Η πανεθνική κατάρρευση των βαθμολογιών ανάγνωσης μεταξύ των Αμερικανών μαθητών έχει προσελκύσει τελευταία την προσοχή – αν όχι προκαλέσει την ανησυχία – πρωτοσέλιδων, εκπαιδευτικών, αλλά και της κυβέρνησης.
Η πιο πρόσφατη έρευνα του υπουργείου Παιδείας, που δημοσιεύτηκε τον Ιούνιο, ήταν σίγουρα εντυπωσιακή: διαπίστωσε ότι οι δεξιότητες κατανόησης κειμένου των 13χρονων είχαν μειωθεί κατά μέσο όρο τέσσερις μονάδες από το σχολικό έτος 2019-2020 που επλήγη από τον Covid, και το πιο ανησυχητικό είναι ότι η μέση πτώση ήταν επτά μονάδες σε σύγκριση με το 2012.
Τα αποτελέσματα για τους μαθητές με τις χειρότερες επιδόσεις έπεσαν κάτω από το επίπεδο δεξιοτήτων ανάγνωσης που καταγράφηκε το 1971, όταν διεξήχθη η πρώτη εθνική μελέτη.
Όπως είναι φυσικό, η ευθύνη γι’ αυτή τη θλιβερή είδηση αποδόθηκε από τους πολιτικούς στους πιο εύκολους και προφανείς στόχους – τον Covid-19 και το συνακόλουθο «λουκέτο». Η εξ αποστάσεως μάθηση ήταν κακή για τους μαθητές, σύμφωνα με τους αξιωματούχους της κυβέρνησης Μπάιντεν, οπότε η πανδημία πρέπει να είναι ο βασικός «κακός».
Στην τέταρτη τάξη γίνεται μια κρίσιμη μετατόπιση από αυτό που ένας ερευνητής περιγράφει ως «μαθαίνω να διαβάζω» σε «διαβάζω για να μαθαίνω»
Ποιος είναι ο «ένοχος»;
Οι συντηρητικοί δεν διαφωνούν, αλλά προτιμούν να κατηγορούν τα συνδικάτα των εκπαιδευτικών που ενθάρρυναν τα μέλη τους να διδάσκουν εξ αποστάσεως – γι’ αυτούς μεγαλύτερος κακός από την πανδημία είναι η πρόεδρος της Αμερικανικής Ομοσπονδίας Εκπαιδευτικών, Ράντι Γουέινγκαρτεν, μια ισχυρή Δημοκρατική που άσκησε με επιτυχία πιέσεις για την παράταση του κλεισίματος των σχολείων.
Φυσικά, ούτε οι γραφειοκράτες ούτε οι επικριτές του συνδικάτου των εκπαιδευτικών έχουν άδικο. Η κοινή λογική μάς λέει ότι ένα παιδί μόνο του στο δωμάτιό του, που κοιτάζει την εικόνα ενός δασκάλου στην οθόνη ενός υπολογιστή (με ένα smartphone κοντά στο χέρι, αλλά κρυμμένο από τη θέα του δασκάλου), δεν είναι πλήρως συγκεντρωμένο στη μάθηση.
Και ενώ όλοι θρηνούν για το lockdown, γίνεται περιέργως ελάχιστη συζήτηση σχετικά με το αντικείμενο που χρησιμοποιούν τα περισσότερα παιδιά για να διαβάσουν, το οποίο, πολύ πριν από την άφιξη του Covid, ήταν όλο και περισσότερο μια φωτιζόμενη οθόνη αντί ένα τυπωμένο ή φωτοτυπημένο κείμενο.
Τι γίνεται, λοιπόν, αν ο κύριος ένοχος πίσω από την πτώση του αλφαβητισμού στο Γυμνάσιο δεν είναι ούτε ένας ιός, ούτε ένας συνδικαλιστής, ούτε η εξ αποστάσεως διδασκαλία;
«Κλειδί» για τη βαθύτερη γνώση το χαρτί, αντί της οθόνης
Μέχρι πρόσφατα, δεν υπήρχε επιστημονική απάντηση σε αυτό το επείγον ερώτημα, αλλά μια πρωτοποριακή μελέτη νευροεπιστημόνων του Teachers College του Πανεπιστημίου Κολούμπια, που θα δημοσιευθεί σύντομα, κατέληξε σε μια αποφασιστική απάντηση: για τη «βαθύτερη γνώση» υπάρχει σαφές πλεονέκτημα στην ανάγνωση ενός κειμένου σε χαρτί, αντί σε οθόνη, σύμφωνα με τον βρετανικό Guardian.
Χρησιμοποιώντας ένα δείγμα 59 παιδιών ηλικίας 10 έως 12 ετών, η ομάδα με επικεφαλής τη δρα Κάρεν Φρόουντ ζήτησε από τους μικρούς μαθητές να διαβάσουν πρωτότυπα κείμενα και στις δύο μορφές, ενώ φορούσαν δίχτυα μαλλιών γεμάτα με ηλεκτρόδια, που επέτρεψαν στους ερευνητές να αναλύσουν τις μεταβολές στις εγκεφαλικές τους αντιδράσεις.
Η μελέτη που διεξήχθη σε εργαστήριο του Teachers College με αυστηρούς ελέγχους, χρησιμοποίησε μια εντελώς νέα μέθοδο συσχετισμού λέξεων, κατά την οποία τα παιδιά εκτελούσαν ασκήσεις σημασιολογικής κρίσης μιας λέξης μετά την ανάγνωση των κειμένων.
Ζωτικής σημασίας για τη χρησιμότητα της μελέτης ήταν η ηλικία των συμμετεχόντων – μια τριετής περίοδος που είναι «κρίσιμη για την ανάπτυξη της ανάγνωσης» – καθώς στην τέταρτη τάξη του δημοτικού γίνεται μια κρίσιμη στροφή από αυτό που ένας άλλος ερευνητής περιγράφει ως «μαθαίνεις να διαβάζεις» σε «διαβάζεις για να μαθαίνεις».
«Πιστεύουμε ότι αυτά τα αποτελέσματα της μελέτης δικαιολογούν το να προσθέσουμε και τη δική μας φωνή σε αυτές που προτείνουν ότι δεν πρέπει ακόμη να πετάξουμε τα τυπωμένα βιβλία», δηλώνουν οι ερευνητές.
Η παλιομοδίτικη μέθοδος του χαρτιού, καλύτερη για τη διδασκαλία της ανάγνωσης
Πηγαίνοντας ένα βήμα παραπέρα από τη μελέτη αυτή, μπορούμε να δούμε τι διακυβεύεται. Για περισσότερο από μια δεκαετία, οι κοινωνικοί επιστήμονες, συμπεριλαμβανομένης της Νορβηγίδας μελετήτριας Αν Μάνγκεν, αναφέρουν την υπεροχή της κατανόησης και της διατήρησης της ανάγνωσης στο χαρτί.
Όπως αναφέρει η ομάδα της Φρόουντ στο άρθρο της, «η ανάγνωση τόσο εκθεσιακών όσο και σύνθετων κειμένων από χαρτί φαίνεται να συνδέεται σταθερά με βαθύτερη κατανόηση και μάθηση» σε όλο το φάσμα της βιβλιογραφίας των κοινωνικών επιστημών.
Αλλά το έργο της Μάνγκεν και άλλων δεν έχει επηρεάσει τις τοπικές σχολικές επιτροπές, όπως αυτή του Χιούστον, οι οποίες συνεχίζουν να πετούν τα βιβλία και να κλείνουν τις βιβλιοθήκες υπέρ των ψηφιακών προγραμμάτων διδασκαλίας και των Chromebooks της Google.
«Μεθυσμένες» από το μαγικό ρεαλισμό και τις υπερβολικές υποσχέσεις της «ψηφιακής επανάστασης», οι σχολικές περιφέρειες σε όλη τη χώρα μετατρέπονται πρόθυμα σε προγράμματα ηλεκτρονικής εξέτασης και ανάγνωσης, τη στιγμή ακριβώς που αυστηρές επιστημονικές έρευνες δείχνουν ότι η παλιομοδίτικη μέθοδος του χαρτιού είναι καλύτερη για τη διδασκαλία της ανάγνωσης των παιδιών.
Μακάρι να είχαν παρακολουθήσει το συμπόσιο του Teachers College, που παρουσίασε τη μελέτη Φρόουντ τον περασμένο Σεπτέμβριο. Ο πρωταγωνιστής του πάνελ ήταν ο κορυφαίος ειδικός της χώρας σε θέματα ανάγνωσης και εγκεφάλου, John Gabrieli, νευροεπιστήμονας του ΜΙΤ, ο οποίος αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό τις υποσχέσεις τής υψηλής τεχνολογίας και των πωλητών της.
«Είμαι εντυπωσιασμένος από το πώς η εκπαιδευτική τεχνολογία δεν είχε καμία επίδραση στην κλίμακα, στα αποτελέσματα της ανάγνωσης, στις αναγνωστικές δυσκολίες, στα θέματα ισότητας», είπε απευθυνόμενος στο κοινό της Νέας Υόρκης.