νουθετῶ = συμβουλεύω
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νουθετῶ, νουθετεῖς, νουθετεῖ, νουθετοῦμεν, νουθετεῖτε, νουθετοῦσι(ν)
Υποτακτική
νουθετῶ, νουθετῇς, νουθετῇ, νουθετῶμεν, νουθετῆτε, νουθετῶσι(ν)
Ευκτική
νουθετοῖμι, νουθετοῖς, νουθετοῖ, ή νουθετοίην, νουθετοίης, νουθετοίη, νουθετοῖμεν,
Ενεργητική Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νουθετῶ, νουθετεῖς, νουθετεῖ, νουθετοῦμεν, νουθετεῖτε, νουθετοῦσι(ν)
νουθετῶ, νουθετῇς, νουθετῇ, νουθετῶμεν, νουθετῆτε, νουθετῶσι(ν)
νουθετοῖμι, νουθετοῖς, νουθετοῖ, ή νουθετοίην, νουθετοίης, νουθετοίη, νουθετοῖμεν,
νουθετοῖτε, νουθετοῖεν
Προστακτική
---, νουθέτει, νουθετείτω, ---, νουθετεῖτε, νουθετούντων (ή νουθετείτωσαν)
Απαρέμφατο
νουθετεῖν
Μετοχή
νουθετῶν, νουθετοῦσα, νουθετοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐνουθέτουν, ἐνουθέτεις, ἐνουθέτει, ἐνουθετοῦμεν, ἐνουθετεῖτε, ἐνουθέτουν
Μέλλοντας
Οριστική
νουθετήσω, νουθετήσεις, νουθετήσει, νουθετήσομεν, νουθετήσετε, νουθετήσουσι(ν)
Ευκτική
νουθετήσοιμι, νουθετήσοις, νουθετήσοι, νουθετήσοιμεν, νουθετήσοιτε, νουθετήσοιεν
Απαρέμφατο
νουθετήσειν
Μετοχή
νουθετήσων, νουθετήσουσα, νουθετῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐνουθέτησα, ἐνουθέτησας, ἐνουθέτησε(ν), ἐνουθετήσαμεν, ἐνουθετήσατε, ἐνουθέτησαν
Υποτακτική
νουθετήσω, νουθετήσῃς, νουθετήσῃ, νουθετήσωμεν, νουθετήσητε, νουθετήσωσι(ν)
Ευκτική
νουθετήσαιμι, νουθετήσαις ή νουθετήσειας, νουθετήσαι ή νουθετήσαιε(ν) νουθετήσαιμεν,
---, νουθέτει, νουθετείτω, ---, νουθετεῖτε, νουθετούντων (ή νουθετείτωσαν)
νουθετεῖν
νουθετῶν, νουθετοῦσα, νουθετοῦν
Παρατατικός
Οριστική
ἐνουθέτουν, ἐνουθέτεις, ἐνουθέτει, ἐνουθετοῦμεν, ἐνουθετεῖτε, ἐνουθέτουν
Μέλλοντας
Οριστική
νουθετήσω, νουθετήσεις, νουθετήσει, νουθετήσομεν, νουθετήσετε, νουθετήσουσι(ν)
νουθετήσοιμι, νουθετήσοις, νουθετήσοι, νουθετήσοιμεν, νουθετήσοιτε, νουθετήσοιεν
Απαρέμφατο
νουθετήσειν
Μετοχή
νουθετήσων, νουθετήσουσα, νουθετῆσον
Αόριστος
Οριστική
ἐνουθέτησα, ἐνουθέτησας, ἐνουθέτησε(ν), ἐνουθετήσαμεν, ἐνουθετήσατε, ἐνουθέτησαν
νουθετήσω, νουθετήσῃς, νουθετήσῃ, νουθετήσωμεν, νουθετήσητε, νουθετήσωσι(ν)
νουθετήσαιμι, νουθετήσαις ή νουθετήσειας, νουθετήσαι ή νουθετήσαιε(ν) νουθετήσαιμεν,
νουθετήσαιτε, νουθετήσαιεν ή νουθετήσειαν
Προστακτική
---, νουθέτησον, νουθετησάτω, ---, νουθετήσατε, νουθετησάντων (ή νουθετησάτωσαν)
Απαρέμφατο
νουθετῆσαι
Μετοχή
νουθετήσας, νουθετήσασα, νουθετῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νενουθέτηκα, νενουθέτηκας, νενουθέτηκε, νενουθετήκαμεν, νενουθετήκατε, νενουθετήκασι(ν)
Υποτακτική
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ὦ
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ᾖς
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ᾖ
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα ὦμεν
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα ἦτε
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα ὦσι
Ευκτική
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός εἴην
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός εἴης
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός εἴη
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα εἴημεν (εἶμεν)
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα εἴητε (εἶτε)
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ἴσθι
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ἔστω
---
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα ἔστε
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα ἔστων
Απαρέμφατο
νενουθετηκέναι
Μετοχή
νενουθετηκώς, νενουθετηκυῖα, νενουθετηκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νουθετοῦμαι, νουθετῇ ή νουθετεῖ, νουθετεῖται, νουθετοῦμεθα, νουθετεῖσθε, νουθετοῦνται
Υποτακτική
νουθετῶμαι, νουθετῇ, νουθετῆται, νουθετώμεθα, νουθετῆσθε, νουθετῶνται
Ευκτική
νουθετοίμην, νουθετοῖο, νουθετοῖτο, νουθετοίμεθα, νουθετοῖσθε, νουθετοῖντο
Προστακτική
---, νουθετοῦ, νουθετείσθω, ---, νουθετεῖσθε, νουθετείσθων ή νουθετείσθωσαν
Απαρέμφατο
νουθετεῖσθαι
Μετοχή
νουθετούμενος
νουθετουμένη
νουθετούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνουθετούμην, ἐνουθετοῦ, ἐνουθετεῖτο, ἐνουθετούμεθα, ἐνουθετεῖσθε, ἐνουθετοῦντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
νουθετηθήσομαι, νουθετηθήσῃ ή νουθετηθήσει, νουθετηθήσεται,
Προστακτική
---, νουθέτησον, νουθετησάτω, ---, νουθετήσατε, νουθετησάντων (ή νουθετησάτωσαν)
Απαρέμφατο
νουθετῆσαι
νουθετήσας, νουθετήσασα, νουθετῆσαν
Παρακείμενος
Οριστική
νενουθέτηκα, νενουθέτηκας, νενουθέτηκε, νενουθετήκαμεν, νενουθετήκατε, νενουθετήκασι(ν)
Υποτακτική
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ὦ
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ᾖς
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα ὦμεν
Ευκτική
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός εἴην
Προστακτική
---
νενουθετηκώς- νενουθετηκυῖα- νενουθετηκός ἴσθι
νενουθετηκότες- νενουθετηκυῖαι- νενουθετηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
νενουθετηκέναι
Μετοχή
νενουθετηκώς, νενουθετηκυῖα, νενουθετηκός
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
νουθετοῦμαι, νουθετῇ ή νουθετεῖ, νουθετεῖται, νουθετοῦμεθα, νουθετεῖσθε, νουθετοῦνται
νουθετῶμαι, νουθετῇ, νουθετῆται, νουθετώμεθα, νουθετῆσθε, νουθετῶνται
νουθετοίμην, νουθετοῖο, νουθετοῖτο, νουθετοίμεθα, νουθετοῖσθε, νουθετοῖντο
---, νουθετοῦ, νουθετείσθω, ---, νουθετεῖσθε, νουθετείσθων ή νουθετείσθωσαν
νουθετεῖσθαι
νουθετούμενος
νουθετουμένη
νουθετούμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐνουθετούμην, ἐνουθετοῦ, ἐνουθετεῖτο, ἐνουθετούμεθα, ἐνουθετεῖσθε, ἐνουθετοῦντο
Παθητικός Μέλλοντας
Οριστική
νουθετηθήσομαι, νουθετηθήσῃ ή νουθετηθήσει, νουθετηθήσεται,
νουθετηθησόμεθα, νουθετηθήσεσθε, νουθετηθήσονται
Ευκτική
νουθετηθησοίμην, νουθετηθήσοιο, νουθετηθήσοιτο, νουθετηθησοίμεθα, νουθετηθήσοισθε, νουθετηθήσοιντο
Απαρέμφατο
νουθετηθήσεσθαι
Μετοχή
νουθετηθησόμενος
νουθετηθησομένη
νουθετηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνουθετήθην, ἐνουθετήθης, ἐνουθετήθη, ἐνουθετήθημεν, ἐνουθετήθητε, ἐνουθετήθησαν
Υποτακτική
νουθετηθῶ, νουθετηθῇς, νουθετηθῇ, νουθετηθῶμεν, νουθετηθῆτε, νουθετηθῶσι(ν)
Ευκτική
νουθετηθείην, νουθετηθείης, νουθετηθείη, νουθετηθείημεν ή νουθετηθεῖμεν,
νουθετηθησοίμην, νουθετηθήσοιο, νουθετηθήσοιτο, νουθετηθησοίμεθα, νουθετηθήσοισθε, νουθετηθήσοιντο
Απαρέμφατο
νουθετηθήσεσθαι
Μετοχή
νουθετηθησόμενος
νουθετηθησομένη
νουθετηθησόμενον
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ἐνουθετήθην, ἐνουθετήθης, ἐνουθετήθη, ἐνουθετήθημεν, ἐνουθετήθητε, ἐνουθετήθησαν
νουθετηθῶ, νουθετηθῇς, νουθετηθῇ, νουθετηθῶμεν, νουθετηθῆτε, νουθετηθῶσι(ν)
νουθετηθείην, νουθετηθείης, νουθετηθείη, νουθετηθείημεν ή νουθετηθεῖμεν,
νουθετηθείητε ή νουθετηθεῖτε, νουθετηθείησαν ή νουθετηθεῖεν
Προστακτική
---, νουθετήθητι, νουθετηθήτω, ---, νουθετήθητε, νουθετηθέντων ή νουθετηθήτωσαν
Απαρέμφατο
νουθετηθῆναι
Μετοχή
νουθετηθείς
νουθετηθεῖσα
νουθετηθέν
Παρακείμενος
Οριστική
νενουθέτημαι, νενουθέτησαι, νενουθέτηται, νενουθετήμεθα, νενουθέτησθε, νενουθέτηνται
Υποτακτική
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον ὦ
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον ᾖς
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον ᾖ
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα ὦμεν
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα ἦτε
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα ὦσι
Ευκτική
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον εἴην
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον εἴης
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον εἴη
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα εἴημεν (εἶμεν)
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα εἴητε (εἶτε)
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα εἴησαν (εἶεν)
Προστακτική
---, νενουθέτησο, νενουθετήσθω, --- νενουθέτησθε, νενουθετήσθων ή νενουθετήσθωσαν
Απαρέμφατο
νενουθετῆσθαι
Μετοχή
νενουθετημένος,
νενουθετημένη,
νενουθετημένον
Υπερσυντέλικος
ἐνενουθετήμην, ἐνενουθέτησο, ἐνενουθέτητο, ἐνενουθετήμεθα, ἐνενουθέτησθε,
---, νουθετήθητι, νουθετηθήτω, ---, νουθετήθητε, νουθετηθέντων ή νουθετηθήτωσαν
Απαρέμφατο
νουθετηθῆναι
νουθετηθείς
νουθετηθεῖσα
Παρακείμενος
Οριστική
νενουθέτημαι, νενουθέτησαι, νενουθέτηται, νενουθετήμεθα, νενουθέτησθε, νενουθέτηνται
Υποτακτική
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον ὦ
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον ᾖς
νενουθετημένοι- νενουθετημέναι-νενουθετημένα ὦμεν
Ευκτική
νενουθετημένος- νενουθετημένη-νενουθετημένον εἴην
Προστακτική
---, νενουθέτησο, νενουθετήσθω, --- νενουθέτησθε, νενουθετήσθων ή νενουθετήσθωσαν
Απαρέμφατο
νενουθετῆσθαι
νενουθετημένος,
νενουθετημένη,
νενουθετημένον
Υπερσυντέλικος
ἐνενουθετήμην, ἐνενουθέτησο, ἐνενουθέτητο, ἐνενουθετήμεθα, ἐνενουθέτησθε,
ἐνενουθέτηντο