Η τελευταία ιστορία εγκλήματος με το οποίο ασχολήθηκαν κοινό και media έρχεται από το Μεσολόγγι. Ένας 31χρονος είχε εξαφανιστεί. Όλα συνέτειναν σε εγκληματική πράξη η οποία μάλιστα είχε και έναν πολύ βασικό ύποπτο. Πρώτα διστακτικά και ύστερα σχεδόν εμμονικά η ελληνική κοινωνία ασχολούνταν με κάθε πτυχή του συγκεκριμένου εγκλήματος και το μυστήριο του πού μπορεί να βρίσκεται ο 31χρονος. Τελικά, λίγες ημέρες μετά, το σώμα του βρέθηκε από έναν ηρωικό σκύλο, τον Echo.
Όλο το παραπάνω θα μπορούσε να μοιάζει με το οπισθόφυλλο ενός θρίλερ. Ήταν όμως μία πραγματική ιστορία, με πραγματικούς ανθρώπους που ζούσαν μία πραγματική τραγωδία. Τα media πήραν τη συγκεκριμένη υπόθεση και κατά τη συνήθη τακτική τους ασχολήθηκαν με αυτή σε κάθε του λεπτομέρεια. Σε πολλές περιπτώσεις όμως αντιμετωπίζοντας την πραγματικότητα ως μυθοπλασία.
Eίναι πολύ χαρακτηριστικό ότι στο πλαίσιο αυτών των αφηγήσεων του εγκλήματος υπάρχουν χαρακτήρες (πιλότος, κρεοπώλης, σύζυγος Πισπιρίγκου), ανατροπές (ο θλιμμένος σύζυγος Αναγνωστόπουλος που έγινε δολοφόνος), ίντριγκες, ένας ευφυής, έμπειρος και αγαπητός από όλους «ντετέκτιβ» (Κατερινόπουλος), διάφοροι πιθανοί ένοχοι (η αναζήτηση των οποίων μοιάζει με fan theory). Ο καθένας έχει μία άποψη για τον δράστη, ποια ήταν τα κίνητρά του και αν κρύβεται από πίσω κάτι άλλο από το προφανές.
Το έγκλημα είναι συνυφασμένο με την ιστορία των media
Η υπόθεση της δολοφονίας στο Μεσολόγγι δεν είναι φυσικά η πρώτη περίπτωση που συνέβη αυτό. Υπενθυμίζουμε τις υποθέσεις της Πισπιρίγκου, τη μισάνθρωπη επίθεση στην Ιωάννα Παλαιοσπύρου ή τη γυναικοκτονία και το θέατρο του Μπάμπη Αναγνωστόπουλου. Δεν είναι καν ελληνικό φαινόμενο. Ας σκεφτούμε απλώς το κλασικό ρητό της αγγλοσαξωνικής εκδοχής της δημοσιογραφίας: “If it bleeds, it leads”. Εξάλλου, η ενασχόληση με το έγκλημα είναι συνυφασμένη με την ίδια τη γέννηση των μαζικών μέσων ενημέρωσης.
«Ουσιαστικά από τις απαρχές της ύπαρξης των ίδιων των μέσων ενημέρωσης, ξεκινάει και η ενασχόλησή τους με το έγκλημα. Ειδικά για τα πρώιμα τοπικής εμβέλειας μέσα, εγκληματικές πράξεις, οι οποίες “συντάρασσαν” τις τοπικές κοινωνίες, αποτελούσαν κεντρικά θέματα, καθώς συγκέντρωναν την προσοχή του κοινού», μού λέει ο Σταμάτης Πουλικιδάκος, Επίκουρος Καθηγητής στο Τμήμα Επικοινωνίας και Ψηφιακών Μέσων του Πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας.
Ο τρόπος που τα λεγόμενα mainstream media αφηγούνται τις ιστορίες αυτές έχει και κάποια συγκεκριμένα μοτίβα χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν και πολλά σοβαρά και έγκυρα μέσα που διαφεύγουν από τον κανόνα. «Τα λεγόμενα mainstream μέσα παρουσιάζουν ζητήματα εγκλημάτων κατά της ζωής και της σωματικής ακεραιότητας με τρόπο που να παραπέμπει -κατά το δυνατόν περισσότερο- σε αστυνομικό θρίλερ, παρά σε διερευνητική δημοσιογραφική κάλυψη», τονίζει.
Τηλεοπτικά -και όχι μόνο- αυτός ο τρόπος παρουσίασης σχετίζεται άμεσα με τον όρο που φαίνεται να επικρατεί τελευταία, το περίφημο infotainment. Ουσιαστικά, ο συγκεκριμένος όρος υποδηλώνει τη μετάγγιση τεχνοτροπίας από τη βιομηχανία της ψυχαγωγίας σε αυτή της ενημέρωσης θολώντας ακόμα περισσότερο τα όρια μεταξύ των δύο διακηρυκτικά διαφορετικών τρόπων να ασκείς δημοσιογραφία. Επιστρέφουμε στον κ. Πουλακιδάκο o οποίος κάνει μία πολύ ενδιαφέρουσα διάκριση μεταξύ ενημερωψυχαγωγίας και ενημερωδιασκέδασης:
«Τα περιεχόμενα που χρησιμοποιούν τεχνικές δραματοποίησης, έχοντας ως αυτοσκοπό τη δραματοποίηση, προκειμένου να παρουσιάσουν με πιο συναρπαστικό τρόπο μια επιφανειακή και ανεπαρκή δημοσιογραφικά κάλυψη ενός γεγονότος θα τα κατέτασσα στην κατηγορία της ενημερωδιασκέδασης (με την αρχαία έννοια της λέξης διασκέδαση, ως "επιφανειακή" ψυχαγωγία). Από την άλλη, περιεχόμενα που παρουσιάζουν πιο ουσιαστικές και εμβριθείς προσεγγίσεις σε καίρια ζητήματα της επικαιρότητας, με ποιοτικό χιούμορ και κριτική σάτιρα (π.χ. Last Week Tonight) θα τα ενέτασσα στην κατηγορία της ενημερωψυχαγωγίας».
«Πρόκειται για μια ποιοτικά αναβαθμισμένη υποκατηγορία του infotainment, όπου το ενημερωτικό περιεχόμενο έχει συγκεκριμένα ποιοτικά χαρακτηριστικά (π.χ. έστω στοιχειώδη δημοσιογραφική έρευνα, κατά το δυνατό πολύπλευρη κάλυψη ενός θέματος) το χιουμοριστικό περιεχόμενο ή μια πιο «δραματοποιημένη» σκηνοθεσία (το ψυχαγωγικό κομμάτι) έρχεται να «αμπαλάρει» το ήδη ενδιαφέρον ενημερωτικό περιεχόμενο, χωρίς όμως να τίθεται στο επίκεντρο του περιεχομένου».
Είναι δεοντολογικός ο τρόπος που ασχολούμαστε με το έγκλημα;
Οι περιπτώσεις με τις οποίες πολλά ελληνικά mainstream media ασχολήθηκαν με τους όρους της πρώτης κατηγορίας είναι πολλές και ιδιαίτερα πυκνές την τελευταία πενταετία. Πολύ χαρακτηριστικές είναι οι υποθέσεις της Πισπιρίγκου και της 12χρονης στον Κολωνό όπου, σύμφωνα με τον κ. Πουλακιδάκο, είχαμε μία προβληματική κάλυψη τουλάχιστον αν το δούμε με όρους δημοσιογραφικής δεοντολογίας.
«Η συνθήκη αυτή δεν είναι καινούργια. Για να θυμούνται οι παλιοί και να μαθαίνουν οι νεότεροι, αναφέρω την «υπόθεση Σορίν Ματέι» και την εμπλοκή στην εξέλιξη της όλης υπόθεσης του νεαρού τότε δημοσιογράφου Νίκου Ευαγγελάτου με τη συγκατάθεση του διευθυντή ειδήσεων του τότε Σκάι Σταμάτη Μαλέλη, οι οποίοι, με τον τρόπο τους, και σε συνδυασμό με την τραγική έλλειψη σχετικής τεχνογνωσίας της αστυνομίας, συνέβαλαν στην τραγική κατάληξη που γνωρίζουμε. Φυσικά, η απευθείας εμπλοκή στην ομηρία αυτή έφερε για το δελτίο ειδήσεων εκείνης της ημέρας εξαιρετικά υψηλά νούμερα τηλεθέασης που ήταν και το βασικό ζητούμενο».
Συμπληρώνει δε ότι «μολονότι πολλοί άνθρωποι (επαγγελματίες της ενημέρωσης και κοινό) αποδέχονται την αξία της δημοσιογραφικής δεοντολογίας και να την ακολουθούν στην επιτέλεση του δημοσιογραφικού καθήκοντος, η αποδοχή αυτή δεν είναι γενικευμένη/καθολική. Συνεπώς, υπάρχουν δημοσιογράφοι και μέσα που δεν συμμερίζονται και δεν ακολουθούν ούτε στοιχειωδώς τις αρχές της δημοσιογραφικής δεοντολογίας». Γιατί όμως μπορεί να συμβαίνει αυτό;
«Για μια σειρά λόγων, όπως η οργανωσιακή λειτουργία των ΜΜΕ (εκδοτικά και δημοσιογραφικά συμφέροντα, σχέσεις με τις πηγές ειδήσεων), ο εμπορικός χαρακτήρας του δημοσιογραφικού επαγγέλματος (η ανάγκη προσέλκυσης κατά το δυνατό μεγαλύτερου κοινού, και το ότι ο δημοσιογράφος υπόκειται σε σχέση μισθωτής εργασίας με κάποιον εργοδότη), ή ακόμα και η σχετικιστική φύση του επαγγέλματος (το τι είναι σημαντικό να δημοσιοποιηθεί ποικίλλει από χώρα σε χώρα, από οργανισμό σε οργανισμό, από δημοσιογράφο σε δημοσιογράφο)».
Οι βαθύτεροι λόγοι
Σε μία μάλλον επιφανειακή ανάγνωση, το πρώτο πράγμα που θα ακούσεις στο ερώτημα «γιατί ασχολούνται τα media τόσο εμμονικά με περιπτώσεις εγκλημάτων», η απάντηση είναι εν πολλοίς έτοιμη να βγει από τα χείλη του ερωτηθέντος. Πολύ απλά γιατί διψάει το κοινό γι’ αυτές. Και δεν είναι μόνο το ειδησεογραφικό κομμάτι. Το true crime είναι, ιδίως τα τελευταία χρόνια, μία αστείρευτη πηγή προσέλκυσης κοινού και χρημάτων για κανάλια και streaming υπηρεσίες.
Βέβαια, όταν πάμε να σκάψουμε πιο βαθιά, στο γιατί τελικά ενδιαφέρεται το κοινό για το έγκλημα, το πράγμα συνήθως φτάνει σε αδιέξοδα. Πολλοί μιλούν για δήθεν ορμέμφυτες τάσεις που έχει ο άνθρωπος για βία και αίμα. Αυτά τα καθολικά όμως στηρίζονται σε αντιεπιστημονικές γενικεύσεις και τελικά αποκρύπτουν -ως συνήθως- τις ιδεολογικές, πολιτικές και εν πολλοίς εξουσιαστικές ρίζες που γεννούν αυτή την εμμονή του κοινού και των media με το έγκλημα. Εμμονή που φυσικά δεν είναι καθόλου αθώα.
Επιστρέφω στον κ. Πουλακιδάκο ρωτώντας τον αν υπάρχει ιδεολογικό πρόσημο σε όλη αυτή τη συζήτηση. «Η ίδια η επιλογή της εφαρμογής ή μη μιας δεοντολογικά ορθής δημοσιογραφικής πρακτικής για την όποια κάλυψη μιας εγκληματικής ενέργειας (ή εν τέλει όποιου άλλους γεγονότος) συνιστά επιλογή με ιδεολογικό πρόσημο, είτε με την πιο «στενή» πολιτικο-κεντρική έννοια του όρου, είτε με μια πιο ευρεία κοινωνική διάσταση». Για τον ίδιο, τελικά όλα πηγαίνουν πίσω στη διάκριση μεταξύ μίας δημοσιογραφίας που μοιάζει με εμπόρευμα και μίας άλλης που αποτελεί λειτούργημα.
Εξάλλου, με την πλήρη απουσία αναλύσεων για τα κοινωνικά αίτια του εγκλήματος (να υπενθυμίσω εδώ ότι μέχρι πολύ πρόσφατα οι γυναικοκτονίες ήταν «εγκλήματα πάθους»), οι όποιες αναπαραστάσεις του γίνονται μέσα από τέτοιου τύπου αφηγήσεις γεμάτες απλουστεύσεις, στερεότυπα και φυσικά φόβο και ηθικό πανικό με την απεικόνιση του κόσμου ως τρομακτικού μέρος στο οποίο διαρκώς κινδυνεύεις. Πόσο αθώες είναι, λοιπόν, όλες αυτές οι αφηγήσεις-θρίλερ για μία κοινωνία που μοιάζει όλο και περισσότερο να φοβάται τον δίπλα της;