Ενεστώτας
Οριστική
τυγχάνω, τυγχάνεις, τυγχάνει, τυγχάνομεν, τυγχάνετε, τυγχάνουσι(ν)
τυγχάνω, τυγχάνῃς, τυγχάνῃ, τυγχάνωμεν, τυγχάνητε, τυγχάνωσι(ν)
τυγχάνοιμι, τυγχάνοις, τυγχάνοι, τυγχάνοιμεν, τυγχάνοιτε, τυγχάνοιεν
Προστακτική
---, τύγχανε, τυγχανέτω, ---, τυγχάνετε, τυγχανόντων (ή τυγχανέτωσαν)
Απαρέμφατο
τυγχάνειν
Μετοχή
τυγχάνων, τυγχάνουσα, τυγχάνον
Παρατατικός
Οριστική
ἐτύγχανον, ἐτύγχανες, ἐτύγχανε, ἐτυγχάνομεν, ἐτυγχάνετε, ἐτύγχανον
Μέλλοντας
Οριστική
τεύξομαι, τεύξῃ /τεύξει, τεύξεται, τευξόμεθα, τεύξεσθε, τεύξονται
τευξοίμην, τεύξοιο, τεύξοιτο, τευξοίμεθα, τεύξοισθε, τεύξοιντο
Απαρέμφατο
τεύξεσθαι
Μετοχή
τευξόμενος, τευξομένη, τευξόμενον
ΑΟΡΙΣΤΟΣ Β
Οριστική
ἔτυχον, ἔτυχες, ἔτυχε(ν), ἐτύχομεν, ἐτύχετε, ἔτυχον
τύχω, τύχῃς, τύχῃ, τύχωμεν, τύχητε, τύχωσι(ν)
τύχοιμι, τύχοις, τύχοι, τύχοιμεν, τύχοιτε, τύχοιεν
Προστακτική
---, τύχε, τυχέτω, ---, τύχετε, τυχόντων (ή τυχέτωσαν)
Απαρέμφατο
τυχεῖν
τυχών, τυχοῦσα, τυχόν
Παρακείμενος
Οριστική
τετύχηκα, τετύχηκας, τετύχηκε, τετυχήκαμεν, τετυχήκατε, τετυχήκασι(ν)
τετυχηκώς- τετυχηκυῖα- τετυχηκός ὦ
τετυχηκώς- τετυχηκυῖα- τετυχηκός ᾖς
τετυχηκότες- τετυχηκυῖαι- τετυχηκότα ὦμεν
Ευκτική
τετυχηκώς- τετυχηκυῖα- τετυχηκός εἴην
---
τετυχηκώς- τετυχηκυῖα- τετυχηκός ἴσθι
τετυχηκότες- τετυχηκυῖαι- τετυχηκότα ἔστε
Απαρέμφατο
τετυχηκέναι
Μετοχή
τετυχηκώς, τετυχηκυῖα, τετυχηκός
Υπερσυντέλικος
Οριστική
ἐτετυχήκειν, ἐτετυχήκεις, ἐτετυχήκει, ἐτετυχήκεμεν, ἐτετυχήκετε, ἐτετυχήκεσαν
Αναλυτική κλίση του ρήματος τυγχάνω στα αρχαία ελληνικά
3:34 μ.μ.
0
Tags