Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικῶ, νικᾷς, νικᾷ, νικῶμεν, νικᾶτε, νικῶσι(ν)
νικῶ, νικᾷς, νικᾷ, νικῶμεν, νικᾶτε, νικῶσι(ν)
νικῷμι, νικῷς, νικῷ ή νικῴην, νικῴης, νικῴη, νικῷμεν, νικῷτε, νικῷεν
---, νίκα, νικάτω, ---, νικᾶτε, νικώντων ή νικάτωσαν
νικᾶν
νικῶν, νικῶσα, νικῶν
Παρατατικός
ἐνίκων, ἐνίκας, ἐνίκα, ἐνικῶμεν, ἐνικᾶτε, ἐνίκων
Μέλλοντας
Οριστική
νικήσω, νικήσεις, νικήσει, νικήσομεν, νικήσετε, νικήσουσι(ν)
νικήσοιμι, νικήσοις, νικήσοι, νικήσοιμεν, νικήσοιτε, νικήσοιεν
Απαρέμφατο
νικήσειν
Μετοχή
νικήσων, νικήσουσα, νικῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐνίκησα, ἐνίκησας, ἐνίκησε(ν), ἐνικήσαμεν, ἐνικήσατε, ἐνίκησαν
νικήσω, νικήσῃς, νικήσῃ, νικήσωμεν, νικήσητε, νικήσωσι(ν)
νικήσαιμι, νικήσαις ή νικήσειας, νικήσαι ή νικήσειε(ν), νικήσαιμεν, νικήσαιτε, νικήσαιεν ή νικήσειαν
Προστακτική
---, νίκησον, νικησάτω, ---, νικήσατε, νικησάντων (ή νικησάτωσαν)
Απαρέμφατο
νικῆσαι
νικήσας, νικήσασα, νικῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νενίκηκα, νενίκηκας, νενίκηκε, νενικήκαμεν, νενικήκατε, νενικήκασι(ν)
Υποτακτική
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ὦ
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ᾖς
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ὦμεν
Ευκτική
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός εἴην
Προστακτική
---
νενικηκώς-νενικηκυῖα-νενικηκός ἴσθι
νενικηκότες-νενικηκυῖαι-νενικηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
νενικηκέναι
Μετοχή
νενικηκώς, νενικηκυῖα, νενικηκός
ἐνενικήκειν, ἐνενικήκεις, ἐνενικήκει, ἐνενικήκεμεν, ἐνενικήκετε, ἐνενικήκεσαν
Μέση φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νικῶμαι, νικᾷ, νικᾶται, νικώμεθα, νικᾶσθε, νικῶνται
νικῶμαι, νικᾷ, νικᾶται, νικώμεθα, νικᾶσθε, νικῶνται
νικῴμην, νικῷο, νικῷτο, νικῴμεθα, νικῷσθε, νικῷντο
--- νικῶ, νικάσθω, --- νικᾶσθε, νικάσθων ή νικάσθωσαν
νικᾶσθαι
νικώμενος, νικωμένη, νικώμενον
Παρατατικός
ἐνικώμην, ἐνικῶ, ἐνικᾶτο, ἐνικώμεθα, ἐνικᾶσθε, ἐνικῶντο
Οριστική
νικήσομαι, νικήσῃ/νικήσει, νικήσεται, νικησόμεθα, νικήσεσθε, νικήσονται
νικησοίμην, νικήσοιο, νικήσοιτο, νικησοίμεθα, νικήσοισθε, νικήσοιντο
Απαρέμφατο
νικήσεσθαι
Μετοχή
νικησόμενος
νικησομένη
νικησόμενον
Οριστική
νικηθήσομαι, νικηθήσῃ - νικηθήσει, νικηθήσεται, νικηθησόμεθα, νικηθήσεσθε, νικηθήσονται
νικηθησοίμην, νικηθήσοιο, νικηθήσοιτο, νικηθησοίμεθα, νικηθήσοισθε, νικηθήσοιντο
Απαρέμφατο
νικηθήσεσθαι
Μετοχή
νικηθησόμενος, νικηθησομένη, νικηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνικήθην, ἐνικήθης, ἐνικήθη, ἐνικήθημεν, ἐνικήθητε, ἐνικήθησαν
νικηθῶ, νικηθῇς, νικηθῇ, νικηθῶμεν, νικηθῆτε, νικηθῶσι(ν)
νικηθείην, νικηθείης, νικηθείη, νικηθείημεν ή νικηθεῖμεν, νικηθείητε ή νικηθεῖτε, νικηθείησαν ή νικηθεῖεν
---, νικήθητι, νικηθήτω, ---, νικήθητε, νικηθέντων ή νικηθήτωσαν
Απαρέμφατο
νικηθῆναι
νικηθείς
νικηθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
νενίκημαι, νενίκησαι, νενίκηται, νενικήμεθα, νενίκησθε, νενίκηνται
Υποτακτική
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον ὦ
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον ᾖς
νενικημένοι-νενικημέναι-νενικημένα ὦμεν
Ευκτική
νενικημένος-νενικημένη-νενικημένον εἴην
Προστακτική
---, νενίκησο, νενικήσθω, ---, νενίκησθε, νενικήσθων ή νενικήσθωσαν
Απαρέμφατο
νενικῆσθαι
Μετοχή
νενικημένος, νενικημένη, νενικημένον
ἐνενικήμην, ἐνενίκησο, ἐνενίκητο, ἐνενικήμεθα, ἐνενίκησθε, ἐνενίκηντο