Ο Κωστής Παλαμάς, είναι γνωστό, ενίσχυε με κάθε τρόπο τους νέους ποιητές και συγγραφείς, έγραφε προλόγους και κείμενα, ακόμη κι αν αυτό ήταν κουραστικό και δεν το πολυήθελε.
Ο ίδιος εξάλλου στους Πεζούς δρόμους, Α΄, σελ. 133 γράφει: «Αγαπώ. Συγκρίνω. Εγκατασταίνω. Να οι σταθμοί της κριτικής. Να τα πατώματα που υψώνει. Θεμέλιό της η αγάπη. Για να βάλεις έναν άνθρωπο, που στοχάζεται ή που ενεργεί, στη θέση που του πρέπει, ανάγκη ν’ αρχίσεις βάζοντας πρώτα μέσα σου την αγάπη του ανθρώπου τούτου».
Στο κείμενό μου αυτό θα προσπαθήσω να φωτίσω τον τρόπο που ο Παλαμάς προσέγγισε το έργο ενός μεγάλου συγχρόνου του ποιητή, του Κωνσταντίνου Καβάφη. Πρόθεσή μου είναι να παρουσιάσω όσο πιο απλά και καθαρά γίνεται τη φιλολογική προσέγγιση αλλά και την «εξωλογοτεχνική» ατμόσφαιρα της εποχής.
O Θεόδωρος Ξύδης στο βιβλίο του «Παλαμάς» (εκδόσεις του Συλλόγου προς διάδοσιν ωφελίμων βιβλίων, 1983, σελ. 229), στο κεφάλαιο «Η Νεοελληνική παρουσία του Παλαμά», σημειώνει: «Εκείνο που χαρακτηρίζει την κριτική του Παλαμά είναι η προσηνής, η εγκάρδια διάθεσή του απέναντι στους κρινόμενους. Όμως δεν παύει να είναι ο αντικειμενικός, ο αμερόληπτος, ο απροκατάληπτος».
Ο συγγραφέας Θ. Ξύδης επιλέγει πέντε ποιητές, που διέκρινε ο Παλαμάς: Σολωμός, Κάλβος, Σικελιανός, Καβάφης, Σεφέρης. Η συμβολή του Παλαμά στους τρεις πρώτους ήταν εκτεταμένη και ουσιαστική. Για τους δύο άλλους έγραψε λίγα αλλά αντικειμενικά.
Θα παραθέσω το κείμενο του Θ. Ξύδη: «Σε ό,τι αφορά τον Καβάφη, που φυσικά ανήκει σε τόσο διαφορετικό κλίμα από την ποίηση του Παλαμά, κάνει εντύπωση η αντικειμενικότητα, με την οποία κρίνει ο Παλαμάς την καβαφική ποίηση. Δανείζομαι από το άρθρο του Παλαμά με τον τίτλο «Lıbıdo», στον «Ελεύθερο Λόγο», 30 Ιανουαρίου 1924, λίγες λέξεις για το ποίημα «Να μείνει» του Καβάφη. Και αφού θεωρεί ότι το ποίημα αυτό δεν είναι «εύκολο αυτοσχεδίασμα», προσχωρεί στην άποψη ότι είναι: «το μαγικό ακολούθημα τραγουδιού μαζί εμπνευσμένου και μελετημένου, που κομματιαστά και λίγο λίγο φανερώνεται και όμως είναι ένα, και στην ουσία και στο σχήμα του, αν το προσέξει κανένας υπομονετικά και το κοιτάξει στο σύνολό του από την απόσταση που του ταιριάζει, με χαρακτήρα και μορφή αξιοσπούδαστη». Είναι φανερή η προσοχή, όπως γράφει ο ίδιος, στο “όνομα του Καβάφη και στα προβλήματα που γεννά ο λόγος του”».
Η Βενετία Αποστολίδου στο πολύ σημαντικό σύγγραμμά της «Ο Κωστής Παλαμάς ιστορικός της νεοελληνικής λογοτεχνίας» (εκδ. Θεμέλιο, 1992, σελ. 478), αφού αναφερθεί στους παλιότερους και νέους λογοτέχνες (από την Ακριτική και Κρητική ποίηση ως την πεζογραφία και την ποίηση μετά το 1880), σε Επίμετρο αναφέρεται η Νεοελληνική Λογοτεχνία ως το 1930, σελ. 284 – 301, με πρώτον τον Κωνσταντίνο Καβάφη (σελ. 284 – 290).
Είναι γνωστό ότι, παρόλο που οι δύο δημιουργοί είναι σχεδόν συνομήλικοι: ο Καβάφης είναι τέσσερα χρόνια νεότερος από τον Παλαμά και πρωτοδημοσίευσε ποιήματα το 1886, έτος κατά το οποίο ο Παλαμάς δημοσίευσε την πρώτη του συλλογή «Τα τραγούδια της πατρίδας μου», εντούτοις για πολλούς λόγους δεν είχαν συναντηθεί ούτε είχαν ιδιαίτερες σχέσεις.
Έχουν γραφεί πολλά για την άποψη του Παλαμά για τον Καβάφη. Ο Γ. Π. Σαββίδης σημειώνει πάντως ότι ο Παλαμάς δεν είδε από την αρχή αρνητικά τον Καβάφη, επαίνεσε μάλιστα την πρωτοτυπία του. Το 1924 μάλιστα στο άρθρο του «Lıbıdo», που ήδη αναφέραμε, ο Παλαμάς μιλώντας για τον ηδονισμό στην ποίηση των νέων συνδέει για πρώτη φορά το καβαφικό έργο με τον φροϋδισμό. Η Β. Αποστολίδου μιλώντας για το άρθρο αυτό σημειώνει: «Ο Παλαμάς θέλησε να ακολουθήσει, στην περίπτωση του Καβάφη, το δρόμο της νηφάλιας κριτικής και προσπάθησε να μην παρασυρθεί ούτε στην ‘ενθουσιαστική ξυπασιά’ ούτε στην ‘καταφρονετική άρνηση’. Ενδεχομένως να ασχολούνταν διεξοδικότερα με τον Καβάφη αν οι συνθήκες του το επέτρεπαν. Οι εξελίξεις όμως δημιούργησαν ένα τελείως αποθαρρυντικό κλίμα». Οι δύο εντός εισαγωγικών όροι που χρησιμοποιεί η μελετήτρια απηχούν τους ‘οπαδούς’ και ‘αντίπαλους’ του λογοτεχνικού έργου.
Το 1926, και ενώ υπήρχαν στην Αλεξάνδρεια διαμάχες όσων υποστήριζαν τον Καβάφη και όσων υποστήριζαν τον Παλαμά, σε περιοδικό της Αλεξάνδρειας σε μια συνέντευξή του ανάμεσα στα άλλα ο Παλαμάς λέγει: «Πιστεύω να μην του λείπει η σοφία … Μα για ποιητής;… Δεν ξέρω, ίσως να κάμνω λάθος… Μάλλον για ρεπορτάζ μοιάζουν τα γραφτά του, λες και φροντίζει να μας δώσει ρεπορτάζ από τους αιώνες!… Μα ας είμαστε δίκαιοι. Είναι μερικά από τα σημειώματά του αυτά που πάνε να μοιάσουν σκίτσα ιδεών, που πρόκειται να γίνουν καλά τραγούδια. Μα που ο εργάτης των τ’ αφήνει μόνο σε σχέδια…».
Οι διατυπώσεις αυτές, πετσοκομμένες, διαδίδονταν και άναβαν «φωτιές». Έτσι στα 1928 ο Παλαμάς σε κείμενό του χαρακτηρίζει τον Καβάφη «ιδιόρρυθμο, καινοτρόπο» και καταλήγει «Τα έργα του Καβάφη, στίχος, γλώσσα, έκφραση, μορφή και ουσία, μου φαίνονται σημειώματα που δεν ημπορούν ή που δεν καταδέχονται να γίνουν ποιήματα».
Και πάνω στο παραπάνω κείμενο η Β. Αποστολίδου σημειώνει: «Πιο ολοκληρωμένη ή πιο αναλυτική γνώμη ο Παλαμάς δεν εξέφρασε ποτέ για τον Καβάφη. Όποτε αργότερα αναφερόταν σ’ αυτόν, ήταν για να κατακρίνει τις υπερβολές των θαυμαστών του που έφταναν, κατά τη γνώμη του, ως την ακρισία, ή για να αποτρέψει οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στο έργο το δικό του και του Καβάφη.
Σε επιστολή του στον Γιώργο Κατσίμπαλη, του 1929, παρατηρεί ότι αν δε μεσολαβούσαν ορισμένα περιστατικά ανάμεσα στους υπερθαυμαστές του Καβάφη και στον ίδιο, αν τον καλούσαν να γράψει σε αφιερωματικό τεύχος για τον Καβάφη «θα μπορούσα […] ν’ αφιερώσω κι εγώ τιμητικές, ποιος! ξέρει γραμμές για το έργο του». Υποτιμούν τον Παλαμά χωρίς να τον κατονομάζουν, ενώ «Ο Σολωμός μια φορά αναφέρεται, και στο πλευρό του Καβάφη, ως ίσος προς ίσον». Και παρατηρεί η Β. Αποστολίδου: «Ο Παλαμάς, όπως και κάθε δημιουργός, δεν μπορούσε φυσικά να ανεχτεί την ανύψωση της φήμης ενός ποιητή πάνω στα ερείπια της δικής του […] Γεγονός είναι πως αισθανόταν αμηχανία απέναντι στην καβαφική ποίηση […] Είναι φανερό πως ο αλεξανδρινός ποιητής δε χωρά στο παλαμικό σχήμα εξέλιξης της νεοελληνικής ποίησης».
Θα προχωρήσουμε παραθέτοντας κάποια «παραλογοτεχνικά» στοιχεία.
Ο Καβάφης στο πρώτο ταξίδι που έκανε στην Ελλάδα γνώρισε τον συγγραφέα Γρηγόρη Ξενόπουλο, έγιναν φίλοι, ο Καβάφης του έστελνε τα ποιήματα του και το 1903 ο Ξενόπουλος δημοσιεύει ένα άρθρο στην εφημερίδα «Παναθήναια» σχετικά με το ποιητικό έργο του Καβάφη. Γίνεται γνωστός στο ελληνικό κοινό. Αργότερα, το 1919, ο Forster, θαυμαστής και πιστός φίλος του Καβάφη στη συνέχεια, δημοσίευσε στο περιοδικό «Athenaeum» το δοκίμιο με τίτλο «Η Ποίηση του Κ. Π. Καβάφη», το οποίο συνοδευόταν από μεταφράσεις ποιημάτων του Αλεξανδρινού από τον Γ. Βαλασσόπουλο στα αγγλικά. Με το δοκίμιο αυτό, ο αγγλόφωνος κόσμος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με την ποίηση του Κ. Καβάφη. Εντωμεταξύ πληθαίνουν και στην Ελλάδα οι δημοσιεύσεις για το έργο του.
Το 1932, πάσχοντας από καρκίνο του λάρυγγα, ήρθε στην Αθήνα όπου υποβλήθηκε σε τραχειοτομία. Παρέμεινε 4 μήνες και γνωρίστηκε με πολλούς Έλληνες λογοτέχνες. Πέθανε στην Αλεξάνδρεια την ημέρα των γενεθλίων του στις 29 Απριλίου 1933.
Ο Παλαμάς δεν ταξιδεύει στο εξωτερικό. Από το 1880 και μετά, με κέντρο και βάση την Αθήνα, δημιουργεί, αναγνωρίζεται και επιβάλλεται ως ο «ποιητής» της εποχής του. Αργότερα θεωρείται μετά τον Διονύσιο Σολωμό, ο νέος εθνικός ποιητής. Αντίθετα ο Καβάφης με έδρα του την Αλεξάνδρεια, γίνεται γνωστός στον εξωελληνικό πανευρωπαϊκό χώρο και θεωρείται φορέας των νέων ιδεών και εκφραστής της μοντέρνας ποίησης.
Έχουμε δύο μεγάλους ποιητές, μεγάλους με πολλές ομοιότητες και πολλές διαφορές. Οι θαυμαστές του Παλαμά και του Καβάφη μετατρέπονται σε «οπαδούς». Γράφουν οι παλαμιστές ποιήματα που παρωδούν τα ποιήματα του Καβάφη και σατιρίζοντάς τον. Ανάλογα οι καβαφικοί μιλούν υποτιμητικά για τον Παλαμά και το έργο του.
Ταυτόχρονα γινόταν γνωστό στην Ελλάδα και στο εξωτερικό το έργο του Καβάφη, ενώ το έργο του Παλαμά είχε φτάσει ήδη στα όριά του. Από ένα ενδιαφέρον κείμενο του Νάσου Βαγενά σημαντικές επισημάνσεις:
«΄Ολα τα στοιχεία δείχνουν ότι ο Καβάφης ήθελε να αναγνωριστεί ως ο κύριος ανταγωνιστής του Παλαμά. Αλλά και ο Παλαμάς από το 1920 και μετά θα έπρεπε στον Καβάφη να έβλεπε και όχι στον Σικελιανό το αντίπαλο ποιητικό δέος. ΄Οπως και να έχει το πράγμα, ο λιγότερο ανήσυχος για την μετά θάνατον τύχη του έργου του θα πρέπει να ήταν ο Καβάφης. Βαθύτερος μελετητής της ανθρώπινης φθοράς, θα πρέπει να ένιωθε ότι ο ειρωνικός λόγος που με τόσο μόχθο κατόρθωσε να δημιουργήσει θα μετρούσε περισσότερο στην «τράπεζα του μέλλοντος» απ’ ό,τι ο λυρικός λόγος του Παλαμά».
Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος σχολίασε για την κόντρα του Παλαμά με τον Καβάφη: «Φοβούνταν τον Καβάφη διότι διαισθανόταν ότι το μέλλον ανήκει στον Καβάφη, που κατέκτησε την παγκόσμια αποδοχή.».
Κλείνοντας το κείμενό μας αυτό νομίζω ότι, χωρίς καμιά προκατάληψη ή μεροληψία, προσπαθήσαμε να μιλήσουμε για ένα ενδιαφέρον λογοτεχνικό και εξωλογοτεχνικό θέμα: Η σχέση του καθιερωμένου και του ανατέλλοντος άστρου. Είναι δύσκολο και για τον πρώτο και για τον δεύτερο να κρατηθεί σε αξιοπρεπές επίπεδο. Και ο Παλαμάς και ο Καβάφης φαίνεται τα κατάφεραν…
Θανάσης Μουσόπουλος