Ενεστώτας
Οριστικήὠνοῦμαι, ὠνεῖ / ὠνῇ, ὠνεῖται, ὠνούμεθα, ὠνεῖσθε, ὠνοῦνται
ὠνῶμαι, ὠνῇ, ὠνῆται, ὠνώμεθα, ὠνῆσθε, ὠνῶνται
ὠνοίμην, ὠνοῖο, ὠνοῖτο, ὠνοίμεθα, ὠνοῖσθε, ὠνοῖντο
---, ὠνοῦ, ὠνείσθω, ---, ὠνεῖσθε, ὠνείσθων ή ὠνείσθωσαν
ὠνεῖσθαι
ὠνούμενος, ὠνουμένη, ὠνούμενον
Παρατατικός
ἐωνούμην, ἐωνοῦ, ἐωνεῖτο, ἐωνούμεθα, ἐωνεῖσθε, ἐωνοῦντο
Οριστική
ὠνήσομαι, ὠνήσῃ / ὠνήσει, ὠνήσεται, ὠνησόμεθα, ὠνήσεσθε, ὠνήσονται
ὠνησοίμην, ὠνήσοιο, ὠνήσοιτο, ὠνησοίμεθα, ὠνήσοισθε, ὠνήσοιντο
ὠνήσεσθαι
ὠνησόμενος
Οριστική
ἐπριάμην, ἐπρίω, ἐπρίατο, ἐπριάμεθα, ἐπρίασθε, ἐπρίαντο
πρίωμαι, πρίῃ, πρίηται, πριώμεθα, πρίησθε, πρίωνται
πριαίμην, πρίαιο, πρίαιτο, πριαίμεθα, πρίαισθε, πρίαιντο
Προστακτική
---, πρίω & πρίασο, πριάσθω, ---, πρίασθε, πριάσθων ή πριάσθωσαν
Απαρέμφατο
πρίασθαι
Μετοχή
πριάμενος
πριαμένη
πριάμενον
Οριστική
ἐώνημαι, ἐώνησαι, ἐώνηται, ἐωνήμεθα, ἐώνησθε, ἐώνηνται
Υποτακτική
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον ὦ
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον ᾖς
ἐωνημένοι- ἐωνημέναι-ἐωνημένα ὦμεν
Ευκτική
ἐωνημένος- ἐωνημένη-ἐωνημένον εἴην
Προστακτική
---, ἐώνησο, ἐωνήσθω, --- ἐώνησθε, ἐωνήσθων ή ἐωνήσθωσαν
Απαρέμφατο
ἐωνῆσθαι
ἐωνημένος,
Υπερσυντέλικος
ἐωνήμην, ἐώνησο, ἐώνητο, ἐωνήμεθα, ἐώνησθε, ἐώνηντο