Δεν είναι οι κραυγές που ανακοινώνουν θρίαμβο,
μα ο ψίθυρος που υπνωτίζει το πλήθος.
Δεν είναι ο ήχος των τυμπάνων,
αλλά η ηχώ της αδιαφορίας που σκοτώνει.
Εδώ, στους λαβύρινθους της λήθης,
το ψέμα ντύνεται αλήθεια·
όπως το φίδι αλλάζει δέρμα,
η απειλή φορά τη μάσκα του σωτήρα.
Και συ, παρατηρητή σιωπηλέ,
στον καθημερινό Γολγοθά που ανηφορίζεις
μισοκλείνεις τα μάτια – μα βλέπεις
μισοκλείνεις τα αυτιά – μα ακούς
μισοανοίγεις το στόμα – μα δεν μιλάς.
Οι πόρτες που κλείνουν
πύλες ανοίγουν κόλασης.
Γεράκια σέρνουν λάβες
ερπετά πετάνε φλόγες
δεν φωτίζουν· καίουν το πνεύμα.
Η εξουσία που καταπίνει τον κόσμο
ξερνάει στάχτη και καπνό.
Μα τι είναι φασισμός, αν όχι σάπιο μέλι,
που γλυκαίνει πριν το δηλητήριο;
Η αγκαλιά που σφίγγει μέχρι θανάτου,
το τραγούδι που πνίγει τη φωνή;
Ω, άνθρωπε, μη στέκεσαι ξένος
σε τούτον τον παγερό καθρέφτη.
Το πρόσωπό σου είναι που σε κοιτάζει
κι αντανακλά τις ρυτίδες της ιστορίας.
Ο χρόνος που τελειώνει
ψάχνει τ' αποτύπωμά σου.
Κι η ευθύνη που σου αναλογεί
απέναντι σου στέκεται και ψιθυρίζει:
Αντίδρασε.