Άνοιξη 1941. Ο γερμανικός στρατός πλησιάζει την Αθήνα. Οι δρόμοι βουίζουν από ψιθύρους, ο φόβος απλώνεται σαν σκιά, τα βλέμματα στρέφονται ανήσυχα προς τον ουρανό. Όμως, στο Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο, μια διαφορετική μάχη μαίνεται. Χωρίς όπλα, χωρίς στρατιώτες—μόνο μια ομάδα αρχαιολόγων, συντηρητών και φυλάκων, αποφασισμένοι να μην αφήσουν τα ανεκτίμητα αρχαία της Ελλάδας να γίνουν λάφυρα πολέμου.
Δεν υπάρχει περιθώριο για δισταγμούς. Τα αρχαία πρέπει να εξαφανιστούν. Τα μικρότερα, ευαίσθητα αντικείμενα μπαίνουν σε κιβώτια και φυγαδεύονται στην Τράπεζα της Ελλάδος. Αλλά τα μεγάλα αγάλματα… αυτά είναι αμετακίνητα. Μόνη λύση, να τα θάψουν εκεί που στέκονται.
Το μουσείο κλείνει για το κοινό. Στα υπόγεια, εργάτες και επιστήμονες σκάβουν πυρετωδώς, τα χέρια τους γεμάτα χώμα και ιδρώτα. Σαν να ετοιμάζουν μαζικούς τάφους, χαμηλώνουν αγάλματα με σκοινιά, τα σκεπάζουν προσεκτικά, κρύβοντας την ιστορία στα έγκατα της γης. Ο χρόνος λιγοστεύει.
27 Απριλίου. Οι ναζί εισβάλλουν στην Αθήνα. Την επόμενη μέρα, ένας Γερμανός αξιωματικός απαιτεί να δει τους αρχαιολογικούς θησαυρούς. Οι φύλακες τον οδηγούν μέσα. Βλέπει γυμνούς τοίχους, σπασμένες προθήκες, άδειες αίθουσες. Το πρόσωπό του σκοτεινιάζει.
«Πού είναι;» ρωτά με οργή.
Σιωπή. Σφιγμένα στόματα. Βλέμματα που δεν λυγίζουν.
Οι αρχαιότητες είχαν χαθεί κάτω από το χώμα, προστατευμένες από εκείνους που ήξεραν πως η μάχη αυτή δεν ήταν μόνο για το παρελθόν, αλλά και για το μέλλον.
Και όταν, χρόνια αργότερα, η Αθήνα απελευθερώθηκε, τα κιβώτια ανοίχτηκαν, τα χώματα απομακρύνθηκαν, και ο ελληνικός πολιτισμός ξαναβγήκε στο φως—νικητής μιας μάχης που δεν γράφτηκε ποτέ στα πολεμικά χρονικά, αλλά χαράχτηκε για πάντα στην ιστορία.
