσωσι(ν)
κομίσαιμι, κομίσαις ή κομίσειας, κομίσαι ή κομίσειε(ν), κομίσαιμεν, κομίσαιτε, κομίσαιεν ή κομίσειαν
Προστακτική
---, κόμισον, κομισάτω, ---, κομίσατε, κομισάντων (ή κομισάτωσαν)
Απαρέμφατο
κομίσαι
Μετοχή
κομίσας, κομίσασα, κομίσαν
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόμικα, κεκόμικας, κεκόμικε, κεκομίκαμεν, κεκομίκατε, κεκομίκασι(ν)
Υποτακτική
κεκομικώς- κεκομικυῖα- κεκομικός ὦ
κεκομικώς- κεκομικυῖα- κεκομικός ᾖς
κεκομικότες- κεκομικυῖαι- κεκομικότα ὦμεν
Ευκτική
κεκομικώς- κεκομικυῖα- κεκομικός εἴην
Προστακτική
---
κεκομικώς- κεκομικυῖα- κεκομικός ἴσθι
κεκομικότες- κεκομικυῖαι- κεκομικότα ἔστε
Απαρέμφατο
κεκομικέναι
Μετοχή
κεκομικώς- κεκομικυῖα- κεκομικός
Οριστική
ἐκεκομίκειν, ἐκεκομίκεις, ἐκεκομίκει, ἐκεκομίκεμεν, ἐκεκομίκετε, ἐκεκομίκεσαν
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κομίζομαι, κομίζῃ ή κομίζει, κομίζεται, κομιζόμεθα, κομίζεσθε, κομίζονται
κομίζωμαι, κομίζῃ, κομίζηται, κομιζώμεθα, κομίζησθε, κομίζωνται
κομιζοίμην, κομίζοιο, κομίζοιτο, κομιζοίμεθα, κομίζοισθε, κομίζοιντο
Προστακτική
---, κομίζου, κομιζέσθω, ---, κομίζεσθε, κομιζέσθων ή κομιζέσθωσαν
Απαρέμφατο
κομίζεσθαι
Μετοχή
κομιζόμενος
κομιζομένη
κομιζόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐκομιζόμην, ἐκομίζου, ἐκομίζετο, ἐκομιζόμεθα, ἐκομίζεσθε, ἐκομίζοντο
Μέλλοντας
Οριστική
κομιοῦμαι, κομιῇ ή κομιεῖ, κομιεῖται, κομιοῦμεθα, κομιεῖσθε, κομιοῦνται
κομιοίμην, κομιοῖο, κομιοῖτο, κομιοίμεθα, κομιοῖσθε, κομιοῖντο
κομιεῖσθαι
κομιούμενος
κομιουμένη
κομιούμενον
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
κομισθήσομαι, κομισθήσῃ ή κομισθήσει, κομισθήσεται, κομισθησόμεθα, κομισθήσεσθε, κομισθήσονται
κομισθησοίμην, κομισθήσοιο, κομισθήσοιτο, κομισθησοίμεθα, κομισθήσοισθε, κομισθήσοιντο
Απαρέμφατο
κομισθήσεσθαι
Μετοχή
κομισθησόμενος
κομισθησομένη
κομισθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐκομίσθην, ἐκομίσθης, ἐκομίσθη, ἐκομίσθημεν, ἐκομίσθητε, ἐκομίσθησαν
κομισθῶ, κομισθῇς, κομισθῇ, κομισθῶμεν, κομισθῆτε, κομισθῶσι(ν)
κομισθείην, κομισθείης, κομισθείη, κομισθείημεν ή κομισθεῖμεν, κομισθείητε ή κομισθεῖτε, κομισθείησαν ή κομισθεῖεν
---, κομίσθητι, κομισθήτω, ---, κομίσθητε, κομισθέντων ή κομισθήτωσαν
Απαρέμφατο
κομισθῆναι
κομισθείς
κομισθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
κεκόμισμαι, κεκόμισαι, κεκόμισται, κεκομίσμεθα, κεκόμισθε, κεκομισμένοι εἰσί(ν)
Υποτακτική
κεκομισμένος- κεκομισμένη-κεκομισμένον ὦ
κεκομισμένος- κεκομισμένη-κεκομισμένον ᾖς
κεκομισμένοι- κεκομισμέναι-κεκομισμένα ὦμεν
Ευκτική
κεκομισμένος- κεκομισμένη-κεκομισμένον εἴην
Προστακτική
---, κεκόμισο, κεκομίσθω, --- κεκόμισθε, κεκομίσθων ή κεκομίσθωσαν
Απαρέμφατο
κεκομίσθαι
Μετοχή
κεκομισμένος,
κεκομισμένη,
κεκομισμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεκομίσμην, ἐκεκόμισο, ἐκεκόμιστο, ἐκεκομίσμεθα, ἐκεκόμισθε, κεκομισμένοι ἦσαν