οἶμαι (αποθετικό): νομίζω, φρονώ
Ενεστώτας
Οριστική
οἴομαι / οἶμαι, οἴῃ/οἴει, οἴεται, οἰόμεθα, οἴεσθε, οἴονται
οἴωμαι, οἴῃ, οἴηται, οἰώμεθα, οἴησθε, οἴωνται
οἰοίμην, οἴοιο, οἴοιτο, οἰοίμεθα, οἴοισθε, οἴοιντο
---, οἴου, οἰέσθω, ---, οἴεσθε, οἰέσθων ή οἰέσθωσαν
οἴεσθαι
οἰόμενος
Παρατατικός
Οριστική
ᾠόμην / ᾤμην, ᾤου, ᾤετο, ᾠόμεθα, ᾤεσθε, ᾤοντο
Οριστική
οἰήσομαι, οἰήσῃ/οἰήσει, οἰήσεται, οἰησόμεθα, οἰήσεσθε, οἰήσονται
οἰησοίμην, οἰήσοιο, οἰήσοιτο, οἰησοίμεθα, οἰήσοισθε, οἰήσοιντο
οἰήσεσθαι
οἰησόμενος
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
ᾠήθην, ᾠήθης, ᾠήθη, ᾠήθημεν, ᾠήθητε, ᾠήθησαν
οἰηθῶ, οἰηθῇς, οἰηθῇ, οἰηθῶμεν, οἰηθῆτε, οἰηθῶσι(ν)
οἰηθείην, οἰηθείης, οἰηθείη, οἰηθείημεν ή οἰηθεῖμεν, οἰηθείητε ή οἰηθεῖτε, οἰηθείησαν ή οἰηθεῖεν
---, οἰήθητι, οἰηθήτω, ---, οἰήθητε, οἰηθέντων ή οἰηθήτωσαν
οἰηθῆναι
οἰηθείς
Παρακείμενος
Οριστική
νενόμικα, νενόμικας, νενόμικε, νενομίκαμεν, νενομίκατε, νενομίκασι(ν)
Υποτακτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ὦ
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ᾖς
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ὦμεν
Ευκτική
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός εἴην
Προστακτική
---
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός ἴσθι
νενομικότες- νενομικυῖαι- νενομικότα ἔστε
Απαρέμφατο
νενομικέναι
Μετοχή
νενομικώς- νενομικυῖα- νενομικός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐνενομίκειν, ἐνενομίκεις, ἐνενομίκει, ἐνενομίκεμεν, ἐνενομίκετε, ἐνενομίκεσαν