χρίω = αλείφω, μυρώνω
Ενεστώτας
Οριστική
χρίω, χρίεις, χρίει, χρίομεν, χρίετε, χρίουσι(ν)
χρίω, χρίῃς, χρίῃ, χρίωμεν, χρίητε, χρίωσι(ν)
χρίοιμι, χρίοις, χρίοι, χρίοιμεν, χρίοιτε, χρίοιεν
Προστακτική
---, χρῖε, χριέτω, ---, χρίετε, χριόντων (ή χριέτωσαν)
χρίειν
Μετοχή
χρίων, χρίουσα, χρῖον
Παρατατικός
Οριστική
ἔχριον, ἔχριες, ἔχριε, ἐχρίομεν, ἐχρίετε, ἔχριον
Μέση Φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
χρίομαι, χρίῃ ή χρίει, χρίεται, χριόμεθα, χρίεσθε, χρίονται
χρίωμαι, χρίῃ, χρίηται, χριώμεθα, χρίησθε, χρίωνται
χριοίμην, χρίοιο, χρίοιτο, χριοίμεθα, χρίοισθε, χρίοιντο
Προστακτική
---, χρίου, χριέσθω, ---, χρίεσθε, χριέσθων ή χριέσθωσαν
Απαρέμφατο
χρίεσθαι
Μετοχή
χριόμενος
χριομένη
χριόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐχριόμην, ἐχρίου, ἐχρίετο, ἐχριόμεθα, ἐχρίεσθε, ἐχρίοντο
Αόριστος
Οριστική
ἐχρισάμην, ἐχρίσω, ἐχρίσατο, ἐχρισάμεθα, ἐχρίσασθε, ἐχρίσαντο
χρίσωμαι, χρίσῃ, χρίσηται, χρισώμεθα, χρίσησθε, χρίσωνται
χρισαίμην, χρίσαιο, χρίσαιτο, χρισαίμεθα, χρίσαισθε, χρίσαιντο
Προστακτική
---, χρῖσαι, χρισάσθω, ---, χρίσασθε, χρισάσθων ή χρισάσθωσαν
χρίσασθαι
Μετοχή
χρισάμενος
χρισαμένη
χρισάμενον
Παρακείμενος
Οριστική
κέχριμαι, κέχρισαι, κέχριται, κεχρίμεθα, κέχρισθε, κέχρινται
Υποτακτική
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον ὦ
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον ᾖς
κεχριμένοι- κεχριμέναι -κεχριμένα ὦμεν
Ευκτική
κεχριμένος- κεχριμένη -κεχριμένον εἴην
Προστακτική
---, κέχρισο, κεχρίσθω, --- κέχρισθε, κεχρίσθων ή κεχρίσθωσαν
Απαρέμφατο
κεχρῖσθαι
κεχριμένος,
κεχριμένη,
κεχριμένον
Υπερσυντέλικος
ἐκεχρίμην, ἐκέχρισο, ἐκέχριτο, ἐκεχρίμεθα, ἐκέχρισθε, ἐκέχριντο