Παγκόσμια ημέρα ελληνικής γλώσσας σήμερα. Την τιμώ με ένα ποίημα που έγραψα, προσπαθώντας να τονίσω την αξία της, περιδιαβαίνοντας την ιστορία μας και δίνοντας έμφαση σε ανθρώπους που τη θεμελίωσαν και την έφτασαν ως το σήμερα.
Η γλώσσα των αιώνων - Αποστόλης Ζυμβραγάκης
Μούσα, τραγούδα τη γλώσσα την ελληνική
που κύλησε σαν ποτάμι από τα βάθη των αιώνων
άντεξε σαν μάρμαρο και κύμα
κι ακόμη ταξιδεύει μέσα στον χρόνο
στους όρκους των πολεμιστών
στους ψιθύρους των εραστών
στα μοιρολόγια των κατατρεγμένων
στις διεκδικήσεις των φτωχών.
Στης Ιωνίας την αυγή, ο Όμηρος τραγουδά
με λέξεις που κυλούν σαν αίμα στις φλέβες:
«Μήνιν άειδε, θεά…» – κι η γλώσσα ξεκινά
το ατέλειωτο ταξίδι της
απ’ τα παλάτια των θεών ως τις καρδιές των ανθρώπων.
Στης τραγωδίας το φως και το σκοτάδι
ο Αισχύλος χαράζει λόγια σαν πέτρα:
«Δικαιοσύνη που αργεί, μα δεν λησμονεί».
Ο Σοφοκλής με βλέμμα σταθερό
μιλά για ήρωες που λυγίζουν, μα δεν σπάνε:
«Κάθε λέξη, ένα πεπρωμένο
κάθε στίχος μια αλήθεια σκληρή».
Κι ο Ευριπίδης, ανήσυχος δηλώνει:
«Η γλώσσα είναι το όπλο των αδυνάτων,
η κραυγή των καταφρονεμένων».
Στην αγορά της Αθήνας
ο Σωκράτης ρωτά και αμφιβάλλει,
ο Πλάτωνας πλάθει ιδέες,
ο Αριστοτέλης δένει τη σκέψη με το μέτρο.
Και η γλώσσα γίνεται ψαλμός,
στους ύμνους των βυζαντινών,
στα χείλη των μοναχών,
στην αγωνία που ντύνεται προσευχή.
Ο Κορνάρος, με ρίμα γλυκιά σαν μέλι,
υφαίνει έρωτες, μάχες, όνειρα παλιά:
«Η γλώσσα μου ανθίζει σαν κρίνος στην πέτρα,
μιλώντας για αγάπη, τιμή κι ομορφιά».
Κι όταν τα χώματα καταπατώνται
στων βουνών τις κορφές και στις στράτες του πόνου,
η γλώσσα γίνεται άσμα δημοτικό, γίνεται χορός, γίνεται σπαθί:
«Της ξενιτιάς το δάκρυ, του κλέφτη η αντρειοσύνη,
της αγάπης το τάμα, του λαού η φωνή».
Κι έπειτα, στην Επανάσταση
ο Σολωμός με το σπαθί της λευτεριάς στα χέρια
υψώνει το λάβαρο: «Χαρά στο λόγο που γεννήθηκε απ’ το αίμα,
χαρά στο στόμα που μιλά την αλήθεια».
Κι ο Παλαμάς, με λόγο φτερωτό, εμψυχώνει:
«Γλώσσα που γέννησε έθνη και ιδέες,
που σμίλεψε ψυχές σαν το μάρμαρο,
σήκω και πάλι, τραγούδησε,
γίνε το φως που δεν σβήνει!»
Στου Αιγαίου το μαργαριτάρι, ο Παπαδιαμάντης
με μελάνι και ψυχή κεντά τις λέξεις,
μυρίζει θυμίαμα και αρμύρα το γραφτό του:
«Η γλώσσα είναι προσευχή και θάλασσα,
είναι ψαλμός και μυστικό παράπονο».
Στης Θράκης τα χώματα, ο Βιζυηνός νοσταλγεί
με λόγια που στάζουν μνήμη και πίκρα:
«Η γλώσσα κρατά της μάνας το χάδι,
το δάκρυ του ξενιτεμένου,
την ιστορία που δεν ειπώθηκε ως το τέλος».
Στην ηρωική τη μεγαλόνησο, ο Καζαντζάκης βροντοφωνάζει:
«Η γλώσσα είναι φωτιά, είναι λεπίδι,
είναι του ανθρώπου η τελευταία του μάχη—
να πλάσει τον κόσμο ξανά,
να τον σηκώσει πιο ψηλά».
Στην Αλεξάνδρεια των σκιών, ο Καβάφης γέρνει στο γραφείο,
μετρά τις λέξεις σαν παλιό αργυρό νόμισμα
και ψιθυρίζει:
«Μην αφήσεις τη γλώσσα σου να λιγοστέψει,
μην τη φοβηθείς—
είναι το τελευταίο σου οχυρό,
το πιο αληθινό σου πρόσωπο».
Κι ο Καρυωτάκης, με βλέμμα βαρύ,
γράφει τον επίλογο στην Πρέβεζα:
«Η γλώσσα πονά, όπως πονά η ψυχή,
λέξεις φτιαγμένες από σκόνη και σιωπή,
που σβήνουν σ’ ένα κόσμο που δεν ακούει».
Στης Σμύρνης τα χαλάσματα,
ο Σεφέρης μαζεύει τα γράμματα ένα-ένα,
τα κάνει ποίημα, τα κάνει λυγμό:
«Είναι βαριά η γλώσσα μας,
γεμάτη θραύσματα από σπασμένα είδωλα,
μα και λουλούδια που ανθίζουν στο φως».
Στα βράχια των ακρωτηριών,
ο Ελύτης ραντίζει φως τα σύμφωνα,
στρώνει το αλφαβητάρι με γαλάζιες λέξεις:
«Στην άκρη κάθε συλλαβής
ο ήλιος κάθεται και συλλογίζεται το μέλλον».
Και στις φτωχογειτονιές,
ο Ρίτσος γράφει σελίδες με κάρβουνο:
«Η γλώσσα είναι το ψωμί του λαού,
ζυμώνεται απ' τους ρόζους των χεριών
με μάτια που κοιτούν το μέλλον».
Ο Χριστιανόπουλος στων Λαδάδικων τα σκοτεινά στενά
περιπλανιέται μοναχός
κρατά δύο φωνήεντα και τα αφήνει να στάζουν,
χωρίς στολίδια, χωρίς έλεος.
Και ο Πατρίκιος γελά
με τους διώκτες της γλώσσας
τους φόβους, τις λογοκρισίες
και δεν διστάζει να το πει:
«Η γλώσσα πάντα βρίσκει μια χαραμάδα,
πάντα επιμένει,
πάντα ζει».
Έτσι ταξιδεύει η ελληνική γλώσσα,
κι εμείς πάνω της και μέσα της
από το πρώτο κλάμα μέχρι τον τελευταίο ασπασμό
σε μία θάλασσα λέξεων που δεν γνωρίζει όρια
σε ένα άπατο ποτάμι που δεν στερεύει
περιηγούμαστε από το χθες ως το αύριο
με οδηγό και σύντροφο εκείνη
σε κάθε μας μικρή, μεγάλη, χαρούμενη, δυσάρεστη στιγμή
στην αγκαλιά της κουρνιάζουμε
κι αυτή πιστή σε εμάς μένει
πάντα εδώ
πάντα ζωντανή.
